Σαν σήμερα, στις 16 Δεκεμβρίου 1974, έφυγε από τη ζωή ο Κώστας Βάρναλης, ένας από τους πιο εμβληματικούς ποιητές και διανοούμενους της σύγχρονης Ελλάδας. Ο «μπαρμπα-Κώστας» της εργατιάς, ο κομμουνιστής ποιητής που έδωσε φωνή στους σιωπηλούς, άφησε πίσω του ένα έργο που παραμένει ζωντανό, αιχμηρό και βαθιά πολιτικό.
Γεννημένος για να υπηρετήσει τη γνώση και τον άνθρωπο, ο Βάρναλης πρωτοδιορίστηκε το 1909 ελληνοδιδάσκαλος στην Αμαλιάδα και στη συνέχεια υπηρέτησε ως σχολάρχης στην Αργαλαστή, στα Μέγαρα και στην Κερατιά. Η εκπαιδευτική του πορεία, ωστόσο, δεν έμεινε ποτέ ουδέτερη: ήταν εξαρχής διαποτισμένη από κοινωνική ευαισθησία και πολιτικό προβληματισμό.
Την περίοδο 1912-1913, με το ξέσπασμα των Βαλκανικών Πολέμων, επιστρατεύτηκε. Την ατμόσφαιρα της εποχής την αποτύπωσε αργότερα με μοναδικό σαρκασμό, περιγράφοντας πώς η καθημερινή μιζέρια μεταμφιέστηκε ξαφνικά σε εθνικό ηρωισμό, με την «Ψωροκώσταινα» να μεταμορφώνεται σε «πολεμόχαρη Αθηνά».
Το Παρίσι, ο μαρξισμός και η ρήξη με την παλιά ποίηση
Το 1919 βρέθηκε στο Παρίσι με υποτροφία, όπου παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας, φιλολογίας και κοινωνιολογίας. Εκεί προσχώρησε στον μαρξισμό και τον διαλεκτικό υλισμό, γεγονός που σηματοδότησε ριζική στροφή στην κοσμοθεωρία και την ποιητική του. Ο ίδιος αναθεώρησε τις προηγούμενες αντιλήψεις του για την τέχνη, θεωρώντας πλέον την ποίηση όχι διακοσμητικό λόγο, αλλά όπλο κοινωνικής συνείδησης.
«Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι»: η ποίηση που μίλησε κατευθείαν στον λαό
Ο Κώστας Βάρναλης δεν ανήκε στους κλειστούς λογοτεχνικούς κύκλους. Ανήκε στον κόσμο της δουλειάς, στους ανώνυμους ανθρώπους των υπόγειων ταβερνών και των φτωχικών συνοικιών. Γι’ αυτό και τον έλεγαν «μπαρμπα-Κώστα».
Η ποίησή του ήταν καθαρή, λαϊκή, χωρίς διανοουμενίστικα τεχνάσματα. Στους «Μοιραίους», γραμμένους σε μια υπόγεια ταβέρνα της Πλάκας, συμπύκνωσε την κοινωνική αδράνεια και την αναμονή του «θαύματος» με στίχους που έμελλε να γίνουν διαχρονικοί. Η «Μπαλάντα του κυρ Μέντιου» και ο «Οδηγητής» σφράγισαν μια ολόκληρη εποχή αγώνων.
Διώξεις, απολύσεις και η στροφή στη δημοσιογραφία
Ως κομμουνιστής δάσκαλος, ο Βάρναλης γνώρισε διώξεις, εξορίες και επαγγελματικό αποκλεισμό. Το 1925, με την επιβολή της δικτατορίας του Θεόδωρου Πάγκαλου, απολύθηκε από τη θέση του γυμνασιάρχη, καθώς θεωρήθηκε επικίνδυνος για το καθεστώς.
Η οικονομική δυσπραγία τον οδήγησε στη δημοσιογραφία, εγκαινιάζοντας μια δεύτερη, εξίσου σημαντική καριέρα. Ως χρονογράφος και αρθρογράφος, διατήρησε το ίδιο αιχμηρό, σατιρικό και ταξικά τοποθετημένο βλέμμα, χωρίς ποτέ να αποκοπεί από τις πολιτικές του αρχές.
«Το φως που καίει» και η καθολική αναγνώριση
Ξεχωριστό κεφάλαιο στο έργο του αποτελεί «Το φως που καίει» (1921), ένα έργο-σταθμός της ελληνικής ποίησης. Ο Γιάννης Ρίτσος το χαρακτήρισε «τερατώδες αριστούργημα», αναγνωρίζοντας τη βαθιά του επίδραση στη λογοτεχνία και στη συλλογική συνείδηση της εποχής των μεγάλων κοινωνικών ανακατατάξεων.
Το 1959, η διεθνής αναγνώριση επισφραγίστηκε με την απονομή του Βραβείου Λένιν για την Ειρήνη στη Μόσχα, ως αναγνώριση όχι μόνο της λογοτεχνικής του αξίας, αλλά και της σταθερής του στράτευσης στο πλευρό της εργατικής τάξης.
Μια ζωή πλήρης έργου και αγώνα
Ο Κώστας Βάρναλης έφυγε από τη ζωή στις 16 Δεκεμβρίου 1974, πλήρης ημερών και έργου. Παρέμεινε μέχρι το τέλος κομμουνιστής, διανοούμενος της πράξης και ποιητής του μόχθου. Το έργο του συνεχίζει να φωτίζει, να ενοχλεί και να εμπνέει, σαν εκείνο το «φως που καίει» και δεν σβήνει ποτέ.