Όταν η Ιερή Εξέταση κάλεσε τον μεγάλο ζωγράφο της βενετσιάνικης Αναγέννησης Βερονέζε για να του ζητήσει να αλλάξει κάποιες φιγούρες στο έργο του για τον Μυστικό Δείπνο, ο καλλιτέχνης άλλαξε το όνομά του πίνακα και από Μυστικό Δείπνο τον ονομάτισε Δείπνο του Ιησού στο σπίτι του Τελώνου, χωρίς να αλλάξει απολύτως τίποτε.
Του Αντώνη Λιάκου*
Αυτή την ιστορία την είπε στη χτεσινή ημερίδα στην Εθνική Πινακοθήκη ο Ορέστης Ανδρεαδάκης, διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Στον εικοστό αιώνα βέβαια, όταν ο Ροκφέλλερ ζήτησε από τον Ριβέρα να αφαιρέσει τον Λένιν από μια μεγάλη τοιχογραφία στο κτήριό του στη ΝΥ και αυτός αρνήθηκε, το έργο καταστράφηκε. Έγινε όμως από τα πιο διάσημα του 20ου αιώνα και το βλέπει κανείς σε πολλές παραλλαγές. Την ιστορία αυτή την είπε χτες πάλι στο ίδιο συνέδριο, ο Μιλτιάδης Παπανικολάου, ιστορικός της τέχνης σε μια καταπληκτική περιήγηση στην σύνθετη σχέση τέχνης και λογοκρισίας. Τέλος μια δική μου υποσημείωση από ένα διήγημα του Σαλαμόφ. Ο λογοκριτής του καθεστώτος κάποια στιγμή πέφτει σε δυσμένεια και εξορίζεται στα κάτεργα της Σιβηρίας. Όταν απελευθερώνεται επιστρέφει στην Πετρούπολη, ανοίγει παλαιοβιβλιοπωλείο γιατί κανείς δεν γνώριζε καλύτερα από αυτόν -και σε λεπτομέρειες-την ιστορία της λογοτεχνίας.
Αυτά τα παραδείγματα, αλλά και στοιχειώδεις γνώσεις από την ιστορία της τέχνης και της λογοτεχνίας αρκούν για να καταρρίψουν απόψεις που λένε ότι χωρίς ελευθερία δεν μπορεί να υπάρξει τέχνη. Και στο Βυζάντιο υπήρχε λογοκρισία, αλλά μιλάμε για τη Βυζαντινή ζωγραφική ως τέχνη, και στην Αναγέννηση, αλλά και στον ρωσικό 19ο αιώνα ο Πούσκιν, ο Γκόγκολ, ο Ντοστογιέφσκι, ο Τολστόη υπό καθεστώς λογοκρισίας έγραψαν, ό,τι έγραψαν. Προφανώς η ελευθερία και η τέχνη σχετίζονται άμεσα και η μια επιδρά πάνω στην άλλη. Γιατί η τέχνη διευρύνει τα όρια της ελευθερίας, μιας πολύ ευαίσθητης κατάστασης που μπορεί από τη μια στιγμή στην άλλη να γίνει ανελευθερία. Γι αυτό και η τεχνη γίνεται ενοχλητική και αντιμετωπίζεται ως σκάνδαλο.
Ας έρθουμε όμως στο προκείμενο, την αναστήλωση των βανδαλισμένων εικόνων στην Εθνική Πινακοθήκη. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι καλλιτεχνικοί θεσμοί στην Ελλάδα (Εθνική Πινακοθήκη, Φεστιβαλ Κινηματογραφου Θεσσαλονίκης, Φεστιβαλ Αθηνών, και άλλοι θεσμοί, ενδεχομένως όχι όλοι -όπως μερικά μεγάλα μουσεία) έχουν φτάσει σε ένα επίπεδο ωριμότητας που μπορεί επιτυχώς να χειρίζεται δύσκολες καταστάσεις και να παρουσίαζουν προγράμματα και δράσεις καινοτόμα και υψηλής καλλιτεχνικής αξίας. Από την πρόσφατη κρίση το κύρος της Εθνικής Πινακοθήκης αναμφίβολα ενισχύθηκε, και ο ρόλος της στην πολιτισμική ζωή στην Ελλάδα έγινε κεντρικότερος. Βέβαια όλα αυτά έχουν ένα επάνω όριο. Σε όλες τις πρόσφατες περιπτώσεις λογοκρισίας στην Ελλάδα, από το σχολικό βιβλίο του Γ.Κόκκινου 2002 έως την έκθεση Outlook to 2003, ήταν οι Υπουργοί Παιδείας και Πολιτισμού που συναίνεσαν στην απαγόρευση (και δυστυχώς Υπουργοί του Πασόκ). Είδαμε όμως ότι η Μαριέτα Γιαννάκου της ΝΔ υπερασπίστηκε το εγχειρίδιο της Μ.Ρεπούση το 2006. Μπορεί η κυβέρνηση Μητσοτάκη να εισάγει πειθαρχικά μέτρα στα σχολεία (βλ. επανεισαγωγή στην ουσία αναμορφωτηρίων για κακούς μαθητές) αλλά σε άλλα ζητήματα, όπως αυτό, δεν συναίνεσε στην αποκαθήλωση των έργων. [Ειναι ενδιαφέρον ότι στα δυο λογοκριτικά ζητηματα που αντιμετώπισε η ΝΔ δεν υποχώρησε στις απαιτήσεις της λογοκρισίας, ενώ στα δυο που χειρίστηκε το Πασοκ, υποχώρησε. Οχι επειδή οι μεν είναι περισσότερο φιλελεύθεροι απο τους δε, αλλά γιατί έχουν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση]
Η αντιμετώπιση επομένως των ζητημάτων αυτών από την Αριστερά θα πρέπει να γίνεται αφενός με γνώση του πεδίου και αφετέρου με επίγνωση της συνθετότητας των ζητημάτων αυτών. Καλός και χρήσιμος ο κινηματισμός και τα συνθήματα, αλλά η μανιχαϊστική αντιμετώπιση και ο κατεγγελτισμός βάζει όρια, στα οποία δεν πρέπει να εγκλωβίζεται η Αριστερά. Για την Αριστερά τα ζητήματα του πολιτισμού ήταν κάποτε το προνομιακό της σκάφος για να διασχίζει τα κύματα. Τώρα έχει μείνει στο λιμάνι παρατηρώντας τα πλοία από μακριά. Κι όμως πάνω στις πλατφόρμες της τέχνης και του πολιτισμού προοιωνίζεται το δυσδιάκριτο μέλλον αυτής της κοινωνίας.
Για κρίσεις επομένως όπως η πρόσφατη θα πρέπει να ξανασκεφτούμε τις σχέσεις των σύγχρονων εξουσιών με την τέχνη, και υπο το φως των επεμβάσεων του Τραμπ, το ρόλο των Μουσείων, το ίδιο το καλλιτεχνικό έργο, την ελευθερία όχι ιδεαλιστικά αλλά μέσα στις δυνατότητες ενός παγκοσμίοποιημένου ψηφιακού κόσμου κλπ. Υπάρχουν πολλοί, αφανείς και έξυπνοι τρόποι περιρισμού της ελευθερίας η καθοδήγησης του καλλιτεχνικού έργου σήμερα από τις πρωτόγονες καταστροφές και τη διοικητική λογορισία. Μερικά απο αυτά τα ζητήματα τα αντιμετώπισε η χτεσνιή ημερίδα στην Εθνική Πινακοθήκη που την παρακολούθησα από το σπίτι μου και νομίζω ότι είναι διαθεσιμη στο διαδίκτυο. Γιατί η ίδια η ημεριδα είναι μέρος αυτού του γεγονότος που προκλήθηκε από βανδαλισμό έργων που ήθελαν να δείξουν πώς συγχρονοι καλλιτέχνες συνομιλούν με το έργο του Γκόγια πριν 200 χρόνια!
Εδώ, ο μετονομασμένος, για να ξεπερασει τη λογορισία, πίνακας του Βερονέζε

*ιστορικός
(Αναδημοσίευση από το Facebook)