Η Μπριζίτ Μπαρντό υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από μια σταρ του γαλλικού σινεμά. Υπήρξε ένα σύμβολο απελευθέρωσης αλλά και η φαντασίωση εκατομμυρίων ανδρών. Το κορμί της έγινε πολιτισμικό γεγονός, η ελευθεριότητά της στάση ζωής, το βλέμμα της σφράγισε μια ολόκληρη εποχή. Όμως η ζωή της, όσο περνούσαν τα χρόνια, μετατράπηκε σε ένα από τα πιο αντιφατικά πορτρέτα της σύγχρονης Γαλλίας: μια γυναίκα που αποσύρθηκε από τη λάμψη για να αφιερωθεί στα ζώα, αλλά ταυτόχρονα στήριξε συστηματικά την άκρα δεξιά, διατυπώνοντας δημόσια έναν λόγο μίσους που την οδήγησε επανειλημμένα στα δικαστήρια.
Η «Γαλλίδα Μέριλιν Μονρό», όπως συχνά αποκαλούνταν, δεν υπήρξε απλώς μια ηθοποιός που γέρασε και ριζοσπαστικοποιήθηκε. Υπήρξε ένα πρόσωπο που συμπύκνωσε τις αντιφάσεις της μεταπολεμικής Γαλλίας: την απελευθέρωση των ηθών, την οικολογική και φιλοζωική ευαισθησία, αλλά και τον φόβο της παρακμής, την ξενοφοβία, την επιθετική νοσταλγία ενός φαντασιακού παρελθόντος.
Από το σύμβολο του ερωτισμού στην απόσυρση από το σινεμά
Στη δεκαετία του 1950 και του 1960, η Μπαρντό δεν ήταν απλώς διάσημη. Ήταν παγκόσμιο φαινόμενο. Το Και ο Θεός έπλασε τη γυναίκα δεν την έκανε μόνο σταρ, αλλά έφερε στο προσκήνιο μια νέα εικόνα θηλυκότητας: αυθάδη, ελεύθερη, αδιάφορη για την υποκρισία της αστικής ηθικής. Το μπικίνι, τα ξέπλεκα μαλλιά, η φυσικότητα του σώματος έγιναν πολιτισμικές δηλώσεις.
Κι όμως, σε ηλικία μόλις 39 ετών, εγκατέλειψε οριστικά το σινεμά. Δήλωσε κουρασμένη, απογοητευμένη, αηδιασμένη από τη βιομηχανία. Έκλεισε την πόρτα της καριέρας της με τον ίδιο απόλυτο τρόπο που αργότερα θα διατύπωνε και τις πολιτικές της θέσεις.

Η «μοναδική της έγνοια»: τα ζώα
Η δεύτερη ζωή της Μπριζίτ Μπαρντό ήταν αφιερωμένη σχεδόν αποκλειστικά στα ζώα. Η ίδια έλεγε ότι αυτό ήταν το μόνο για το οποίο ήθελε να τη θυμούνται. Η φιλοζωική της δράση δεν ήταν επιφανειακή: ίδρυσε το Ίδρυμα Μπριζίτ Μπαρντό, πίεσε κυβερνήσεις, συναντήθηκε με σχεδόν όλους τους Γάλλους προέδρους, από τον Σαρλ ντε Γκωλ έως τον Εμανουέλ Μακρόν.
Πάλεψε ενάντια στο κυνήγι, στο εμπόριο γούνας, στη σφαγή των φώκιων, στην κακομεταχείριση των ζώων στα σφαγεία. Έφτασε μάλιστα το 2013 να απειλήσει ότι θα εγκαταλείψει τη Γαλλία και θα ζητήσει ρωσική υπηκοότητα, αν θανατώνονταν δύο ελέφαντες στον ζωολογικό κήπο της Λυών.
Σε αυτή τη μάχη, η Μπαρντό δήλωνε διατεθειμένη να συνεργαστεί με οποιονδήποτε πολιτικό, δεξιό ή αριστερό. Κάποτε επαίνεσε ακόμη και τον Ζαν Λυκ Μελανσόν για τη χορτοφαγία του. Όμως η πολιτική της ταυτότητα δεν άφηνε περιθώρια παρερμηνειών.
Τριάντα χρόνια στο πλευρό της γαλλικής άκρας δεξιάς
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 και για περισσότερα από 30 χρόνια, η Μπριζίτ Μπαρντό στήριξε ανοιχτά το Εθνικό Μέτωπο του Ζαν Μαρί Λεπέν και αργότερα το Εθνικό Συναγερμό της Μαρίν Λεπέν. Δεν επρόκειτο για περιστασιακή συμπάθεια, αλλά για βαθιά πολιτική ταύτιση.
Η ίδια δεν έκρυψε ποτέ τον θαυμασμό της για τον Ζαν Μαρί Λεπέν, τον οποίο χαρακτήριζε «πανέξυπνο και γοητευτικό», δηλώνοντας ότι «όπως κι εγώ έχει αηδιάσει και έχει εξεγερθεί ενάντια στην τρομακτική αύξηση των μεταναστών». Μέσω της οικογένειας Λεπέν γνώρισε και τον μελλοντικό σύζυγό της, Μπερνάρ ντ’Ορμάλ, πρώην σύμβουλο του Ζαν Μαρί Λεπέν, με τον οποίο παντρεύτηκε το 1993 και έμεινε μαζί μέχρι τον θάνατό της.
Στήριξε τις προεδρικές υποψηφιότητες της Μαρίν Λεπέν το 2012 και το 2017, δηλώνοντας χωρίς περιστροφές: «Στηρίζω αυτή την υπέροχη γυναίκα, τη Μαρίν Λεπέν. Είναι γυναίκα, αλλά έχει αρχίδια». Σε άλλο σημείο έφτασε να τη χαρακτηρίσει «Ζαν ντ’ Αρκ του 21ου αιώνα».
Καταδίκες, λόγος μίσους και δικαστικές αποφάσεις
Η πολιτική στάση της Μπαρντό δεν έμεινε στη σφαίρα της άποψης. Οδήγησε σε πέντε καταδίκες για υποκίνηση φυλετικού μίσους. Στο στόχαστρο βρέθηκαν κυρίως οι μουσουλμάνοι, τους οποίους περιέγραφε ως «εισβολείς», αλλά και πληθυσμοί της γαλλικής επικράτειας, όπως οι κάτοικοι της Ρεϊνιόν, τους οποίους είχε χαρακτηρίσει «βάρβαρους άγριους».
Οι δηλώσεις της ήταν ωμές, επιθετικές, χωρίς καμία προσπάθεια αυτολογοκρισίας. «Είμαι ενάντια στην ύπαρξη μουσουλμάνων στη Γαλλία. Οι πρόγονοί μας πολέμησαν για να διώξουν τέτοιους εισβολείς», είχε πει. Σε άλλη παρέμβασή της δήλωνε κουρασμένη «να βρίσκομαι υπό την κυριαρχία αυτού του πληθυσμού μουσουλμάνων που μας καταστρέφει τη χώρα».
Στο τελευταίο της βιβλίο, Mon BBcédaire, που κυκλοφόρησε λίγες εβδομάδες πριν από τον θάνατό της, έγραφε ότι η δεξιά όπως αποκαλούσε το κόμμα της Λεπέν ήταν «η μόνη επείγουσα θεραπεία για την αγωνία της Γαλλίας», μιας χώρας που, κατά την ίδια, είχε γίνει «θαμπή, θλιβερή, υποταγμένη, άρρωστη, κατεστραμμένη, λεηλατημένη, χυδαία».
Φεμινισμός, #MeToo και η άρνηση της σύγχρονης εποχής
Στα τελευταία χρόνια της ζωής της, η Μπαρντό στράφηκε και εναντίον του σύγχρονου φεμινισμού. Το κίνημα #MeToo την βρήκε ανοιχτά εχθρική. Υπερασπίστηκε τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ πριν ακόμη εκδοθεί η καταδικαστική απόφαση εις βάρος του, λέγοντας ότι υπερασπίζεται «ταλαντούχους ανθρώπους που πιάνουν καμιά κοπέλα από τον κώλο».
Σε μια από τις τελευταίες της τηλεοπτικές συνεντεύξεις δήλωσε: «Ο φεμινισμός δεν είναι το πράγμα μου… Μου αρέσουν οι άντρες». Όταν ο δημοσιογράφος αντέτεινε ότι μπορεί κανείς να είναι φεμινιστής και να αγαπά τους άντρες, εκείνη απάντησε ουρλιάζοντας: «Όχι!».
Για τις γυναίκες που καταγγέλλουν σεξουαλική παρενόχληση είχε μιλήσει με περιφρόνηση, χαρακτηρίζοντάς τες «γελοίες και υποκρίτριες», ενώ είχε δηλώσει αδιάφορη «για τα δικαιώματα των γυναικών και τις συνθήκες ζωής τους».
Ένα εθνικό σύμβολο σε μόνιμη σύγκρουση με τη Δημοκρατία
Η ειρωνεία είναι ότι το πρόσωπο της Μπριζίτ Μπαρντό είχε χρησιμοποιηθεί ως μοντέλο για τη Μαριάν, το σύμβολο της Γαλλικής Δημοκρατίας. Ένα πρόσωπο που προσωποποίησε την ελευθερία και τη δημοκρατία, στήριξε πολιτικές δυνάμεις που αμφισβητούν ευθέως τις αξίες αυτές.
Η ίδια δεν είδε ποτέ αυτή την αντίφαση. Στο μυαλό της, η Γαλλία ήταν μια πατρίδα «κατειλημμένη από ξένους εισβολείς», μια χώρα που έπρεπε να «σωθεί». Κι αν τα ζώα άξιζαν περισσότερα δικαιώματα από τους ανθρώπους, όπως είχε γράψει ακόμη και στον Πάπα, αυτό δεν την προβλημάτισε ποτέ.
Το αμφιλεγόμενο αποτύπωμα μιας ζωής
Η Μπριζίτ Μπαρντό θα μείνει στην ιστορία ως κάτι βαθιά αντιφατικό. Ως γυναίκα που απελευθέρωσε το σώμα, αλλά φυλάκισε τη σκέψη της σε έναν κόσμο φόβου και αποκλεισμού. Ως ακτιβίστρια που υπερασπίστηκε με πάθος τα ζώα, αλλά αρνήθηκε με σκληρότητα την ανθρώπινη πολυπλοκότητα.
Ο μύθος της δεν μπορεί πια να διαχωριστεί από τη σκοτεινή πολιτική της κληρονομιά. Και ίσως αυτό να είναι το πιο ειλικρινές πορτρέτο της: μια γυναίκα που δεν αναζήτησε ποτέ τη συναίνεση, ούτε τη συγχώρεση. Μια γυναίκα που έζησε και μίλησε όπως ακριβώς ήθελε, ακόμη κι όταν αυτό σήμαινε να σταθεί απέναντι σε ό,τι η ίδια η Γαλλία προσπαθεί εδώ και δεκαετίες να ξεπεράσει.