Η ομόφωνη εκλογή του Κυριάκου Πιερρακάκη στην προεδρία του Eurogroup επανέφερε στο προσκήνιο ένα διαχρονικό ζήτημα σχετικά με την λειτουργία της ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης: πώς ένα άτυπο όργανο, χωρίς τυπική θεσμική ισχύ, ασκεί τόσο καθοριστική επιρροή στις αποφάσεις της ευρωζώνης.
Ταυτόχρονα, η συζήτηση συνδέθηκε –άμεσα ή έμμεσα– με το ανοιχτό και πολιτικά εκρηκτικό ζήτημα των παγωμένων ρωσικών κεφαλαίων και τη χρηματοδότηση της Ουκρανίας.
Ένα άτυπο όργανο με πραγματική ισχύ
Το Eurogroup δεν είναι θεσμοθετημένο όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με νομική υπόσταση. Αποτελεί, ωστόσο, τον βασικό χώρο συνάντησης και συνεννόησης των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης, παρουσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της ΕΚΤ. Στην πράξη, λειτουργεί ως πολιτικό εργαστήριο, όπου διαμορφώνονται ισορροπίες, χαράσσονται κατευθύνσεις και προετοιμάζονται αποφάσεις που αργότερα «μεταφράζονται» σε δεσμευτικές πράξεις από άλλα θεσμικά όργανα.
Η ισχύς του Eurogroup δεν προκύπτει από νομικές προβλέψεις, αλλά από τη δυνατότητά του να καθορίζει την ατζέντα και να δημιουργεί συναίνεση. Αυτή ακριβώς η άτυπη λειτουργία του το καθιστά ευέλικτο, αλλά ταυτόχρονα εκτεθειμένο στην κριτική για έλλειμμα διαφάνειας και δημοκρατικής λογοδοσίας.
Η εκλογή Προέδρου και το ζήτημα της ομοφωνίας
Ο Πρόεδρος του Eurogroup εκλέγεται από τους ίδιους τους υπουργούς Οικονομικών της ευρωζώνης, με θητεία δυόμισι ετών. Αν δεν υπάρξει ομοφωνία, ακολουθεί ψηφοφορία με απλή πλειοψηφία. Στην περίπτωση του Κυριάκου Πιερρακάκη, η διαδικασία ολοκληρώθηκε χωρίς αντιρρήσεις, γεγονός που ακυρώνει κάθε ισχυρισμό περί «ελλείμματος νομιμοποίησης» λόγω απουσίας ψηφοφορίας.
Ο ρόλος του Προέδρου δεν είναι εκτελεστικός. Παρ’ όλα αυτά, έχει καθοριστική επιρροή στον τρόπο που διεξάγονται οι συζητήσεις, στις προτεραιότητες που τίθενται και στη δημόσια εικόνα του Eurogroup προς τα έξω, σε διεθνή φόρα και συνομιλίες υψηλού επιπέδου.
Κλειστές πόρτες και πολιτικές ισορροπίες
Οι συνεδριάσεις του Eurogroup πραγματοποιούνται χωρίς πρακτικά, χωρίς καταγραφή θέσεων ανά χώρα και χωρίς ουσιαστικό κοινοβουλευτικό έλεγχο. Κατά την περίοδο της κρίσης χρέους στην Ελλάδα και άλλες χώρες του Νότου, αυτή η άτυπη δομή επέτρεψε στο όργανο να διαμορφώσει αυστηρούς όρους δημοσιονομικής προσαρμογής και μεταρρυθμίσεων, επηρεάζοντας καθοριστικά εθνικές πολιτικές, παρότι οι αποφάσεις του δεν ήταν τυπικά δεσμευτικές.
Ακριβώς αυτή η εμπειρία έχει καταστήσει το Eurogroup σύμβολο της «σκιώδους» και «σκοτεινής» πλευράς της ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης, όπου η πολιτική βαρύτητα υπερβαίνει το θεσμικό αποτύπωμα.
Το παρασκήνιο με τον Βέλγο υποψήφιο και τα ρωσικά κεφάλαια
Στο φόντο της εκλογής Πιερρακάκη κυκλοφόρησαν πληροφορίες για την απόσυρση της υποψηφιότητας του Βέλγου αναπληρωτή πρωθυπουργού και υπουργού Οικονομικών. Η φημολογία συνέδεσε την εξέλιξη αυτή με τις επιφυλάξεις του Βελγίου ως προς τη χρήση των παγωμένων ρωσικών περιουσιακών στοιχείων για την ανοικοδόμηση της Ουκρανίας.
Η πραγματικότητα είναι πιο σύνθετη. Το Βέλγιο δεν έχει αρνηθεί κατ’ αρχήν ότι η Ρωσία πρέπει να επωμιστεί το κόστος του πολέμου. Έχει όμως επισημάνει τους νομικούς και οικονομικούς κινδύνους μιας βεβιασμένης δέσμευσης κεφαλαίων, ζητώντας σαφείς εγγυήσεις και θεσμική θωράκιση της διαδικασίας. Αυτή η στάση, σε ένα περιβάλλον όπου απαιτούνται λεπτές ισορροπίες, φαίνεται πως επηρέασε τις συμμαχίες και τις δυναμικές εντός του Eurogroup.
Παγωμένα, όχι κατασχεμένα κεφάλαια
Μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, περίπου 210 δισ. ευρώ από αποθεματικά της Κεντρικής Τράπεζας της Ρωσίας δεσμεύτηκαν εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κυρίως σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στο Βέλγιο. Το πάγωμα αυτών των κεφαλαίων δεν συνιστά κατάσχεση: παραμένουν νομικά ρωσική ιδιοκτησία, αλλά δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν λόγω των κυρώσεων.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει εισηγηθεί τη χρήση τους ως εγγύηση για τη χορήγηση δανείων προς την Ουκρανία, αποφεύγοντας την άμεση απαλλοτρίωση. Πρόκειται για μια λύση που επιχειρεί να ισορροπήσει μεταξύ πολιτικής πίεσης και νομικής ασφάλειας.
Ποιος αποφασίζει τελικά
Παρά τη βαρύτητα των συζητήσεων, το Eurogroup δεν έχει την αρμοδιότητα να λάβει δεσμευτικές αποφάσεις για τη χρήση των ρωσικών κεφαλαίων. Η τελική κρίση ανήκει στα θεσμοθετημένα όργανα της ΕΕ: στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και, όπου απαιτείται, στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας ή στη νομοθετική διαδικασία. Κάθε κράτος-μέλος διατηρεί, στην πράξη, τη δυνατότητα να μπλοκάρει μια απόφαση, αν κρίνει ότι θίγονται ζωτικά του συμφέροντα.
Το διαχρονικό ερώτημα της λογοδοσίας
Η εκλογή Πιερρακάκη ανέδειξε για ακόμη μία φορά τη διττή φύση του Eurogroup: ισχυρό στην επιρροή του, αδύναμο στη θεσμική του θεμελίωση. Η συζήτηση για τα παγωμένα ρωσικά κεφάλαια αποτυπώνει με τον πιο καθαρό τρόπο αυτό το παράδοξο. Οι κρίσιμες πολιτικές κατευθύνσεις διαμορφώνονται σε έναν χώρο περιορισμένης διαφάνειας, ενώ οι τελικές αποφάσεις μεταφέρονται αλλού, συχνά χωρίς ουσιαστικό δημόσιο διάλογο.
Το ερώτημα της δημοκρατικής λογοδοσίας στην ευρωπαϊκή οικονομική διακυβέρνηση παραμένει ανοιχτό. Και κάθε αλλαγή προσώπων στην κορυφή του Eurogroup, όσο ομόφωνη κι αν είναι, το επαναφέρει με μεγαλύτερη ένταση.