Του Γιώργου Σεφερτζή*
Με το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ να προσλαμβάνει οσημέραι όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις, το ερώτημα που ευλόγως τίθεται είναι κατά πόσο θα επηρεάσει τους πολιτικούς συσχετισμούς και την εκλογική συμπεριφορά των ψηφοφόρων σε μια κρίσιμη μάλιστα στιγμή, όπως είναι η στιγμή της συμπλήρωσης του πρώτου μισού της δεύτερης τετραετίας της παρούσας κυβέρνησης.
Φαίνεται πάντως πως ούτε η νεοδημοκρατική διακυβέρνηση κατάφερε να εξαιρεθεί από την κατάρα της δεύτερης τετραετίας που έπληξε όλες τις μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις. Φαίνεται, όμως, ακόμα ότι, παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα, το εκλογικό σώμα δεν έχει αποκτήσει απέναντι στα κρούσματα της φαυλότητας, της κακοδιοίκησης και της διαφθοράς την ανοσία που υπέθεταν οι υποστηρικτές της άποψης ότι “αυτή είναι η Ελλάδα”. Εξού και από τα πρώτα δημοσκοπικά ευρήματα (βλ. μέτρηση της Pulse για την τηλεόραση του Sky) προκύπτει ότι 8 στους 10 πολίτες αξιολογούν ως “σοβαρή ή πολύ σοβαρή” την υπόθεση της μαζικής νομής των παράνομων αγροτικών επιδοτήσεων που αποκάλυψε η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία.
Είναι, βέβαια, πάρα πολύ νωρίς για να εξαχθούν ακριβέστερα συμπεράσματα. Η υπόθεση βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη. Ουδείς γνωρίζει ποια συνέχεια έπεται και ποιες ουρές μπορεί να υπάρχουν ακόμα. Μοιάζει πάντως πιθανό να αποδειχθούν πιο μεγάλες και πιο οδυνηρές από όσες βγήκαν στην επιφάνεια μαζί με την κορυφή του παγόβουνου. Όπως μοιάζει το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ να αλλάζει το πολιτικό τοπίο παρά τη φαινομενική στασιμότητα του.
Σε κάθε περίπτωση οι απόψεις της κοινής γνώμης αποκρυσταλλώνονται με χρονοκαθυστέρηση και ωριμάζουν εν καιρώ υπό το φως των σχετικών δημόσιων συζητήσεων και των αναδρομικών συσχετισμών πραγμάτων, προσώπων και καταστάσεων.
Στο κάτω κάτω οι τελικές (εκλογικές) κρίσεις αποτελούν πάντα συνάρτηση συγκυριών και γεγονότων, η βαρύτητα των οποίων είναι αδύνατο να προεξοφληθεί, ιδιαίτερα σε περιόδους όπως η τρέχουσα που είναι μεταβατική περίοδος μεγάλης πύκνωσης του πολιτικού χρόνου και πρωτοφανούς ρευστοποίησης των κομματικών ταυτίσεων και των ιδεολογικών τοποθετήσεων.
Το κακό, ωστόσο, για το κυβερνών κόμμα δεν είναι μόνον ότι το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ ξέσπασε στην βάρδιά του. Το χειρότερο είναι ότι ήρθε να προστεθεί σε μια σειρά προηγούμενων προβληματικών, αν όχι αρνητικών, εξελίξεων τόσο στο μέτωπο της οικονομίας (ακρίβεια, έλλειψη σοβαρών επενδύσεων, απουσία καινοτομικών πρωτοβουλιών για την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου) όσο και στο μέτωπο των εθνικών θεμάτων (Μονή Σινά, τουρκολιβυκό μνημόνιο, ελληνοτουρκικές σχέσεις) όπου ήδη επικρατεί βαριά ατμόσφαιρα και χαμηλό βαρομετρικό.
Τούτων δοθέντων, το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ όχι μόνο δύσκολα θα ξεχαστεί, αλλά τουναντίον είναι πιθανόν να λειτουργήσει ως σημείο καμπής και μάλιστα χωρίς επιστροφή. Όχι μόνο για την πορεία της κυβέρνησης και του κυβερνώντος κόμματος. Αλλά και για τον επαναπροσδιορισμό των πολιτικών ισορροπιών και την αναδιάταξη του όλου κομματικού συστήματος.
Μπορεί σήμερα το εκλογικό σώμα να εμφανίζεται δημοσκοπικά ότι κάνει ισοκατανομή των πολιτικών ευθυνών για το όργιο των παράνομων επιδοτήσεων επιρρίπτοντάς τες στο σύνολο των κομμάτων που κυβέρνησαν αυτόν τον τόπο. Αλλά ας μην ξεχνάμε ότι και την επόμενη της τραγωδίας των Τεμπών από καμία δημοσκοπική ένδειξη δεν προέκυπτε ότι οι δρόμοι θα κατακλύζονταν από τα πλήθη της πιο βουβής αντικυβερνητικής κοινωνικής διαμαρτυρίας της μεταπολίτευσης διαψεύδοντας τους προφήτες της αποπολιτικοποίησης των πολιτών.
Σημαίνει, άραγε, αυτό ότι δεν αποκλείεται να γίνει το θαύμα του μετασχηματισμού των κομμάτων της αντιπολίτευσης σε αξιόπιστο ανταγωνιστικό πόλο εξουσίας;
Όχι βέβαια. Κάλλιστα, όμως, μπορεί να σημάνει είτε τη δυναμική ενίσχυση των αντισυστημικών δυνάμεων είτε τον αποκλεισμό κάθε ιδέας περί επιστροφής των συστημικών κομμάτων στον δικομματισμό της μεταπολίτευσης και στα πρότυπα μορφών διακυβέρνησης που δοκιμάστηκαν, απέτυχαν και απαξιώθηκαν.
Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ούτε το γεγονός ότι ακόμα και τώρα ο “κανένας” εξακολουθεί να θεωρείται από την κοινή γνώμη ως ο … μακράν “καταλληλότερος” για την πρωθυπουργία, αλλά ούτε και το γεγονός ότι ο ίδιος ο πρωθυπουργός άδειασε τους κυβερνητικούς αξιωματούχους προτιμώντας να κάνει μια πρωτοφανή ομολογία περί αποτυχίας παρά να επιχειρήσει και πάλι να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα επικαλούμενος τις διαχρονικές παθογένειες του ελληνικού κράτους.
Πρόκειται ίσως για την πιο ενδιαφέρουσα αντίδραση των ημερών. Μένει όμως να φανεί αν θα μείνει μετέωρη ή αν θα έχει συνέχεια προοιωνιζόμενη μια στρατηγική στροφή με μεγαλύτερο βάθος και στόχο την ανανέωση της μεταρρυθμιστικής επαγγελίας με την οποία πέτυχε να κερδίσει την ηγεσία της παράταξής του και να προσεταιριστεί τους πέραν αυτής ψηφοφόρους του μεσαίου χώρου.
Όπως επίσης μένει να φανεί πόσο βαρύ θα αποδειχθεί ότι υπήρξε το πλήγμα που το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ θα επιφέρει στις ήδη διαταραγμένες μετά το προγενέστερο σκάνδαλο των παρακολουθήσεων και το δυστύχημα των Τεμπών σχέσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη με τους κεντρώους ψηφοφόρους. Χάρη σε αυτούς, ως γνωστόν, εξασφάλιζε μέχρι πρότινος την πολιτική του κυριαρχία. Όμως πλέον τίποτα δε μπορεί να προδικάσει τη στάση τους.
Αρκετά υπέμειναν μέχρι σήμερα αντιμετωπίζοντας το χαώδες κενό που έχει δημιουργήσει στο πολιτικό σύστημα η απουσία μιας πειστικής εναλλακτικής λύσης διακυβέρνησης. Δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα υπομείνουν αμετακίνητοι αυτό το μαρτύριο του Σισύφου που επί δεκαετίες βλέπουν να επαναλαμβάνεται με τον βράχο του ευρωπαϊκού εκσυγχρονισμού να κατρακυλάει συνεχώς πίσω στον βάλτο του παλαιοκομματισμού και της πελατειαρχίας, ωσάν καμία χρεωκοπία και κανένα πάθημα να κατέστησαν τα κόμματα εξουσίας δεκτικότερα στα μαθήματα της ιστορίας.
Ακόμα λιγότερο είναι σίγουρο ότι οι ψηφοφόροι του ενδιάμεσου, και όχι μόνον, χώρου θα αντέξουν να ξαναδούν να ανεβαίνει το έργο των κοινοβουλευτικών κοκορομαχιών και των εκτός τόπου, χρόνου και κλίματος στρατηγικών πολιτικής πόλωσης ενόψει των προσεχών εκλογών.
Ίσως κάποιοι να έχουν αποφασίσει να τους αγνοήσουν νομίζοντας ότι θα εκβιάσουν την εξασφάλιση μιας νέας αυτοδυναμίας απομακρύνοντάς τους από τις κάλπες.
Πλην, όμως, αυτή τη φορά εκτός από τον κίνδυνο της πλήρους απονομιμοποίησης του αντιπροσωπευτικού μας συστήματος εξαιτίας της περαιτέρω αύξησης των ποσοστών της αποχής, ελλοχεύει κατά μείζονα λόγο και ο κίνδυνος μιας εκρηκτικών διατάσεων εξέγερσης της κοινωνίας των πολιτών εναντίον των πελατών των κομματικών και ψηφοθηρικών μηχανισμών.
Ορισμένοι αναλυτές εφησυχάζουν ισχυριζόμενοι ότι οι δεύτεροι είναι περισσότεροι από τους πρώτους. Αν, όμως, πέφτουν έξω, η εξέγερση των αγανακτισμένων της εποχής των μνημονίων θα ωχριά μπροστά σε αυτή που ενδέχεται να προκαλέσουν αφενός οι κάτω των 45 πολίτες που παραπονιούνται ότι οι πρεσβύτεροί τους έζησαν σε βάρος τους, αφετέρου αυτοί που βλέπουν τα εκατομμύρια να παρελαύνουν μπροστά στα μάτια τους ενώ οι ίδιοι δυσκολεύονται να βγάλουν το μήνα.
Αυτό, άλλωστε, θα είναι ένα από τα κρισιμότερα διακυβεύματα της επόμενης εκλογικής αναμέτρησης. Σε κάθε πάντως περίπτωση ο συγχρονισμός των διευρυνόμενων κοινωνικών ανισοτήτων που στιγματίζουν την εποχή μας με την αύξηση των αποστάσεων ανάμεσα στους “πάνω” και τους “κάτω” της κοινωνικής ιεραρχίας δεν αποκλείεται να αποτελέσει τον καταλύτη που θα επιταχύνει τις πολιτικές εξελίξεις, θα πυροδοτήσει την ανατροπή των πολιτικών ισορροπιών και θα αλλάξει τη γεωμετρία του κομματικού συστήματος.
Οι μεγάλες άλλωστε αλλαγές έρχονται κατά κανόνα από εκεί που κανείς δεν τις περιμένει και με αποτέλεσμα που κανείς δεν επιδιώκει.
*O Γιώργος Σεφερτζής είναι πολιτικός επιστήμονας-αναλυτής