Η εμπορική συμφωνία ΕΕ–Mercosur επιστρέφει ξανά στο προσκήνιο, όχι ως τεχνική εκκρεμότητα αλλά ως βαθύ πολιτικό και κοινωνικό δίλημμα. Η νέα αναβολή της υπογραφής, με καθοριστικό ρόλο της Ιταλίας, αναδεικνύει τη σύγκρουση ανάμεσα στην ευρωπαϊκή βιομηχανική στρατηγική και την αγροτική επιβίωση. Και μέσα σε αυτό το σκηνικό, ένα ερώτημα μένει σχεδόν αναπάντητο: γιατί η Ελλάδα στηρίζει τη συμφωνία;
Του Ανατρεπτικού
Εδώ και 25 χρόνια, η Mercosur παρουσιάζεται ως το «ιερό δισκοπότηρο» της ευρωπαϊκής εμπορικής πολιτικής. Η μεγαλύτερη ζώνη ελεύθερων εμπορικών ανταλλαγών στον κόσμο, εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας, ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής βιομηχανίας. Τα επιχειρήματα είναι γνωστά, επαναλαμβανόμενα και αριθμητικά πειστικά. Παρ’ όλα αυτά, η συμφωνία παραμένει διαρκώς μετέωρη, παγιδευμένη στις αντιστάσεις των αγροτών, στις εθνικές πολιτικές ισορροπίες και στις γεωπολιτικές αναταράξεις.
Η αναβολή της τελευταίας στιγμής και η ιταλική σφραγίδα
Η πιο πρόσφατη αναβολή ήρθε κυριολεκτικά στο «παρά πέντε». Η ακύρωση του ταξιδιού των ευρωπαϊκών ηγεσιών στη Βραζιλία, όπου επρόκειτο να υπογραφεί η συμφωνία, αποδόθηκε στο αίτημα της Ιταλίας για περισσότερο χρόνο, με ορίζοντα τον Ιανουάριο του 2026. Επισήμως, η Ρώμη δηλώνει υπέρ της Mercosur. Ανεπισήμως, ζητά πολιτικό χώρο για εσωτερικές ισορροπίες και διαπραγματεύσεις.
Στις Βρυξέλλες, τέτοια αιτήματα σπάνια απορρίπτονται. Όπως σχολίασε και η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, «αν περιμέναμε 25 χρόνια, μπορούμε να περιμένουμε λίγους μήνες ακόμη». Το άτυπο ευρωπαϊκό πολιτικό πρωτόκολλο υπαγορεύει κατανόηση: σήμερα είναι η Ιταλία, αύριο μπορεί να είναι οποιοσδήποτε άλλος.
Οι αγρότες στο περιθώριο της ευρωπαϊκής στρατηγικής
Αυτό που δεν αλλάζει με τις αναβολές είναι η ένταση στον αγροτικό κόσμο. Οι Ευρωπαίοι αγρότες βλέπουν τα εισοδήματά τους να συρρικνώνονται και τον φόβο του αθέμιτου ανταγωνισμού να μεγαλώνει. Χώρες όπως η Βραζιλία ή η Αργεντινή διαθέτουν τεράστιες εκτάσεις, χαμηλότερο κόστος παραγωγής και χαλαρότερα –ή απλώς διαφορετικά– ρυθμιστικά πλαίσια για το περιβάλλον και την ασφάλεια τροφίμων.
Τα ευρωπαϊκά σούπερ μάρκετ είναι ήδη γεμάτα προϊόντα από τη Λατινική Αμερική υψηλής ποιότητας. Το κρίσιμο ερώτημα, όμως, παραμένει αν οι παραγωγοί αυτοί λειτουργούν υπό τους ίδιους αυστηρούς κανόνες που δεσμεύουν τον Ευρωπαίο αγρότη, ο οποίος καλείται να επενδύει διαρκώς σε πιστοποιήσεις, ελέγχους και περιβαλλοντικά πρότυπα.
Κόστος, τιμές και το γαλλικό καμπανάκι
Την ίδια στιγμή, το κόστος παραγωγής στην Ευρώπη αυξάνεται: καύσιμα, λιπάσματα, ζωοτροφές και φυτοφάρμακα πιέζονται από τον πληθωρισμό, ενώ οι τιμές των αγροτικών προϊόντων συχνά υποχωρούν. Το περιθώριο κέρδους στενεύει επικίνδυνα.
Στη Γαλλία, οι καλλιεργητές ζαχαρότευτλων μιλούν ανοιχτά για υπαρξιακή απειλή, καθώς οι διεθνείς τιμές έχουν καταρρεύσει έως και 50% μέσα σε λίγους μήνες. Για πολλούς, το άνοιγμα της αγοράς στη Mercosur ισοδυναμεί με επιτάχυνση της αποβιομηχάνισης της ευρωπαϊκής γεωργίας.
Η ψυχρή αριθμητική των Βρυξελλών
Παρά τις αντιδράσεις, στις Βρυξέλλες κυριαρχεί συχνά η λογική των αριθμών. Οι αγρότες αντιπροσωπεύουν μόλις το 3,8% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού της ΕΕ, ενώ η βιομηχανία απασχολεί σχεδόν το ένα τέταρτο. Υπό αυτό το πρίσμα, οι απώλειες στον πρωτογενή τομέα θεωρούνται «διαχειρίσιμες», μπροστά στα προσδοκώμενα οφέλη για τις εξαγωγές, τη μεταποίηση και τις μεγάλες επιχειρήσεις.
Δεν είναι τυχαίο ότι χώρες όπως η Γερμανία και η Ισπανία στηρίζουν σθεναρά τη συμφωνία. Αντίθετα, η Γαλλία εμφανίζεται πιο επιφυλακτική. Ωστόσο, χωρίς την Ιταλία, δύσκολα θα μπορούσε να καθυστερήσει ουσιαστικά τη διαδικασία.

Η Ελλάδα και το ερώτημα χωρίς εύκολη απάντηση
Κάπου εδώ αναδύεται το ελληνικό παράδοξο. Γιατί η Ελλάδα υποστηρίζει τη συμφωνία Mercosur; Ποια ακριβώς στρατηγικά οφέλη προβλέπει; Προσδοκά άραγε μαζικές εξαγωγές ελληνικών αυτοκινήτων, βιομηχανικού εξοπλισμού, οπλικών συστημάτων ή προϊόντων υψηλής τεχνολογίας στη Λατινική Αμερική; Ή μας έχουν λείψει τα μάνγκο και η ταπιόκα;
Και αν ναι, είναι αυτά τα υποθετικά οφέλη τόσο μεγάλα ώστε να δικαιολογούν τον περαιτέρω στραγγαλισμό –ή ακόμη και την εξάλειψη– ό,τι έχει απομείνει από την ελληνική γεωργία; Σε μια χώρα όπου ο πρωτογενής τομέας έχει ήδη πληγεί από το κόστος παραγωγής, την κλιματική κρίση και τη δημογραφική γήρανση, η στήριξη μιας τέτοιας συμφωνίας μοιάζει περισσότερο με επιλογή χωρίς κοινωνικό αντίβαρο.
Πολιτικός ρεαλισμός και γεωπολιτικά παιχνίδια
Η στάση της Ιταλίας, με την Τζόρτζια Μελόνι να λειτουργεί ως ρυθμιστής σε ένα κατακερματισμένο ευρωπαϊκό τοπίο, δείχνει ότι η Mercosur δεν είναι απλώς μια εμπορική συμφωνία. Εντάσσεται σε ευρύτερα γεωπολιτικά παιχνίδια, όπου η ΕΕ, οι ΗΠΑ και οι εθνικές κυβερνήσεις επαναπροσδιορίζουν ρόλους και συμμαχίες.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Mercosur λειτουργεί ως καθρέφτης των ευρωπαϊκών αντιφάσεων: ανάπτυξη ή κοινωνική συνοχή, παγκόσμια ισχύς ή εσωτερική αντοχή. Και για χώρες όπως η Ελλάδα, το ερώτημα δεν είναι αν η συμφωνία είναι «καλή» ή «κακή» γενικά, αλλά αν ανταποκρίνεται σε μια ρεαλιστική εθνική στρατηγική ή απλώς ακολουθεί, για άλλη μια φορά, το ρεύμα.