Η κρίση του κόστους ζωής, που πέρυσι ανέτρεψε πολιτικούς συσχετισμούς σε ολόκληρο τον πλανήτη, δεν έχει κοπάσει. Αντίθετα, συνεχίζει να διαβρώνει την εμπιστοσύνη στους θεσμούς, να τιμωρεί κυβερνήσεις και να αποσταθεροποιεί πολιτικά συστήματα σε μερικές από τις μεγαλύτερες και πιο ώριμες δημοκρατίες του κόσμου.
Όπως αποτυπώνει το νέο διεθνές POLITICO Poll, σε συνεργασία με τη βρετανική εταιρεία Public First, το κόστος ζωής παραμένει ο πιο επίμονος και πολιτικά τοξικός παράγοντας της εποχής.
Πέντε χρόνια μετά την πανδημία που ανέτρεψε τις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες και σε μια περίοδο όπου ο κόσμος βρίσκεται ταυτόχρονα αντιμέτωπος με πολέμους, γεωοικονομικές συγκρούσεις και την ταχύτατη επέλαση της τεχνητής νοημοσύνης, οι πολίτες σε ΗΠΑ, Καναδά και στις τρεις μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρώπης δεν αξιολογούν την πολιτική με όρους μακροπρόθεσμων μεταρρυθμίσεων. Την αξιολογούν με όρους καθημερινής επιβίωσης.
Το POLITICO Poll και το αποτύπωμα της οικονομικής κόπωσης
Η πρώτη κοινή διεθνής δημοσκόπηση του POLITICO και της Public First καταγράφει με ωμότητα τη συλλογική κόπωση των κοινωνιών. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου ο Ντόναλντ Τραμπ επέστρεψε στην εξουσία επενδύοντας σε έναν λόγο οικονομικού λαϊκισμού, το 65% των ψηφοφόρων δηλώνει ότι το κόστος ζωής έχει χειροτερέψει τον τελευταίο χρόνο. Το στοιχείο αυτό είναι κρίσιμο, καθώς δείχνει ότι η πολιτική προσδοκία της «ανακούφισης» δεν έχει ακόμη μεταφραστεί σε βιωμένη εμπειρία.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, το 77% των πολιτών δηλώνει ότι η κατάσταση επιδεινώθηκε, σε ένα πολιτικό περιβάλλον όπου οι Συντηρητικοί πλήρωσαν εκλογικά την αποτυχία διαχείρισης της ακρίβειας και η κυβέρνηση Στάρμερ παλεύει να πείσει ότι μπορεί να αντιστρέψει την τάση. Στη Γερμανία, το 78% των ερωτηθέντων δηλώνει ότι το κόστος ζωής έχει αυξηθεί, μετά από μια περίοδο πολιτικής αστάθειας που οδήγησε στην κατάρρευση της κυβέρνησης Σολτς. Στη Γαλλία, το 82% των πολιτών συμμερίζεται την ίδια άποψη, ενώ στον Καναδά το 79% δηλώνει ότι η κατάσταση έχει χειροτερέψει, με το 60% να λέει ότι πρόκειται για τη χειρότερη κρίση κόστους ζωής που θυμάται.
Σε όλες τις χώρες, η πλειοψηφία των πολιτών θεωρεί ότι η κρίση αυτή δεν έχει ιστορικό προηγούμενο στη διάρκεια της ζωής της.
Από την ακρίβεια στην πολιτική κρίση
Το πιο επικίνδυνο πολιτικά εύρημα της έρευνας δεν είναι μόνο η ένταση της δυσαρέσκειας, αλλά ο τρόπος με τον οποίο αυτή κατανέμεται. Οι πολίτες δεν κατηγορούν τον εαυτό τους ούτε θεωρούν ότι απλώς «δεν τα καταφέρνουν». Σε όλες τις χώρες, η πλειοψηφία δηλώνει ότι το πρόβλημα δεν είναι οι χαμηλοί μισθοί, αλλά οι υπερβολικά υψηλές τιμές.
Πρόκειται για μια μετατόπιση ευθύνης από το άτομο στο σύστημα. Και αυτή η μετατόπιση είναι βαθιά πολιτική. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, για παράδειγμα, περίπου τα δύο τρίτα των πολιτών δηλώνουν ότι η οικονομία της χώρας συνολικά έχει επιδεινωθεί, ποσοστό σημαντικά υψηλότερο από εκείνους που λένε ότι έχει χειροτερέψει η προσωπική τους οικονομική κατάσταση. Το ίδιο μοτίβο επαναλαμβάνεται σε Γαλλία, Γερμανία και Καναδά.
Οι πολίτες, με άλλα λόγια, βλέπουν μια συλλογική οικονομική αποτυχία, όχι απλώς μια ατομική δυσκολία.
Οι incumbents στο στόχαστρο της οργής
Η δυναμική αυτή έχει καταστροφικές συνέπειες για τα κόμματα εξουσίας. Όπως σημειώνει ο Χαβιέρ Καρμπονέλ από το European Policy Centre, τόσο τα κεντροαριστερά όσο και τα κεντροδεξιά κόμματα αντιμετωπίζονται σήμερα ως «οι ένοχοι». Σε ένα περιβάλλον όπου οι ψηφοφόροι δεν πιστεύουν ότι η κατάσταση θα βελτιωθεί, οι incumbents δεν έχουν πειστικό αφήγημα για να υπερασπιστούν το έργο τους.
Αυτό εξηγεί γιατί σε πολλές χώρες η φθορά δεν μεταφράζεται απλώς σε εναλλαγή εξουσίας, αλλά σε αποσύνθεση πολιτικών συμμαχιών που θεωρούνταν δεδομένες επί δεκαετίες. Η κρίση του κόστους ζωής λειτουργεί ως κοινός παρονομαστής που απονομιμοποιεί το «κέντρο» και ανοίγει χώρο για εναλλακτικές, συχνά ακραίες, πολιτικές προτάσεις.
Ευρώπη: στασιμότητα, χρέος και πολιτική κόπωση
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το χάσμα μεταξύ μακροοικονομικών δεικτών και κοινωνικής αντίληψης είναι εντυπωσιακό. Ενώ η ευρωπαϊκή οικονομία προβλέπεται να αναπτυχθεί κατά 1,4% το 2025, οι πολίτες στις μεγαλύτερες χώρες αισθάνονται ότι μένουν πίσω. Σχεδόν οι μισοί ερωτηθέντες σε Γερμανία, Γαλλία και Ηνωμένο Βασίλειο δηλώνουν ότι η χώρα τους «υστερεί» σε σχέση με συγκρίσιμες οικονομίες.
Στη Γερμανία, η στασιμότητα των τελευταίων ετών έχει πλήξει τον πυρήνα του κοινωνικού συμβολαίου. Στη Γαλλία, τα μέτρα στήριξης για την ακρίβεια έχουν διογκώσει το δημόσιο χρέος σε επίπεδα που πλησιάζουν τα 4 τρισ. δολάρια, δημιουργώντας έναν νέο πολιτικό φαύλο κύκλο: κάθε νέα παρέμβαση κινδυνεύει να θεωρηθεί δημοσιονομικά ανεύθυνη, κάθε υποχώρηση κοινωνικά άδικη.
Η ακρίβεια ως καύσιμο αντισυστημικής πολιτικής
Η πολιτική συνέπεια αυτής της κατάστασης είναι η ενίσχυση αντισυστημικών δυνάμεων. Στη Γερμανία, η AfD αξιοποιεί τη δυσαρέσκεια κατηγορώντας τον καγκελάριο Φρίντριχ Μερτς ότι ενδιαφέρεται περισσότερο για τη διεθνή σκηνή παρά για την καθημερινότητα των πολιτών. Στη Γαλλία, η ακρίβεια έχει μετατραπεί σε βασικό όπλο τόσο της άκρας δεξιάς όσο και της ριζοσπαστικής αριστεράς, σε βάρος ενός πολιτικού κέντρου που εμφανίζεται ανήμπορο.
Όπως επισημαίνει ο Καρμπονέλ, για ένα κομμάτι των πολιτών η απογοήτευση οδηγεί σε αποχή. Για ένα άλλο, τροφοδοτεί την αναζήτηση «αντισυστημικής πολιτικής», χωρίς απαραίτητα σαφή ιδεολογικό πρόσημο.
Ο Καναδάς και η πολιτική της καθημερινότητας
Στον Καναδά, η κρίση του κόστους ζωής λειτούργησε ως καταλύτης πολιτικής φθοράς. Παρά το γεγονός ότι ο πληθωρισμός κινείται κοντά στον στόχο της κεντρικής τράπεζας, η κοινωνική αίσθηση παραμένει βαριά. Όπως τονίζει ο Ντέιβιντ Κολέτο της Abacus Data, η ακρίβεια δεν είναι «παρασκηνιακή ανησυχία», αλλά κυρίαρχη εμπειρία που διαμορφώνει την πολιτική κρίση των πολιτών.
Εκλογικές αναμετρήσεις με επίκεντρο το κόστος ζωής
Το POLITICO Poll καταλήγει σε ένα σαφές συμπέρασμα: η προσιτότητα θα είναι το κεντρικό θέμα των εκλογών που έρχονται. Από τις ενδιάμεσες εκλογές στις ΗΠΑ μέχρι τις τοπικές και εθνικές αναμετρήσεις στην Ευρώπη, το κόστος ζωής δεν αποτελεί απλώς οικονομικό δείκτη, αλλά πολιτικό βαρόμετρο.
Από την πολιτική του μέλλοντος στην πολιτική του μήνα-με-τον-μήνα
Όπως λέει εύστοχα ο Νταβίντ Μπελιάρ στο Παρίσι, οι κυβερνήσεις αφιέρωσαν τεράστια ενέργεια στο να αποτρέψουν «το τέλος του κόσμου», αλλά όχι αρκετή στο να βοηθήσουν τους πολίτες «να φτάσουν στο τέλος του μήνα». Και αυτό ακριβώς είναι το πολιτικό διακύβευμα της εποχής: σε έναν κόσμο πολλαπλών κρίσεων, η δημοκρατική νομιμοποίηση περνά πλέον από το σούπερ μάρκετ, το ενοίκιο και τον λογαριασμό του ρεύματος.