Η τελευταία σύνοδος κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις Βρυξέλλες ανέδειξε με τον πιο καθαρό τρόπο μια νέα, ανησυχητική πραγματικότητα: το παραδοσιακό γαλλο-γερμανικό δίδυμο, που επί δεκαετίες λειτουργούσε ως κινητήρας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, εμφανίζεται πλέον βαθιά αποσυντονισμένο.
Στο επίκεντρο βρέθηκε η αποτυχημένη προσπάθεια του Γερμανού καγκελαρίου Φρίντριχ Μερτς να πείσει τους Ευρωπαίους ηγέτες να χρησιμοποιήσουν 210 δισ. ευρώ σε παγωμένα ρωσικά κρατικά περιουσιακά στοιχεία για τη στήριξη της Ουκρανίας. Το σχέδιο ναυάγησε όταν ο κρίσιμος σύμμαχος που ανέμενε το Βερολίνο, ο Εμανουέλ Μακρόν, επέλεξε τελικά να μην το στηρίξει.
Η πρόταση για τα ρωσικά περιουσιακά στοιχεία και η γαλλική υπαναχώρηση
Τις εβδομάδες που προηγήθηκαν της συνόδου, το Παρίσι δεν είχε εκφράσει δημόσια αντίθεση στη γερμανική πρόταση. Πίσω από κλειστές πόρτες, ωστόσο, η ομάδα του Γάλλου προέδρου εξέφραζε σοβαρές επιφυλάξεις, κυρίως για τη νομική βάση μιας τέτοιας κίνησης αλλά και για τις οικονομικές συνέπειες. Η Γαλλία, με υψηλό δημόσιο χρέος και περιορισμένα δημοσιονομικά περιθώρια, δυσκολευόταν να αναλάβει τον κίνδυνο έκδοσης εθνικής εγγύησης σε περίπτωση που τα περιουσιακά στοιχεία έπρεπε να επιστραφούν στη Ρωσία.
Καθώς το Βέλγιο –χώρα όπου βρίσκονται τα περισσότερα από τα παγωμένα ρωσικά κεφάλαια– παρέμενε σταθερά αντίθετο, και η Ιταλία της Τζόρτζια Μελόνι συντάχθηκε μαζί του, ο Μακρόν επέλεξε τελικά να ευθυγραμμιστεί με αυτό το μπλοκ. Η ιδέα ουσιαστικά ακυρώθηκε, προκαλώντας έντονη δυσαρέσκεια στο Βερολίνο.
«Προδοσία» και σκληρό κλίμα στις Βρυξέλλες
Η αντίδραση στους διαδρόμους της ΕΕ ήταν οξύτατη. Ανώτερος διπλωμάτης χαρακτήρισε τη στάση του Μακρόν «προδοσία» απέναντι στον Μερτς, σημειώνοντας ότι ο Γάλλος πρόεδρος γνώριζε πως η επιλογή του θα είχε πολιτικό κόστος. Η κριτική συνοδεύτηκε από μια ευρύτερη εκτίμηση ότι ο Μακρόν, πολιτικά αποδυναμωμένος και στο δεύτερο μισό της θητείας του, δεν είχε άλλη επιλογή από το να υποχωρήσει πίσω από τη Μελόνι.
Η σύγκρουση αυτή αποκάλυψε μια νέα δυναμική: μια Γερμανία που εμφανίζεται πιο αποφασιστική και πρόθυμη να αναλάβει πρωτοβουλίες, και μια Γαλλία που κινείται με μεγαλύτερη επιφυλακτικότητα, εγκλωβισμένη σε εσωτερικά οικονομικά και πολιτικά αδιέξοδα.
Η «επιστροφή» της Γερμανίας και τα όρια της Γαλλίας
Μετά την ανάληψη της καγκελαρίας από τον Μερτς τον Μάιο, το Βερολίνο επιχειρεί να αφήσει πίσω του την περίοδο αναποφασιστικότητας της εποχής Σολτς. Η νέα κυβέρνηση έχει ανοίξει τον δρόμο για δαπάνες έως και 1 τρισ. ευρώ σε άμυνα και υποδομές την επόμενη δεκαετία και προβάλλει μια εικόνα γεωπολιτικής εγρήγορσης.
Αντίθετα, το Παρίσι δείχνει περιορισμένο. Το υψηλό χρέος, η πολιτική αστάθεια και η εικόνα ενός προέδρου σε κατάσταση «lame duck» μειώνουν την ικανότητα της Γαλλίας να δεσμευτεί σε φιλόδοξες πρωτοβουλίες με οικονομικό κόστος. Όπως σημειώνουν αναλυτές, η ανισορροπία αυτή υπονομεύει τις προσδοκίες για μια ουσιαστική επανεκκίνηση της γαλλο-γερμανικής συνεργασίας.
Πλήρης αντιστροφή ρόλων στο ευρωπαϊκό κέντρο βάρους
Για χρόνια, το Ελιζέ θεωρούσε ότι η γερμανική εσωστρέφεια περιόριζε την ευρωπαϊκή δράση. Σήμερα, η εικόνα έχει αντιστραφεί. Ο Μερτς εμφανίζεται ως ηγέτης που κατανοεί τη γεωπολιτική και επιδιώκει ενεργότερο ρόλο της ΕΕ, ενώ η Γαλλία δυσκολεύεται να ακολουθήσει. Η παρατήρηση ότι «η ΕΕ ποτέ δεν ήταν τόσο γαλλική σε ιδέες, αλλά τόσο περιορισμένη σε γαλλική ισχύ» συνοψίζει εύστοχα το παράδοξο.
Το Μερκοσούρ και το δεύτερο μέτωπο σύγκρουσης
Η ένταση δεν περιορίστηκε στο ουκρανικό. Στο τραπέζι βρέθηκε και η εμπορική συμφωνία ΕΕ–Μερκοσούρ, την οποία ο Μερτς πιέζει να ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος του έτους. Η Γαλλία, παραδοσιακά επιφυλακτική λόγω αγροτικών και περιβαλλοντικών ανησυχιών, βρήκε και πάλι σύμμαχο στη Μελόνι, εξασφαλίζοντας μια καθυστέρηση λίγων εβδομάδων.
Παρότι αυτή η κίνηση στέρησε από τον Μερτς μια άμεση πολιτική νίκη, αναλυτές εκτιμούν ότι το Παρίσι απλώς κέρδισε χρόνο, χωρίς να αλλάξει την τελική έκβαση. Η Ιταλία έχει ήδη δεσμευτεί να στηρίξει τη συμφωνία τον επόμενο μήνα, ανοίγοντας τον δρόμο για την υπογραφή της ακόμη και χωρίς τη γαλλική συναίνεση.
Το δάνειο των 90 δισ. ευρώ στην Ουκρανία ως συμβιβασμός
Παρά τις συγκρούσεις, η σύνοδος κατέληξε και σε απτό αποτέλεσμα: την έγκριση δανείου 90 δισ. ευρώ προς την Ουκρανία, με εγγύηση τον προϋπολογισμό της ΕΕ. Το Παρίσι υποστηρίζει ότι συνέβαλε καθοριστικά στη διαμόρφωση της συμφωνίας, με στόχο να δοθεί στο Κίεβο οικονομική ορατότητα για τα επόμενα δύο χρόνια.
Το Βερολίνο, από την πλευρά του, τονίζει ότι το δάνειο θα βασιστεί σε αχρησιμοποίητα κονδύλια και δεν θα επιβαρύνει άμεσα τα εθνικά δημοσιονομικά. Ο ίδιος ο Μερτς εμφανίστηκε ικανοποιημένος, υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για καλύτερη λύση από την αρχική του πρόταση και αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο τα ρωσικά περιουσιακά στοιχεία να χρησιμοποιηθούν μελλοντικά για την αποπληρωμή του.
Εσωτερικές αντιδράσεις και πολιτικό κόστος
Στη Γερμανία, πάντως, οι υποχωρήσεις προκάλεσαν αντιδράσεις. Η ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι τελικά ο λογαριασμός θα πέσει στους φορολογούμενους. Αναλυτές προειδοποιούν ότι οι συνεχείς διπλωματικές απογοητεύσεις μπορεί να διαβρώσουν το πολιτικό κεφάλαιο του νέου καγκελαρίου.
Μακρόν και Πούτιν: άνοιγμα διαλόγου με φόντο την ειρήνη
Στο φόντο αυτών των εξελίξεων, η γαλλική προεδρία δήλωσε «ευπρόσδεκτο» το ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν εμφανίζεται έτοιμος για διάλογο με τον Μακρόν. Το Ελιζέ ξεκαθαρίζει ότι οποιαδήποτε επικοινωνία θα γίνει με πλήρη διαφάνεια, σε συνεννόηση με τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι και τους Ευρωπαίους εταίρους, με στόχο μια «σταθερή και διαρκή ειρήνη».
Η κίνηση αυτή προσθέτει ακόμη μία διάσταση στη σύνθετη εικόνα των ευρωπαϊκών ισορροπιών, την ώρα που το γαλλο-γερμανικό δίδυμο δοκιμάζεται όσο σπάνια στο παρελθόν.
Ένα μέλλον χωρίς κοινή ηγεσία;
Η σύγκρουση Μερτς–Μακρόν δεν είναι απλώς προσωπική ή συγκυριακή. Αντανακλά βαθύτερες διαφορές ισχύος, προτεραιοτήτων και πολιτικής δυνατότητας. Σε μια Ευρώπη που αντιμετωπίζει πόλεμο στα ανατολικά σύνορα, εμπορικές πιέσεις και αβεβαιότητα στις διατλαντικές σχέσεις, η απουσία κοινής γαλλο-γερμανικής ηγεσίας καθιστά τις αποφάσεις πιο αργές και πιο εύθραυστες.
Το ερώτημα που μένει ανοιχτό είναι αν αυτή η ρήξη αποτελεί μια προσωρινή φάση προσαρμογής ή το προοίμιο ενός νέου ευρωπαϊκού μοντέλου, όπου η Γερμανία θα ηγείται πιο μονομερώς και η Γαλλία θα περιορίζεται στον ρόλο του επιλεκτικού συμμάχου.