Καθώς οδεύουμε προς το δεύτερο έτος των συγκρούσεων στην Ουκρανία, η διεθνής κοινότητα εξοικειώνεται όλο και περισσότερο με ένα πόλεμο που μοιάζει να έχει βαλτώσει, παρά ευελπιστεί σε μια επικείμενη λήξη των εχθροπραξιών.
Όλο αυτό το διάστημα, οι συγκρούσεις εξελίχθηκαν ποικιλοτρόπως, ορισμένες φορές πολύ γρήγορα, ενώ άλλες βασανιστικά αργά. Παρότι αρχικά φαινόταν ότι η επικράτηση της Μόσχας ήταν θέμα μερικών ημερών ή εβδομάδων, οι ουκρανικές δυνάμεις, με τη συνεχή στήριξη της Δύσης και του ΝΑΤΟ, κατόρθωσαν όχι μόνο να βάλουν φρένο στη ρωσική επέκταση, αλλά να κερδίσουν και εδάφη σε πολλές περιπτώσεις.
Η αρχική επιδίωξη της Ρωσίας να ελέγξει την ουκρανική πρωτεύουσα και τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη, το Χάρκοβο, δεν στέφθηκε με επιτυχία εξαιτίας της ισχυρής ουκρανικής αντίστασης. Οι ρωσικές δυνάμεις αναγκάστηκαν να αναδιπλωθούν, όμως στο νότο σημείωσαν σημαντικές επιτυχίες, καταλαμβάνοντας σημαντικούς θύλακες και πόλεις, όπως τη Μαριούπολη.
Βλέποντας τη μεγάλη εικόνα και με δεδομένο ότι οι στρατιωτικές δυνάμεις και των δύο πλευρών είναι αρκετά ισχυρές για να δυσχεραίνουν ιδιαίτερα την πρόοδο του ενός ή του άλλου, φαίνεται ότι ο Πούτιν προσανατολίζεται προς τη σταθεροποίηση των εδαφών που έχει καταλάβει στην ανατολική Ουκρανία και τη συντήρηση ενός αργού πολέμου φθοράς που θα εξαντλήσει το Κίεβο και όταν φτάσει η ώρα να καθίσουν γύρω από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων θα έχει στη διάθεσή του ισχυρότερα διπλωματικά χαρτιά.
Σε τι βαθμό θα εμπλακεί το ΝΑΤΟ;
Από την εποχή της προσάρτησης της Κριμαίας στη Ρωσία το 2014, οι χώρες της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας άρχισαν να στηρίζουν οικονομικά και να εκσυγχρονίζουν τον ουκρανικό στρατό, ενώ από τη στιγμή της εισβολής στις 24 Φεβρουαρίου 2022 παρέχουν μια στήριξη χωρίς προηγούμενο στο Κίεβο. Εντούτοις, επανειλημμένα το ΝΑΤΟ έχει πει ότι δεν θα εμπλακεί άμεσα στις συρράξεις. Πολλοί αναλυτές συμφωνούν ότι μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν πραγματική αυτοκτονία για όλο τον κόσμο και ιδιαίτερα για την Ευρώπη, αφού θα μας έφτανε στο κατώφλι ενός παγκοσμίου πολέμου με ανυπολόγιστες συνέπειες, δεδομένης και της πυρηνικής ισχύος των αντίπαλων στρατοπέδων.
Όταν οι Δυτικοί ανήγγειλαν την αποστολή αρμάτων μάχης Λέοπαρντ και Άμπραμς στην Ουκρανία, η Μόσχα αντέδρασε έντονα χαρακτηρίζοντας την ενέργεια αυτή ως άμεση εμπλοκή του ΝΑΤΟ στον πόλεμο. Αν και δεν υπήρξαν αντίποινα επί του πεδίου, σαφώς οι δυτικές δυνάμεις θα αναλογίζονται ποιο σημείο στο θέμα των εξοπλισμών και προμηθειών θα αποτελούσε κόκκινη γραμμή για τον Ρώσο πρόεδρο.
Μόνο η Ρωσία και η Ουκρανία εξαντλούνται;
Η επ’ αόριστο επιμήκυνση των συγκρούσεων μπορεί να οδηγήσει σε οικονομική ασφυξία τη Ρωσία και την Ουκρανία. Ειδικά η οικονομία της δεύτερης, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη βοήθεια που λαμβάνει από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη και αυτό μπορεί να είναι καταστροφικό όπως έχουμε δει σε τόσες άλλες περιπτώσεις στο παρελθόν. Όμως η παράταση του πολέμου θέτει σε κίνδυνο και τις δυτικές οικονομίες, που βλέποντας να αδυνατίζουν ενδέχεται προοδευτικά να αρχίσουν να περιορίζουν την οικονομική τους στήριξη στο Κίεβο και να πιέζουν τον Ζελένσκι να κάνει κάποιου είδους διαπραγμάτευση.
Υπάρχει πιθανότητα για διαπραγματεύσεις;
Αυτή τη στιγμή, δεν φαίνεται στον ορίζοντα η προοπτική μιας διαπραγμάτευσης στο άμεσο μέλλον, αφού μια συμφωνία ειρήνευσης τώρα θα σήμαινε ότι κάποια από τις δύο πλευρές υποχώρησε. Όμως ο Βλαντίμιρ Πούτιν δεν υπάρχει περίπτωση να αποδεχτεί κάποια συμφωνία που να μην προβλέπει εδαφικές παραχωρήσεις εκ μέρους της Ουκρανίας, αφού διαφορετικά πώς θα μπορούσε να εξηγήσει στο λαό του τους λόγους για τους οποίους ξεκίνησε τις πολεμικές επιχειρήσεις που ήδη έχουν τόσο μεγάλο κόστος σε απώλειες ζωών και στην οικονομία της χώρας;
Παράλληλα, η πραγματικότητα είναι ότι ο Ρώσος πρόεδρος δεν δέχεται ιδιαίτερη πίεση στο εσωτερικό της χώρας για υποχωρήσεις και τερματισμό των συγκρούσεων. Το αντίθετο μάλιστα, δέχεται εισηγήσεις από γεράκια του Κρεμλίνου να σκληρύνει τη στάση του.
Στην αντιπέρα όχθη, όσο αδιάλλακτος και να φαίνεται ο Ζελένσκι, αν κάποια στιγμή αρχίσει να δέχεται πιέσεις από τη Δύση ότι πρόκειται να μειωθεί η βοήθεια που λαμβάνει η χώρα του, θα αναγκαστεί να κάνει κάποιες υποχωρήσεις, ο βαθμός των οποίων θα εξαρτηθεί από το εύρος των ενδεχόμενων οικονομικών και στρατιωτικών περιορισμών.