Για την ακρίβεια, το αφήγημα της κυβέρνησης πέρασε από πολλά κύματα (όπως του εισαγόμενου φαινομένου) για να καταλήξει ότι το “αντίδοτο” είναι η αύξηση του εισοδήματος των πολιτών. Δηλάδή, μπορεί να ακριβαίνουν εδώ και τρία χρόνια τα βασικά είδη διαβίωσης στο ράφι, όμως αυξήθηκε ο κατώτατος μισθός. Ουδεμία σκέψη για πολιτικές που θα μπορούσαν να συνδυάζουν και την αντίσταση στις πληθωριστικές πιέσεις (περισσότεροι έλεγχοι, ή και εστιασμένη μείωση των συντελεστών ΦΠΑ), και την αύξηση των μισθών.
Για τα ενοίκια, το αντίστοιχο αφήγημα οδήγησε πρόσφατα στην επιστροφή ενός ενοικίου, καμία συζήτηση, ωστόσο, για προγράμματα κοινωνικών κατοικιών, όπως κάνουν αρκετές άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ή για κάποια ρυθμιστική παρέμβαση στην αγορά ακινήτων. Ο παρεμβατισμός, άλλωστε, είναι “κακό πράγμα”, ασχέτως αν εφαρμόζεται από την τραμπική αμερική στο παγκόσμιο εμπόριο, και από τη μισή Ευρώπη για την αντιμετώπιση των ανατιμήσεων.
Η κυβέρνηση έχει κάθε λόγο να επαίρεται για την θετική πορεία της οικονομίας -της το αναγνωρίζουν, άλλωστε, οι διεθνείς οίκοι που δεν βλέπουν τίποτα πιό μακριά από την… μύτη των αριθμών-, και τα υπερπλεονάσματα, αποφεύγει, όμως, να ασχοληθεί με τα ουσιώδη που συνιστούν άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων.
Η κυριακάτικη “Καθημερινή” είχε ένα πολύ ενδιαφέρον ρεπορτάζ υπό τον ευφυή τίτλο “Η θυμωμένη γενιά των ενοικιαστών”. Ποιοί έχουν κυρίως το πρόβλημα; Οι σημερινοί 30+, μέχρι και οι 45άρηδες, σύμφωνα με τις δηλώσεις των ειδικών. Ανάλογες έρευνες έχουν δείξει ότι οι νέοι φτάνουν ακόμα και τα 35 χρόνια τους ζώντας στο παιδικό δωμάτιο. Και άπαντες συμφωνούν ότι το φαινόμενο παρασύρει τις δημογραφικές στατιστικές- ποιός να σκεφτεί να κάνει οικογένεια υπό αυτές τις συνθήκες;
Υπάρχουν δύο λέξεις που έχουν διαρρήξει το κοινωνικό σύστημα και επηρεάζουν τελικά και το πολιτικό. Εμπιστοσύνη και προοπτική. Οι νεότερες γενιές δεν έχουν καμία εμπιστοσύνη στις πολιτικές ηγεσίες για να αντιμετωπίσουν την καταστροφή κάθε θετικής προοπτικής για τους ίδιους. Η ακρίβεια και τα ενοίκια, για παράδειγμα, είναι η άλλη όψη του νομίσματος της απόγνωσης από το γενικευμένο αίσθημα ανασφάλειας που ανέσυρε με εφιαλτικό τρόπο η τραγωδία των Τεμπών.
Αυτές οι νεότερες γενιές έχουν το τεράστιο πρόβλημα, αφενός να μην ελπίζουν ότι μπορούν να ζήσουν καλύτερα από τους γονείς τους, αφετέρου να μην μπορούν να στηριχτούν σε σταθερές που, ακόμα και επίπλαστες, υπήρχαν παλαιότερα. Όλα αυτά δεν γιατρεύονται με επιδόματα, τα οποία σχεδόν όλοι τα εισπράττουν, χωρίς, όμως, και να επιβραβεύουν αυτόν που τους τα δίνει.
Η πολιτική υπεροχή δεν είναι, τελικά, ένα τεχνικό ζήτημα που βασίζεται σε εκλογικούς νόμους, διλήμματα περί σταθερότητας, και την αυτοκτονική συμπεριφορά μιας πολυδιασμένης αντιπολίτευσης. Μπορεί να επιβιώνει μέσα σε ατελέσφορους συσχετισμούς, όμως ο κοινωνικός κοχλασμός δεν κοπάζει.
Σκεφτείτε: 35άρης, εργένης, με καλές σπουδές, μισθό (στον ιδιωτικό τομέα) γύρω στα 1.200 καθαρά, που πληρώνει τα μισά σε ενοίκιο, χωρίς πρόσβαση στο τραπεζικό σύστημα για στεγαστικό δάνειο (το οποίο κι αν το έπαιρνε μάλλον δεν θα μπορούσε να αποπληρώσει), που όσα του απομένουν δεν φτάνουν για άλλες βασικές ανάγκες, πολύ δε περισσότερο για μία ποιοτική διαβίωση, που πηγαινοφέρνει ταπεράκια στο σπίτι της μαμάς, για να εξασφαλίσει κανένα πενηντάρι από τον μπαμπά για να βάλει βενζίνη, που θυμώνει, που απελπίζεται, που χαμογελάει ολοένα και λιγότερο, που φοβάται ολοένα και περισσότερο, που δεν έχει απαντήσεις στα ερωτήματα που του θέτουν και θέτει ο ίδιος στον εαυτό του.
Έχει πραγματικά σημασία εάν θα ψηφίσει “συστημικά”; Ακόμα κι αν το κάνει (μάλλον έλκεται από τη διάθεση να τιμωρήσει), συνιστά αυτό επιβράβευση κυβερνήσεων, κομμάτων, τρόπου που λειτουργεί το πολιτικό σύστημα;