Μετά την εκλογή του Donald Trump στην Προεδρία των ΗΠΑ, κυρίαρχο θέμα στις δημόσιες συζητήσεις σε όλη την υφήλιο είναι δασμοί. Γιατί επιβάλλονται τώρα; Τι θέλει να πετύχει ο Αμερικανός Πρόεδρος; Δεν αντιλαμβάνεται την ζημιά που προκαλεί ακόμη και στην οικονομία της χώρας του; Όλα οφείλονται στην απρόβλεπτη συμπεριφορά του;
Του Παναγιώτη Λιαργκόβα*
Στο άρθρο αυτό θα υποστηρίξω την άποψη ότι η δασμολογική πολιτική που ακολουθεί ο Πρόεδρος Trump είναι μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής που προωθείται από ένα μέρος του αμερικανικού κατεστημένου καθώς και από ευρύτερα λαϊκά στρώματα. Ο στόχος της στρατηγικής αυτής είναι η ανατροπή του διεθνούς οικονομικού συστήματος ώστε να εμποδιστεί η ραγδαία άνοδος και παγκόσμια κυριαρχία της Κίνας στην οικονομία την καινοτομία και την άμυνα. Κάποια πρόσφατα στοιχεία από διεθνείς οργανισμούς είναι εδώ απαραίτητα.
Συγκεκριμένα, πριν από 2,5 δεκαετίες, το 2020, το μερίδιο της Κίνας στην παγκόσμια βιομηχανική παραγωγή ήταν μόνο 6%, ενώ των ΗΠΑ 25%. Σήμερα η Κίνα έχει μερίδιο 35% και οι ΗΠΑ 12%. Η «πρωταθλήτρια Ευρώπης» Γερμανία μόλις το 4%, με την Ιταλία και τη Γαλλία να έχουν από 2%. Στον τεχνολογικό τομέα, οι Κινέζοι έχουν βάλει στόχο να διακινούν το ένα τρίτο της παγκόσμιας αγοράς ηλεκτρικών μηχανήματων μέχρι το 2030. Επιπλέον, τα κινεζικά ναυπηγεία έχουν, σήμερα, κατασκευαστική ικανότητα περίπου 23.250.000 εκατομμυρίων τόνων, ενώ τα ναυπηγεία των ΗΠΑ λιγότερο από 100.000 τόνους. Εκτιμάται ότι μέχρι το 2035, η Κίνα θα έχει συγκεντρώσει 475 θωρηκτά.
Οι ΗΠΑ θα έχουν λιγότερα, μεταξύ 305 και 317. Με λίγα λόγια, ο μεγάλος κερδισμένος από το παγκοσμιοποιημένο οικονομικό σύστημα είναι η Κίνα. Εάν δεν αλλάξει ριζικά το διεθνές οικονομικό τοπίο, η Κίνα θα έχει, σε λίγα χρόνια, το μονοπώλιο οικονομικής δύναμης, τεχνολογικής υπεροχής και άμυνας. Η αλλαγή δεν θα μπορούσε να γίνει με ήπιο τρόπο, με μια απλή διαχείριση στη λειτουργία των διεθνών οικονομικών σχέσεων, παρά μόνο με μια ριζική αλλαγή, εργαλεία της οποίας είναι οι δασμοί και οι γεωπολιτικές πιέσεις. Οι δασμοί απέναντι στην Κίνα θα δημιουργήσουν μεγάλη οικονομική πίεση καθότι αυτοί θα αφορούν το 15-16% των εξαγωγών της.
Σήμερα, η Κίνα αντιμετωπίζει χαμηλή ζήτηση στο εσωτερικό της, που εκδηλώνεται ως αποπληθωρισμός. Που θα διοχετεύσει την υπερβάλλουσα παραγωγή της; Στην Ευρώπη; Μήπως σε αυτή την περίπτωση αναγκαστούν και οι Ευρωπαίοι να ανεβάσουν τους δικούς τους δασμούς απέναντι στην Κίνα; Οι γεωπολιτικές πιέσεις κινούνται προς δύο κατευθύνσεις. Πρώτα-πρώτα απέναντι στη Ρωσία. Ο Trump προσεγγίζει τη Ρωσία δίνοντάς της διέξοδο από τον τελματώδη πόλεμο στην Ουκρανία, με μια ειρηνευτική συμφωνία. Η συμφωνία μάλλον θα της δώσει την ευκαιρία να ενισχύσει τις εμπορικές σχέσεις της με τις Δυτικές χώρες, σε αντάλλαγμα της απομάκρυνσής της από την Κίνα. Φυσικά ο Trump δεν έκανε μόνο αυτό, αλλά και στρίμωξε την υπέρβαρη και μαλθακή Ευρώπη να αναλάβει τη δική της άμυνα, ώστε να μειώσει το αμερικανικό έλλειμμα. Μια Ευρώπη που θα αναγκαστεί να αναλάβει το κόστος της δικής της άμυνας, δεν θα έχει πια την πολυτέλεια να αγνοήσει τη φτηνή ρωσική ενέργεια. Ειδικά μάλιστα, όταν ο Trump θα κρίνει ότι είναι η στιγμή να σπρώξει Ρωσία και Ευρώπη να συνεργαστούν ενεργειακά, ώστε να αποτραβήξει τη Ρωσία από τον εναγκαλισμό της Κίνας. Προς υποκατάσταση των ρωσο-κινεζικών συναλλαγών.
Παρά την ένταση που επικρατεί, το ενδεχόμενο επίτευξης συμφωνίας δεν μπορεί να αποκλειστεί. Οι εσωτερικές οικονομικές πιέσεις στις δύο χώρες, σε συνδυασμό με τη χαρακτηριστική τάση του Trump να οδηγεί την κατάσταση στα άκρα με σκοπό έναν τελικό συμβιβασμό, ενδέχεται να οδηγήσουν σε επανεκκίνηση των διαπραγματεύσεων.
Μια πιθανή συμφωνία θα μπορούσε να περιλαμβάνει τη μείωση ή την άρση δασμών σε συγκεκριμένα προϊόντα, δεσμεύσεις από πλευράς Κίνας για την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας, την ενίσχυση της εγχώριας κατανάλωσης και την αύξηση εισαγωγών αμερικανικών προϊόντων. Επιπλέον, είναι πιθανό να συμφωνηθεί ένας βαθμός συντονισμού και συνεννόησης σε βασικούς κανονιστικούς τομείς, κυρίως σε ζητήματα τεχνολογίας και στρατηγικών κλάδων, που σχετίζονται άμεσα με τον γεωπολιτικό ανταγωνισμό μεταξύ των δύο δυνάμεων.
*Πρόεδρος του ΚΕΠΕ και του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας, Καθηγητής Πανεπιστημίου Πελοποννήσου