H έννοια της συνταξιοδότησης επινοήθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα και στην αρχή του 20ου αιώνα. Πριν, ακόμα και στις οικονομικά αναπτυγμένες χώρες, η εργασιακή περίοδος των εργαζομένων διαρκούσε μέχρι την ηλικία που ουσιαστικά πια δεν μπορούσαν να εργαστούν, καταλήγοντας μετά σε ένα πτωχοκομείο (poor house) μέχρι το τέλος της ζωής τους.
Ο καγκελάριος Bismark ήταν ο πρώτος που δημιούργησε ένα δημόσιο συνταξιοδοτικό σύστημα στην Γερμανία κατά την δεκαετία του 1880 με προτεραιότητα την κοινωνικο-ασφαλιστική προστασία των εργατικών ατυχημάτων και των χήρων των Παστόρων. Έτσι, η έννοια της κοινωνικής ασφάλισης και της συνταξιοδότησης αποτέλεσε ιστορικά την πρόκληση της αντιμετώπισης του «κινδύνου» της αναπηρίας, της χηρείας και του γήρατος.
Ως κίνδυνος γήρατος ορίζεται ο κίνδυνος σ’ ένα ηλικιωμένο άτομο να έλθει αντιμέτωπο με την φτώχεια, επειδή η προχωρημένη ηλικία του δεν θα του επιτρέπει να διαθέτει σθένος, πνευματικό ή σωματικό, για να εργαστεί. Το ίδιο ισχύει και για ένα εργαζόμενο που θα καταστεί ανάπηρος και ανίκανος, λόγω εργατικού ατυχήματος ή επαγγελματικής ασθένειας να εργαστεί ή για μια (έναν) χήρα(ο) που έχει απωλέσει από το οικογενειακό εισόδημα το εισόδημα του (της) συζύγου.
Η σύνταξη γήρατος ουσιαστικά βασίζεται στην ανταποδοτικότητα των εισφορών και παροχών, αφού ο εργαζόμενος θα έχει κατορθώσει να φτάσει στην ηλικία συνταξιοδότησης προκειμένου να λάβει σύνταξη για τις ασφαλιστικές εισφορές που είχαν καταβάλλει (εργαζόμενος και εργοδότης) κατά την διάρκεια της εργασιακής περιόδου. Η σύνταξη αναπηρίας βασίζεται στην κοινωνική αλληλεγγύη των αναδιανεμητικών συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης αφού σε μια τέτοια περίπτωση ο ασφαλισμένος συνήθως λαμβάνει ένα ποσό σύνταξης που δεν αντιστοιχεί στις εισφορές που έχουν καταβληθεί.
Οι συντάξεις χηρείας βασίζονται στην ανταποδοτικότητα των εισφορών αλλά και στην κοινωνική αλληλεγγύη των αναδιανεμητικών συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης αφού ενδέχεται η(ο) χήρα(ος) να λάβει την σύνταξη χηρείας για περισσότερο χρονικό διάστημα από αυτό που αντιστοιχεί στην ανταποδοτικότητα των εισφορών. Το ζήτημα που έχει ανακύψει στην χώρα μας με τις συντάξεις χηρείας διακρίνεται σε δύο περιπτώσεις. Η πρώτη είναι ότι σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 7 του Ν. 4387/2016: «Σε περίπτωση σώρευσης συντάξεων χορηγείται μια εθνική σύνταξη» και η δεύτερη αφορά στην παρ. 4Α «Το ποσό της σύνταξης των ανωτέρω δικαιούχων υπολογίζεται επί του ποσού της σύνταξης που δικαιούται ή που έχει δικαιωθεί ο θανών σύζυγος…. 50% της σύνταξης», ποσοστό που ο Ν. 4670/2020 αύξησε σε 70% στην παρ. Γ5β) του άρθρου 12 το οποίο αναφέρει ότι «Μετά την πάροδο της τριετίας, αν ο επιζών σύζυγος εργάζεται ή αυτοαπασχολείται ή λαμβάνει σύνταξη από οποιαδήποτε πηγή καταβάλλεται το 50% της σύνταξης». Δηλαδή, εάν μια(ένας) χήρα(ος) λαμβάνει 636 ευρώ(μεικτά) ως δική της σύνταξη (436 εθνική και 200 ευρώ ανταποδοτική) και άλλα 700 ευρώ σύνταξη χηρείας (305,2 ευρώ εθνική και 394,8 ευρώ ανταποδοτική) το οποίο αποτελεί το 70% για παράδειγμα των 1.000 ευρώ (436 εθνική και 564 ανταποδοτική) της σύνταξης του(της) συζύγου. Σύμφωνα με τον νόμο (N.4387/2016) ο οποίος εφαρμόζεται μόνο στον δημόσιο τομέα, θα πρέπει στον ιδιωτικό τομέα αφού η(ο) χήρα(ος) λαμβάνει ήδη 436 ευρώ εθνική σύνταξη από την δική της σύνταξη να της αφαιρεθούν τα 305,2 ευρώ από την εθνική σύνταξη που λαμβάνει από τον σύζυγο. Δηλαδή, η χήρα που ελάμβανε συνολικά 1.336 ευρώ σύνταξη από την δική της και την σύνταξη χηρείας, θα πρέπει να λάβει τελικά σύνταξη 1.005 ευρώ (μεικτά) δηλαδή να υποστεί μια μείωση της τάξης του 25%. Όμως το παράδοξο είναι ότι οι χαμηλοσυνταξιούχοι θα υποστούν ακόμα μεγαλύτερη μείωση η οποία θα προσεγγίσει και το 44%. Έτσι εάν για παράδειγμα μία χήρα λαμβάνει σύνταξη χηρείας ίση με την εθνική 436 ευρώ (και αυτό συμβαίνει όταν το 70% της σύνταξης του θανούντος συζύγου είναι μικρότερο από την εθνική σύνταξη) και η ίδια όταν συνταξιοδοτηθεί λάβει δική της σύνταξη 568 ευρώ (436 ευρώ εθνική και 132 ευρώ ανταποδοτική με 20 έτη ασφάλισης και συντάξιμες αποδοχές ίσες με τον κατώτατο μισθό των 880 ευρώ), τότε η χήρα αυτή του παραδείγματος μας αντί να λάβει ως συνολικό ποσό σύνταξης ( χηρείας και δικής της) ίση με 1.004 ευρώ θα λάβει ως συνολικό ποσό σύνταξης 568 ευρώ (μεικτά), δηλαδή θα υποστεί μία περικοπή της τάξης του 43,5%. Το ζήτημα που έχει προκύψει με τις συντάξεις χηρείας στην χώρα μας είναι ότι στον ιδιωτικό τομέα δεν εφαρμόζεται η διάταξη για την περικοπή της σύνταξης χηρείας στο ήμισυ του 70% μετά το πέρας της τριετίας και εφόσον η χήρα εργάζεται ή συνταξιοδοτείται η ίδια. Οι συντάξεις χηρείας στην χώρα μας, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΗΛΙΟΣ, αφορούν περίπου 390.000 άτομα, με 3,4 δις ευρώ συνολική ετήσια δαπάνη (μέση σύνταξη χηρείας 738 ευρώ μεικτά). Από αυτά τα 3,4 δις ευρώ οι συντάξεις χηρείας του ιδιωτικού τομέα αφορούν τα 2,1 δις ευρώ. Έτσι στο πλαίσιο της αποκατάστασης της ισότητας μεταξύ του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα το ποσό που απαιτείται να περικοπεί από τις χήρες του ιδιωτικού τομέα είναι της τάξης των 600 εκατ. ευρώ ετησίως.
Αντίστοιχα, η εφαρμογή του Ν. 4387/2016, στις συντάξεις χηρείας του δημοσίου και του ΟΓΑ, εξοικονομεί 350 εκατ. ευρώ περίπου το έτος από τις συντάξεις χηρείας. Όμως το σημαντικότερο πρόβλημα είναι ότι ενώ ο νόμος αναφέρει ότι η εθνική σύνταξη χρηματοδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό, η ανταποδοτική σύνταξη είναι ανάλογη των εισφορών που έχουν καταβληθεί, η πραγματικότητα είναι διαφορετική αφού εάν λάβουμε υπόψη το αναλογιστικό ισοδύναμο (ισοδυναμία της παρούσας αξίας εισφορών και παροχών) διαπιστώνουμε ότι και η εθνική σύνταξη έχει χρηματοδοτηθεί σε ένα βαθμό και αυτή από τις εισφορές των ασφαλισμένων και των εργοδοτών.
Πράγματι, εάν θεωρήσουμε έναν ασφαλισμένο που συνταξιοδοτείται στο 67ο έτος της ηλικίας του με 40 χρόνια ασφάλισης και συντάξιμες αποδοχές ίσες με το σημερινό μέσο επίπεδο του μισθού, δηλαδή 1.350 ευρώ, τότε θα λάβει κύρια σύνταξη (εθνική και ανταποδοτική) ίση με 1.100 ευρώ, η οποία είναι ίση με το αναλογιστικό ισοδύναμο, δηλαδή με το ποσό που αντιστοιχεί στις εισφορές που έχουν καταβληθεί στα 40 χρόνια εργασίας και ασφάλισης του εργαζόμενου. Δηλαδή, η εθνική σύνταξη σε αυτή την περίπτωση είναι πλήρως χρηματοδοτούμενη από τον ασφαλισμένο και όχι από τον κρατικό προϋπολογισμό. Ακόμα, και στην περίπτωση που έχουμε έναν αντίστοιχο ασφαλισμένο αλλά με συντάξιμες ίσες με τον κατώτατο μισθό των 880 ευρώ, τότε ο ασφαλισμένος θα έχει χρηματοδοτήσει τη μισή (52%) εθνική σύνταξη που θα λάβει με τις εισφορές. Ακόμα, και στην περίπτωση ενός χαμηλοαμειβόμενου με 600 ευρώ συντάξιμες αποδοχές, ο ασφαλισμένος θα έχει χρηματοδοτήσει το 1/3 της εθνικής σύνταξης.
Τούτων δοθέντων, η αποκατάσταση της ισότητας μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα για τις συντάξεις χηρείας με την κατάργηση της δεύτερης εθνικής σύνταξης στον ιδιωτικό τομέα, δεν απαιτείται να συνοδευτεί από την επιστροφή των αναδρομικών που αντιστοιχούν στην καταβαλλόμενη δεύτερη εθνική σύνταξη, δεδομένου ότι, μεταξύ άλλων σοβαρών λόγων, αυτή έχει ήδη χρηματοδοτηθεί, ως ένα βαθμό, λαμβάνοντας υπόψη το αναλογιστικό ισοδύναμο, από τις καταβαλλόμενες ασφαλιστικές εισφορές του συνταξιούχου χηρείας.
Των
Σάββα Γ. Ρομπόλη
Ομότ. Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου
Βασίλειου Γ. Μπέτση
Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου