Η επιθετική στάση τόσο του Βλαντίμιρ Πούτιν όσο και του Ντόναλντ Τραμπ απέναντι στην Ευρώπη δεν πηγάζει απλώς από γεωπολιτικούς υπολογισμούς ή αντικρουόμενα συμφέροντα.
Σύμφωνα με ανάλυση του Guardian, στη ρίζα των επιλογών των δύο ηγετών – των επικεφαλής δύο από τις τρεις υπερδυνάμεις του πλανήτη, με την Κίνα να συμπληρώνει το τρίγωνο – βρίσκεται ένα κοινό, βαθιά προσωπικό κίνητρο: η αγωνία για το κύρος και τον σεβασμό που θεωρούν ότι έχουν χάσει.
Αναλυτές της βρετανικής εφημερίδας υποστηρίζουν ότι τόσο ο πόλεμος που εξαπέλυσε η Ρωσία στην Ουκρανία όσο και η στροφή του Ντόναλντ Τραμπ κατά της Ευρώπης δεν εξηγούνται επαρκώς μόνο από φόβους ασφαλείας ή αυτοκρατορικές φιλοδοξίες. Αντίθετα, συνδέονται με την αίσθηση ότι οι δύο ηγέτες – και οι χώρες τους – δεν αντιμετωπίζονται πλέον με τον σεβασμό που θεωρούν ότι τους αναλογεί.
Στην περίπτωση της Ρωσίας, το τραύμα είναι ιστορικό. Από υπερδύναμη της διπολικής εποχής του Ψυχρού Πολέμου, η Μόσχα έχει διολισθήσει σε μια θέση περιορισμένης επιρροής. Η δημόσια περιγραφή της από τον Μπαράκ Ομπάμα ως «περιφερειακής δύναμης» λειτούργησε ως συμβολική επιβεβαίωση αυτής της απώλειας κύρους. Ο πόλεμος στην Ουκρανία, σύμφωνα με αυτή την οπτική, είναι η βίαιη προσπάθεια του Κρεμλίνου να ανακτήσει τον χαμένο σεβασμό, έστω και μέσω του φόβου.
Από την επιθυμία να είναι αγαπητός, στην ανάγκη να είναι φοβιστικός
Ο Βλαντίμιρ Πούτιν γνωρίζει ότι ο επιθετικός ρεβανσισμός του δύσκολα θα του αποφέρει τη συμπάθεια των κρατών των οποίων την αναγνώριση επιθυμεί. Ωστόσο, αν δεν μπορεί να γίνει αγαπητός, φιλοδοξεί τουλάχιστον να καταστεί υπολογίσιμος και τρομακτικός. Η ισχύς, ακόμη και ως ωμή απειλή, γίνεται υποκατάστατο του σεβασμού.
Αυτό το μοτίβο, σύμφωνα με τον Guardian, εμφανίζει εντυπωσιακές ομοιότητες με τη στάση του Ντόναλντ Τραμπ απέναντι στην Ευρώπη.
Οι ΗΠΑ απέναντι σε έναν κόσμο που δεν τις θαυμάζει πλέον
Ο Ντόναλντ Τραμπ και το περιβάλλον του απολαμβάνουν τον σεβασμό αυταρχικών ηγετών, δικτατόρων και μοναρχών. Γνωρίζουν όμως ότι μεγάλο μέρος των δημοκρατικών κυβερνήσεων – ιδίως στην Ευρώπη – αντιμετωπίζει με δυσπιστία ή και περιφρόνηση την κοσμοθεωρία τους. Αυτή η απόσταση μετατρέπεται σε πολιτική στρατηγική σύγκρουσης.
Όπως σημειώνει η ανάλυση, ο Τραμπ επιδιώκει να ανατρέψει μια διεθνή τάξη που τον απορρίπτει. Θέλει να διαλύσει μια «ιεραρχία σεβασμού» βασισμένη σε κανόνες, θεσμούς και αξίες, αντικαθιστώντας την με έναν κόσμο άνευ όρων υποταγής στην αμερικανική ισχύ – ή, ακριβέστερα, στο προσωπικό του κύρος.
Η Ευρώπη ως εμπόδιο στην ιδεολογία Maga
Σε αυτό το πλαίσιο, η Ευρώπη καθίσταται ο κύριος στόχος. Με την έμφαση που δίνει στο κράτος δικαίου, τον πολυμερισμό και τη φιλελεύθερη δημοκρατία, η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί το ισχυρότερο εναπομείναν παράδειγμα του συστήματος αξιών που η κυβέρνηση Τραμπ επιθυμεί να αποδομήσει.
Η ειρωνεία, όπως υπογραμμίζει ο Guardian, είναι ότι αυτός ο κόσμος είναι αμερικανικό δημιούργημα. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, Ρεπουμπλικάνοι και Δημοκρατικοί συμμερίζονταν τη φιλοδοξία ότι ένας κόσμος χτισμένος πάνω στις αμερικανικές αξίες θα εξυπηρετούσε και τα αμερικανικά συμφέροντα. Η δημοκρατία, το κράτος δικαίου και οι θεσμοί έγιναν ο πυρήνας της αμερικανικής «ήπιας δύναμης».
Η Ευρωπαϊκή Ένωση ως κορυφαίο επίτευγμα της παλαιάς τάξης
Η σύγχρονη Ευρώπη υπήρξε ίσως το μεγαλύτερο επίτευγμα αυτής της μεταπολεμικής τάξης. Από το Σχέδιο Μάρσαλ έως τη σταδιακή ενοποίηση, η Ευρωπαϊκή Ένωση οικοδομήθηκε πάνω στη συνεργασία, το δίκαιο και τη φιλελεύθερη δημοκρατία. Μετά την κατάρρευση της σοβιετικής επιρροής, επεκτάθηκε προς τον νότο και την ανατολή, απαιτώντας από τα νέα μέλη την υιοθέτηση δημοκρατικών κανόνων.
Σε πολλές περιπτώσεις, η ΕΕ ενσάρκωσε αυτές τις αξίες πιο συνεκτικά απ’ ό,τι οι ίδιες οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες συχνά κατηγορήθηκαν για υποκρισία.
Η νέα στρατηγική Τραμπ και η αποδόμηση της παλιάς τάξης
Η κυβέρνηση Τραμπ δηλώνει ότι θέλει να αντικαταστήσει την παλιά διεθνή τάξη με μια νέα, βασισμένη στην ισχύ και στο στενό εθνικό συμφέρον. Παρότι η στρατηγική εθνικής ασφάλειας μιλά για διατήρηση της αμερικανικής «ήπιας δύναμης», ο ίδιος ο Τραμπ προτάσσει τη «μεγαλοσύνη και αξιοπρέπεια της Αμερικής» και καυχιέται ότι η χώρα είναι ξανά «ισχυρή και σεβαστή».
Αυτή η αντίφαση εξηγεί γιατί η Ευρώπη βρίσκεται τόσο συχνά στο στόχαστρο. Οι ΗΠΑ αποκηρύσσουν τη φιλοδοξία να αλλάξουν τον κόσμο, αλλά επιδιώκουν ανοιχτά να παρέμβουν στην Ευρώπη, στηρίζοντας αυτή τη φορά ακροδεξιά κόμματα και εθνικιστικά κινήματα.
Από τον πολυμερισμό στον εθνικισμό
Σε αντίθεση με τη μεταπολεμική πολιτική ενίσχυσης της ευρωπαϊκής συνεργασίας, η κυβέρνηση Τραμπ φιλοδοξεί να μετατρέψει τη δυσαρέσκεια στα νεότερα κράτη-μέλη της ΕΕ σε όπλο κατά των φιλελεύθερων αξιών. Ο στόχος είναι μια Ευρώπη κατακερματισμένη, αποτελούμενη από κυρίαρχα, έντονα εθνικιστικά κράτη, που δεν θα λειτουργούν ως θεσμικό αντίβαρο στην ιδεολογία Maga.
Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο Guardian, οι ΗΠΑ δεν διαθέτουν πλέον ούτε την ικανότητα ούτε τη διάθεση να επιβάλουν μια τέτοια μεταμόρφωση.
Σεβασμός χωρίς ισχύ δεν γίνεται
Όπως και η Ρωσία, έτσι και ο Τραμπ επιθυμεί σεβασμό χωρίς να είναι διατεθειμένος να επενδύσει στους μηχανισμούς που τον παράγουν. Θέλει να διαμορφώσει την Ευρώπη, αλλά ταυτόχρονα να αποσυρθεί από τον ρόλο του εγγυητή του ΝΑΤΟ και να αποδυναμώσει το διπλωματικό και στρατιωτικό πλέγμα που στήριξε την αμερικανική παγκόσμια επιρροή.
Οι σποραδικές τιμωρητικές παρεμβάσεις, οι πιέσεις προς την ΕΕ για τη ρύθμιση πλατφορμών όπως το X και η στήριξη ακροδεξιών συμμάχων, ενδέχεται τελικά να αποδειχθούν περισσότερο επιζήμιες παρά αποτελεσματικές.
Το κοινό αδιέξοδο Τραμπ και Πούτιν
Το συμπέρασμα της ανάλυσης είναι σαφές: τόσο ο Πούτιν όσο και ο Τραμπ επιδιώκουν τα οφέλη του σεβασμού και της «ήπιας δύναμης», ενώ ταυτόχρονα αποδομούν τα θεμέλια που τα καθιστούν δυνατά. Θέλουν να είναι φοβιστικοί, όχι αξιόπιστοι. Και, όπως καταλήγει ο Guardian, «δεν μπορούν να έχουν και τα δύο».