Η Λουίζα Ριανκούρ (Louise Riencourt) αποτελεί μία από τις λιγότερο γνωστές, αλλά βαθιά εμβληματικές μορφές του ευρωπαϊκού φιλελληνισμού. Γεννημένη στις αρχές Ιανουαρίου του 1846 στο Σεντ-Ντιντιέ (Saint-Didier) της νοτιοανατολικής Γαλλίας, σε οικογένεια ευγενικής καταγωγής –ο πατέρας της ήταν μαρκήσιος– ακολούθησε μια διαδρομή ζωής που την οδήγησε όχι απλώς να αγαπήσει την Ελλάδα, αλλά να τη θεωρήσει πατρίδα της.
Το ενδιαφέρον της για τον ελληνικό κόσμο εκδηλώθηκε σε εξαιρετικά νεαρή ηλικία. Σε ηλικία μόλις πέντε ετών, διαβάζοντας ένα άρθρο για την Άλωση της Κωνσταντινούπολης και τον τελευταίο αυτοκράτορα, Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, γοητεύθηκε από το Βυζάντιο και την ιστορία του. Παρά τα ρωμαιοκαθολικά της πιστεύω και την έντονη αποστροφή των γονέων της προς οτιδήποτε ελληνικό, η ίδια ανέπτυξε έντονη συμπάθεια για τους Έλληνες, ιδίως για τα δεινά που υπέστησαν κατά τη μακραίωνη οθωμανική κυριαρχία.
Αυτοδίδακτη ελληνίστρια και συνομιλήτρια του ελληνικού πνεύματος
Η Λουίζα Ριανκούρ έμαθε μόνη της ελληνικά και ήρθε σε επαφή με διαπρεπείς Έλληνες της διασποράς που επισκέπτονταν τη Γαλλία. Η σχέση της με τον ελληνικό πολιτισμό δεν ήταν ρομαντική ή επιφανειακή, αλλά βαθιά πνευματική και πολιτική. Σε νεαρή ηλικία, αψηφώντας τις αντιρρήσεις της οικογένειάς της, ταξίδεψε στην Ελλάδα, την οποία αγάπησε ειλικρινά, συνδεόμενη με ισχυρούς δεσμούς φιλίας με τις σημαντικότερες οικογένειες της αθηναϊκής κοινωνίας.
Γάμος, μητρότητα και αδιάλειπτη φιλελληνική δράση
Το 1877 παντρεύτηκε τον πλούσιο γαιοκτήμονα κόμη Ολιβιέ ντε Ριανκούρ και απέκτησαν δύο παιδιά, τον Ραούλ και την Ελίζα. Παρά τις οικογενειακές υποχρεώσεις, η φιλελληνική της δράση όχι μόνο δεν περιορίστηκε, αλλά εντάθηκε. Επανήλθε πολλές φορές στην Ελλάδα, αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες υπέρ των ελληνικών εθνικών διεκδικήσεων, σε μια περίοδο που το ελληνικό ζήτημα παρέμενε ανοιχτό σε πολλά μέτωπα.
Μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα και το δίκτυο των Ελλήνων λογίων
Το 1896, επηρεασμένοι και από το δυσμενές πολιτικό κλίμα στη Γαλλία, η Ριανκούρ και ο σύζυγός της αποφάσισαν να εγκατασταθούν μόνιμα στην Ελλάδα. Από νωρίς καλλιέργησαν ένα εκτεταμένο δίκτυο επαφών με Έλληνες λογίους και παράγοντες που αγωνίζονταν για τα δίκαια του Ελληνισμού. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει ο Δημήτριος Βικέλας, ιδρυτής του «Συλλόγου προς διάδοσιν των ελληνικών Γραμμάτων», τον οποίο η Ριανκούρ ενίσχυσε οικονομικά για το εθνικό του έργο. Το 1900 ανακηρύχθηκε επίτιμο μέλος του Συλλόγου.
Από φιλέλλην σε Ελληνίδα πολίτη
Μετά τον θάνατο του συζύγου της, η Λουίζα Ριανκούρ προχώρησε, μαζί με τον γιο της Ραούλ, στην πολιτογράφησή τους. Το 1901 και το 1902, αντίστοιχα, εγγράφηκαν στο δημοτολόγιο του Δήμου Αθηναίων και απέκτησαν την ελληνική ιθαγένεια. Το σπίτι της στην Αθήνα μετατράπηκε γρήγορα σε κέντρο κοινωνικής και πολιτικής ζωής, ενώ τα καλοκαίρια τα περνούσε στην Κηφισιά, τόπο συνάντησης της αθηναϊκής ελίτ.
Στο πλευρό του Μακεδονικού Αγώνα
Στενή φίλη και συνομιλήτρια μορφών όπως ο Στέφανος και ο Ίων Δραγούμης και ο Παύλος Μελάς, η Ριανκούρ συμμετείχε ενεργά στη στήριξη του Μακεδονικού Αγώνα. Χρηματοδοτούσε την ίδρυση σχολείων, την αποκατάσταση Μακεδόνων που είχαν πληγεί από βουλγαρικές επιθέσεις, αλλά και τη μόρφωση παιδιών από τη Μακεδονία στην ελεύθερη Ελλάδα. Παράλληλα, διέθετε σημαντικά ποσά για τη συγκρότηση ανταρτικών σωμάτων και στρατιωτικών αποστολών.
Φιλανθρωπία, πολιτισμός και εθνική μνήμη
Η δράση της Ριανκούρ υπήρξε πολυεπίπεδη. Στήριξε οικονομικά νοσοκομεία, όπως την «Αγία Ελένη», το Άσυλο Ανιάτων, χορήγησε βραβεία σε άπορους αριστούχους μαθητές και οργάνωσε φιλανθρωπικούς χορούς και εκδηλώσεις. Παράλληλα, ενδιαφέρθηκε ενεργά για τη διάσωση της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς. Η δωρεά της συλλογής σπάνιων βυζαντινών νομισμάτων στο Νομισματικό Μουσείο –η γνωστή έως σήμερα «Συλλογή Ριανκούρ»– αποτελεί εμβληματική πράξη ιστορικής μνήμης και προσφοράς.
Ευαγή ιδρύματα και γυναικεία χειραφέτηση
Η κόμισσα Ριανκούρ ίδρυσε και συντήρησε ευαγή ιδρύματα, όπως την «Ελληνική Βασιλική Σχολή Χειροτεχνημάτων», με στόχο την επαγγελματική κατάρτιση των γυναικών. Στήριξε επίσης τον Σύλλογο «Εργάνη Αθηνά» και το Λύκειο Ελληνίδων, συμβάλλοντας στη διάσωση της λαϊκής τέχνης και στην ενδυνάμωση της γυναικείας παρουσίας στη δημόσια ζωή.
Το τέλος λίγο πριν τη σκοτεινή εποχή
Η Λουίζα Ριανκούρ πέθανε στην Αθήνα στις 27 Φεβρουαρίου 1941, σε βαθιά γεράματα, λίγο πριν από τη γερμανική κατοχή. Η ζωή της συμπυκνώνει μια σπάνια περίπτωση ταύτισης ενός ξένου ευγενούς με τα οράματα, τους αγώνες και τις πληγές του ελληνικού έθνους. Προς τιμήν της, το όνομά της δόθηκε σε δρόμο των Αμπελοκήπων, ως διακριτικό αλλά ουσιαστικό ίχνος μιας γυναίκας που επέλεξε συνειδητά να γίνει Ελληνίδα.