Γράφει ο Κωνσταντίνος Βέργος*
Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής σηματοδότησε σημαντικές εξελίξεις κατά τους τελευταίους μήνες, τόσο για τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής όσο και παγκόσμια, αναδιαρθρώνοντας όχι μόνο το πολιτικό περιβάλλον και το περιβάλλον διεθνών συγκρούσεων, αλλά και το οικονομικό και χρηματιστηριακό περιβάλλον. Το νέο πολιτικό περιβάλλον μειώνει τον ρόλο των πολυεθνικών εν γένει, αλλά όχι όλων.
Η στρατηγική ελέγχου σημαντικών ενεργειακών πηγών (π.χ. Βενεζουέλα, Ιράν) και μετάλλων (Ουκρανία, Αρκτική), αλλά και η έμφαση στην τεχνολογική υπεροχή των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, μεταθέτουν τις γεωπολιτικές και χρηματιστηριακές συγκρούσεις στους κλάδους ενέργειας, μετάλλων και τεχνολογίας, οδηγώντας σε νευρικότητα και ευκαιρίες στις αγορές αυτές.
Συνολικά, θα πρέπει να περιμένουμε το 2026 αύξηση εταιρικών κερδών στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής 8%-12%, καθώς ισχυροποιείται η ισχύς και παρουσία των μεγάλων αμερικανικών εταιριών, ενώ επίσης υπό εξέλιξη είναι η μεγάλη αύξηση εσόδων από τη νέα αγορά της τεχνητής νοημοσύνης, επιτρέποντας μία κίνηση ανόδου του Χρηματιστηρίου κατά το 2026 της τάξης του 7%-14%.
Η Τεχνητή Νοημοσύνη
Η Τεχνητή Νοημοσύνη αποτελεί την «Ωραία Ελένη» των επενδύσεων, με σειρά μεγάλων εταιριών όπως η Google, Microsoft και Nvidia, αλλά και σε εταιρίες που, σε διάφορους κλάδους, θα χρησιμοποιήσουν εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης, όπως στην πολεμική βιομηχανία, την υγειονομική περίθαλψη, τις λευκές συσκευές, τους υπολογιστές και τα κινητά. Παρότι η παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη θα παραμείνει ανθεκτική, το ερώτημα είναι σε τι βαθμό θα μιλάμε για ζήτηση εργατικών θέσεων, καθώς μια αδύναμη αγορά εκεί θα επέτρεπε στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής να μειώσει γρηγορότερα από το αναμενόμενο τα επιτόκια. Από την άλλη, προβληματισμό προκαλεί το «γαϊτανάκι» επενδύσεων στην τεχνητή νοημοσύνη, καθώς είναι ακόμη νωπές οι μνήμες της κρίσης του 2000 και του 2008 από την υπερθέρμανση λόγω υπερεπενδύσεων.
Πρώτες Ύλες, Τράπεζες και Άλλοι Κλάδοι
Η ζήτηση σε στρατηγικά μέταλλα, αλλά και σε χρυσό, είναι αρκετά πιθανό να συνεχιστεί, το τελευταίο λόγω ζήτησης από κεντρικές τράπεζες και επενδυτές. Αντίθετα, με την αναμενόμενη αποκλιμάκωση του πολέμου στην Ουκρανία, αύξηση τιμών ενέργειας θα είναι δύσκολο να υπάρξει σε ένα καθεστώς αυξανόμενης προσφοράς και μάλλον χλιαρής ζήτησης.
Το επενδυτικό ενδιαφέρον, λοιπόν, εστιάζεται στις πρώτες ύλες, αλλά και στη βιομηχανία, και σε κάποιο βαθμό σε κατασκευαστικές, ενώ ένα ράλι τιμών μετοχών περιφερειακών, μικρών εταιριών δεν μπορεί να αποκλειστεί, ενώ οι τράπεζες έχουν καλές προοπτικές που επιτρέπουν θετικές εκπλήξεις χρηματιστηριακά, και ιδιαίτερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην Αγγλία.
Επιτόκια και Ελλάδα
Το 2026, οι γενικές προοπτικές είναι ότι η ανάγκη διοχέτευσης χρηματοδότησης στην αγορά, σε συνδυασμό με τους υψηλούς δείκτες χρέους σειράς κρατών (Ιταλία, Γαλλία, Ιαπωνία, Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, Γερμανία κ.λπ.), είναι πιθανό να οδηγήσουν σε αύξηση επιτοκίων από 0,4% έως και 1%, με αύξηση των κινδύνων για μεσογειακές χώρες όπως Γαλλία, Ιταλία και Ελλάδα, και κινδύνους πολιτικής, οικονομικής και χρηματιστηριακής εκτροχίασης κάποιων από τις αγορές αυτές. Στην Ελλάδα, επομένως, η ανοδική κίνηση θα συνεχιστεί, αλλά υπό ένα περιβάλλον αυξημένων κινδύνων, νευρικότητας και ενδεχόμενης διόρθωσης τιμών.
Κωνσταντίνος Βέργος, καθηγητής Χρηματοοικονομικών, Πανεπιστήμιο του Πόρτσμουθ, Μεγάλη Βρετανία