Παρά τις εξαγγελίες για γενναία στήριξη των ενοικιαστών μέσω της επιστροφής ενός ενοικίου ετησίως, το νέο μέτρο στεγαστικής πολιτικής στερείται στρατηγικής και βάθους σχεδιασμού. Το δημοσιονομικό κόστος εφαρμογής του φτάνει τα 230 εκατομμύρια ευρώ, με στόχο – σύμφωνα με το Υπουργείο Οικονομικών – την κάλυψη 948.000 νοικοκυριών, δηλαδή περίπου το 80% των ενοικιαστών στη χώρα.
Του Θεμιστοκλή Μπάκα*
Ωστόσο, οι αριθμοί δεν επιβεβαιώνουν την υποτιθέμενη «ανάσα» που προβλέπεται να προσφέρει το μέτρο. Στην πράξη, το μέσο ποσό που αντιστοιχεί ανά δικαιούχο περιορίζεται στα 242 ευρώ ετησίως (230.000.000€ / 948.000 νοικοκυριά) πολύ μακριά από την κάλυψη ενός πραγματικού μηνιαίου ενοικίου.
Ένα ακόμη κρίσιμο στοιχείο που αναδείχθηκε από τις ανακοινώσεις του Υπουργείου Οικονομικών είναι το εξής: η μέση δηλωμένη ετήσια δαπάνη ενοικίου φτάνει μόλις τα 3.048 ευρώ – δηλαδή περίπου 254 ευρώ τον μήνα.
Το στοιχείο αυτό δεν ανταποκρίνεται στις πραγματικές τιμές της αγοράς και θα πρέπει να σημάνει «καμπανάκι» στο οικονομικό επιτελείο. Η χαμηλή δηλωμένη δαπάνη καταδεικνύει πιθανή συστηματική φοροδιαφυγή, γι’ αυτό και απαιτούνται άμεσες και στοχευμένες διασταυρώσεις στοιχείων, με στόχο την αποκατάσταση της φορολογικής ισότητας για όσους δηλώνουν ειλικρινώς τα εισοδήματά τους.
Την ίδια στιγμή, η ΕΛΣΤΑΤ καταγράφει αύξηση 9,7% στα ενοίκια – στοιχείο που υπογραμμίζει τη δυναμική επιδείνωση του κόστους στέγασης. Οι ενοικιαστές καλούνται να αντιμετωπίσουν ολοένα και υψηλότερα έξοδα, χωρίς ουσιαστική προστασία ή προοπτική σταθεροποίησης.
Το βασικό πρόβλημα έγκειται στο ότι το μέτρο λειτουργεί ως ένα «επίδομα» και όχι ως παρέμβαση με διαρθρωτικό χαρακτήρα. Δε συμβάλλει στη μείωση των ζητούμενων τιμών ενοικίασης – αντιθέτως, μια πιθανή αύξηση των ενοικίων κατά 10% θα μπορούσε να εξανεμίσει την όποια προσωρινή ανακούφιση προσφέρει.
Τα μέτρα στεγαστικής πολιτικής δεν πρέπει να εξαντλούνται σε παροχές χωρίς στόχευση. Οφείλουν να έχουν κοινωνικό αποτύπωμα και να ενισχύουν τις υποδομές για την αναχαίτιση του κόστους στέγασης – μια μακροπρόθεσμη στρατηγική που θα χτίζει τη βάση για ένα δικαιότερο στεγαστικό μοντέλο.
Με τον ίδιο προϋπολογισμό των 230 εκατ. ευρώ, η πολιτεία θα μπορούσε να υλοποιήσει παρεμβάσεις με πραγματικό αποτύπωμα:
- Να κατασκευάσει 2.045 κατοικίες των 75 τ.μ. σε δημόσια οικόπεδα ανά έτος, που θα διατίθενται σε προσιτά ενοίκια και να μην απαιτούνται ιδιώτες επενδυτές για κοινωνική αντιπαροχή .
- Ή εναλλακτικά, να κατασκευάζει 4.380 φοιτητικές κατοικίες των 35 τ.μ. ετησίως, αντιμετωπίζοντας άμεσα το πρόβλημα στέγασης των νέων.
- Να παρέχει φορολογικά κίνητρα σε ιδιοκτήτες ώστε να μειώσουν τα ενοίκια στα ενεργά μισθωτήρια ή να διατηρήσουν στα ίδια επίπεδα το μίσθωμα κατά την ανανέωση με τον ίδιο ενοικιαστή.
- Να επιδοτήσει την ανακαίνιση κλειστών και παλαιών κατοικιών, ιδιαίτερα σε περιοχές με αυξημένη ζήτηση και περιορισμένη προσφορά, όπου οι ιδιοκτήτες δεν διαθέτουν επαρκή ίδια κεφάλαια ή δεν πληρούν τα τραπεζικά κριτήρια δανεισμού για να ενταχθούν σε προγράμματα όπως το «Ανακαινίζω – Νοικιάζω» ή το «Αναβαθμίζω». Η επιδότηση να συνοδεύεται από την προϋπόθεση ότι τα ακίνητα αυτά θα διατεθούν προς ενοικίαση με κοινωνικά προσιτό αντίτιμο, ενισχύοντας έτσι το απόθεμα διαθέσιμων κατοικιών σε προσιτές τιμές.
Οι άνωθεν προτάσεις δεν εξαντλούνται στο σήμερα, αλλά χτίζουν θεμέλια για το αύριο.
Γιατί η στέγη είναι πρωτεύον κοινωνικό δικαίωμα και όχι «πολυτέλεια».
*Πρόεδρος Πανελλαδικού Δικτύου E-Real Estates