Ύστερα από περισσότερα από είκοσι χρόνια διαπραγματεύσεων, η συμφωνία ελεύθερου εμπορίου μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των χωρών της Mercosur —Αργεντινή, Βραζιλία, Ουρουγουάη και Παραγουάη— επανέρχεται δυναμικά στο προσκήνιο. Παρουσιάζεται ως μια ιστορική ευκαιρία για την ενίσχυση του παγκόσμιου εμπορίου, τη γεωπολιτική αυτονόμηση της Ευρώπης και τη δημιουργία μιας από τις μεγαλύτερες αγορές στον κόσμο.
Την ίδια στιγμή, όμως, προκαλεί έντονες αντιδράσεις: από αγρότες που φοβούνται κατάρρευση εισοδημάτων, μέχρι περιβαλλοντικές οργανώσεις που μιλούν για «θεσμοθετημένη αποψίλωση» του Αμαζονίου. Τι προβλέπει πραγματικά η συμφωνία, ποιοι κερδίζουν και ποιοι χάνουν και γιατί η Mercosur εξελίσσεται σε ένα από τα πιο διχαστικά πολιτικά ζητήματα της Ευρώπης;
Τι είναι η Mercosur και γιατί ενδιαφέρει τόσο την Ευρώπη;
Η Mercosur (Mercado Común del Sur – Κοινή Αγορά του Νότου) αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα περιφερειακά εμπορικά μπλοκ παγκοσμίως. Δημιουργήθηκε το 1991 με τη Συνθήκη του Ασουνσιόν και σήμερα περιλαμβάνει τέσσερα πλήρη μέλη: Αργεντινή, Βραζιλία, Ουρουγουάη και Παραγουάη. Μαζί αντιπροσωπεύουν πληθυσμό άνω των 260 εκατομμυρίων ανθρώπων και ΑΕΠ που ξεπερνά τα 2 τρισ. δολάρια.
Για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η Mercosur δεν είναι απλώς ένας ακόμη εμπορικός εταίρος. Είναι μια τεράστια αγορά με ισχυρή ζήτηση για βιομηχανικά προϊόντα, μηχανήματα, αυτοκίνητα, φάρμακα και υπηρεσίες, τομείς όπου οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις διαθέτουν συγκριτικό πλεονέκτημα. Παράλληλα, οι χώρες της Mercosur είναι μεγάλοι εξαγωγείς αγροτικών προϊόντων, πρώτων υλών και ζωοτροφών, κρίσιμων για την ευρωπαϊκή οικονομία.
Πώς φτάσαμε στη συμφωνία: δύο δεκαετίες διαπραγματεύσεων
Οι διαπραγματεύσεις για τη συμφωνία ΕΕ–Mercosur ξεκίνησαν επίσημα το 1999. Από την αρχή, αποδείχθηκαν εξαιρετικά περίπλοκες: διαφορετικά επίπεδα ανάπτυξης, αντικρουόμενα συμφέροντα και έντονες πολιτικές πιέσεις εκατέρωθεν.
Το 2019 ανακοινώθηκε κατ’ αρχήν πολιτική συμφωνία, η οποία χαιρετίστηκε τότε ως ιστορική. Ωστόσο, λίγο αργότερα «πάγωσε», κυρίως λόγω των ανησυχιών για την περιβαλλοντική πολιτική της Βραζιλίας επί προεδρίας Ζαΐχ Μπολσονάρου και της αυξημένης αποψίλωσης του Αμαζονίου.
Η επανεκλογή του Λούλα ντα Σίλβα και η αλλαγή ρητορικής στη Βραζιλία έδωσαν νέα ώθηση. Παράλληλα, ο πόλεμος στην Ουκρανία και η παγκόσμια γεωπολιτική ρευστότητα ώθησαν την ΕΕ να επανεξετάσει την ανάγκη διαφοροποίησης εμπορικών και στρατηγικών εταίρων.
Τι προβλέπει η συμφωνία σε γενικές γραμμές;
Η συμφωνία ΕΕ–Mercosur είναι μια εκτεταμένη εμπορική και πολιτική συμφωνία, που καλύπτει πολύ περισσότερα από την απλή κατάργηση δασμών. Περιλαμβάνει κατάργηση ή μείωση δασμών στο περίπου 90% των εμπορικών ροών, πρόσβαση ευρωπαϊκών βιομηχανικών προϊόντων στις αγορές της Mercosur με σημαντικά χαμηλότερο κόστος, σταδιακό άνοιγμα της ευρωπαϊκής αγοράς σε αγροτικά προϊόντα της Νότιας Αμερικής μέσω ποσοστώσεων, ρυθμίσεις για υπηρεσίες, δημόσιες συμβάσεις, πνευματικά δικαιώματα και γεωγραφικές ενδείξεις, καθώς και δεσμεύσεις για την εφαρμογή της Συμφωνίας των Παρισίων για το κλίμα και τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Ποια είναι τα οικονομικά οφέλη για την Ευρωπαϊκή Ένωση;
Για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η συμφωνία αποτελεί καθαρό οικονομικό όφελος. Εκτιμάται ότι οι ευρωπαϊκές εξαγωγές προς τις χώρες της Mercosur θα αυξηθούν σημαντικά, ιδίως σε τομείς όπως η αυτοκινητοβιομηχανία και τα ανταλλακτικά, τα μηχανήματα και ο βιομηχανικός εξοπλισμός, τα χημικά και φαρμακευτικά προϊόντα, καθώς και οι υπηρεσίες και η τεχνογνωσία.
Οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν σήμερα υψηλούς δασμούς στη Mercosur, σε ορισμένες περιπτώσεις άνω του 30%. Η άρση αυτών των εμποδίων μεταφράζεται σε αυξημένη ανταγωνιστικότητα και νέες επενδυτικές ευκαιρίες.
Τι κερδίζουν οι χώρες της Mercosur;
Από την άλλη πλευρά, οι χώρες της Mercosur βλέπουν τη συμφωνία ως μια ευκαιρία να ενισχύσουν τις εξαγωγές τους σε μια πλούσια και σταθερή αγορά. Τα βασικά οφέλη εντοπίζονται στα αγροτικά προϊόντα, όπως το βοδινό κρέας, τα πουλερικά, η ζάχαρη, η αιθανόλη και η σόγια, στην πρόσβαση σε ευρωπαϊκές επενδύσεις και τεχνολογία, καθώς και στην ενίσχυση της διεθνούς τους θέσης απέναντι σε ΗΠΑ και Κίνα.
Ιδίως για χώρες όπως η Αργεντινή και η Βραζιλία, η συμφωνία θεωρείται εργαλείο εξόδου από χρόνια οικονομική στασιμότητα.
Γιατί ξεσηκώνονται οι Ευρωπαίοι αγρότες;
Η μεγαλύτερη κοινωνική αντίδραση στην Ευρώπη προέρχεται από τον αγροτικό τομέα. Αγρότες σε Γαλλία, Ιρλανδία, Βέλγιο, Πολωνία και άλλες χώρες προειδοποιούν ότι η συμφωνία θα οδηγήσει σε αθέμιτο ανταγωνισμό.
Τα βασικά επιχειρήματα είναι ότι οι παραγωγοί της Mercosur λειτουργούν με χαμηλότερα περιβαλλοντικά και εργασιακά πρότυπα, ότι το κόστος παραγωγής τους είναι σημαντικά μικρότερο και ότι οι εισαγωγές φθηνού κρέατος και αγροτικών προϊόντων θα πιέσουν τις ευρωπαϊκές τιμές.
Για πολλούς αγρότες, η συμφωνία συμβολίζει μια ευρύτερη αίσθηση εγκατάλειψης από τις Βρυξέλλες, σε μια περίοδο που ήδη δοκιμάζονται από την πράσινη μετάβαση και την αύξηση του κόστους παραγωγής.
Το περιβαλλοντικό μέτωπο: Αμαζόνιος και κλιματική πολιτική
Ιδιαίτερα σφοδρή είναι και η κριτική από περιβαλλοντικές οργανώσεις. Υποστηρίζουν ότι η αύξηση των εξαγωγών κρέατος και σόγιας από τη Mercosur θα ενισχύσει την αποψίλωση των δασών, ειδικά στον Αμαζόνιο.
Παρότι η συμφωνία περιλαμβάνει αναφορές στη Συμφωνία των Παρισίων, οι επικριτές κάνουν λόγο για αδύναμους μηχανισμούς επιβολής. Το ερώτημα που τίθεται είναι αν οι περιβαλλοντικές δεσμεύσεις είναι ουσιαστικές ή απλώς πολιτικές διακηρύξεις χωρίς πραγματικές κυρώσεις.
Είναι η συμφωνία συμβατή με την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία;
Ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα σημεία αφορά τη συμβατότητα της συμφωνίας με την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία. Από τη μία, η ΕΕ προωθεί αυστηρούς περιβαλλοντικούς κανόνες στο εσωτερικό της. Από την άλλη, ανοίγει την αγορά της σε προϊόντα που παράγονται με λιγότερο αυστηρά πρότυπα.
Αυτό δημιουργεί μια εμφανή αντίφαση, την οποία εκμεταλλεύονται πολιτικά τόσο αγροτικά συνδικάτα όσο και ευρωσκεπτικιστικές δυνάμεις.
Οι γεωπολιτικές διαστάσεις της συμφωνίας
Πέρα από την οικονομία, η συμφωνία έχει και σαφή γεωπολιτική διάσταση. Η Ευρώπη επιδιώκει να ενισχύσει την παρουσία της στη Λατινική Αμερική, σε μια περίοδο που η Κίνα έχει αυξήσει κατακόρυφα τις επενδύσεις και την επιρροή της στην περιοχή.
Για τις Βρυξέλλες, η Mercosur δεν είναι απλώς εμπορικός εταίρος αλλά και στρατηγικός σύμμαχος σε έναν κόσμο αυξανόμενων μπλοκ και εμπορικών πολέμων.
Ποιοι πολιτικοί στηρίζουν και ποιοι μπλοκάρουν τη συμφωνία;
Η συμφωνία διχάζει βαθιά τα κράτη-μέλη. Χώρες με ισχυρό αγροτικό τομέα, όπως η Γαλλία και η Ιρλανδία, εμφανίζονται επιφυλακτικές ή ανοιχτά αρνητικές. Αντίθετα, κράτη με εξαγωγικό προσανατολισμό στη βιομηχανία, όπως η Γερμανία και η Ισπανία, τάσσονται υπέρ.
Η κύρωση απαιτεί τη συναίνεση τόσο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου όσο και των εθνικών κοινοβουλίων, καθιστώντας τη διαδικασία πολιτικά εξαιρετικά εύθραυστη.
Τι σημαίνει η συμφωνία για χώρες όπως η Ελλάδα;
Για την Ελλάδα, τα οφέλη και οι κίνδυνοι συνυπάρχουν. Από τη μία, ανοίγονται νέες αγορές για εξαγωγές μεταποιημένων τροφίμων, φαρμάκων και υπηρεσιών. Από την άλλη, ο εγχώριος αγροτικός τομέας ανησυχεί για πιέσεις σε ευαίσθητα προϊόντα.
Ιδιαίτερη σημασία έχουν και οι γεωγραφικές ενδείξεις, καθώς η συμφωνία προβλέπει προστασία για ορισμένα ευρωπαϊκά προϊόντα, αλλά όχι για όλα όσα διεκδικούν τα κράτη-μέλη.
Είναι τελικά μια «καλή» ή μια «κακή» συμφωνία;
Η απάντηση εξαρτάται από τη σκοπιά. Για τις πολυεθνικές και τις εξαγωγικές βιομηχανίες, η συμφωνία αποτελεί στρατηγική ευκαιρία. Για πολλούς αγρότες και περιβαλλοντικές οργανώσεις, συνιστά απειλή για το εισόδημα, το περιβάλλον και τη συνοχή της ευρωπαϊκής πολιτικής.
Το κρίσιμο ερώτημα: μπορεί να περάσει πολιτικά;
Το μεγαλύτερο εμπόδιο δεν είναι πλέον τεχνικό, αλλά πολιτικό. Σε μια Ευρώπη που βιώνει κοινωνικές εντάσεις, άνοδο της ακροδεξιάς και έντονη δυσπιστία απέναντι στις Βρυξέλλες, η συμφωνία με τη Mercosur κινδυνεύει να μετατραπεί σε σύμβολο όλων των αντιφάσεων της παγκοσμιοποίησης.
Συμπέρασμα: Μια συμφωνία που ξεπερνά το εμπόριο
Η συμφωνία ελεύθερου εμπορίου ΕΕ–Mercosur δεν αφορά μόνο δασμούς και ποσοστώσεις. Αγγίζει τον πυρήνα της ευρωπαϊκής ταυτότητας: πώς αντιλαμβάνεται η Ευρώπη τον ρόλο της στον κόσμο, πώς ισορροπεί ανάμεσα στην ανάπτυξη και τη βιωσιμότητα και πώς διαχειρίζεται τις κοινωνικές ανισότητες που γεννά το ελεύθερο εμπόριο.
Το αν θα αποτελέσει τελικά γέφυρα συνεργασίας ή πολιτική βόμβα, θα κριθεί όχι μόνο στα τραπέζια των διαπραγματεύσεων, αλλά και στους δρόμους, στα χωράφια και στις κάλπες της Ευρώπης.