Η νέα δημοσκόπηση της ALCO για τον τηλεοπτικό σταθμό ALPHA καταγράφει με καθαρό τρόπο ένα πολιτικό και κοινωνικό μήνυμα: οι αγροτικές κινητοποιήσεις απολαμβάνουν ευρείας κοινωνικής αποδοχής. Το 78% των πολιτών τις χαρακτηρίζει δικαιολογημένες, έναντι μόλις 15% που διαφωνεί. Το εύρημα αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα αν ληφθεί υπόψη ότι, σύμφωνα με τον επικεφαλής της ALCO Κώστα Παναγόπουλο, έξι στους δέκα ψηφοφόρους της Νέας Δημοκρατίας συμμερίζονται αυτή την άποψη.
Η αποδοχή αυτή δεν αφορά μόνο τα αιτήματα, αλλά και το πολιτικό υπόβαθρο μέσα στο οποίο αναπτύσσονται. Οι αγροτικές κινητοποιήσεις δεν αντιμετωπίζονται ως συντεχνιακή πίεση, αλλά ως κοινωνική αντίδραση σε μια συνολικότερη αίσθηση αδικίας, ιδίως μετά τις αποκαλύψεις για τον ΟΠΕΚΕΠΕ. Η κοινωνία μοιάζει να αναγνωρίζει ότι οι αγρότες βρίσκονται στην πρώτη γραμμή μιας κρίσης που συνδυάζει οικονομική ασφυξία, θεσμική δυσπιστία και έλλειψη προοπτικής.
ΟΠΕΚΕΠΕ και θεσμική καχυποψία
Η υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ συνεχίζει να λειτουργεί ως πολλαπλασιαστής πολιτικής δυσπιστίας. Μόλις το 16% των ερωτηθέντων θεωρεί ότι η Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής λειτουργεί ουσιαστικά και θα αποδώσει ευθύνες, ενώ το συντριπτικό 69% διαφωνεί. Το εύρημα αυτό δεν αφορά μόνο τη συγκεκριμένη υπόθεση, αλλά αντανακλά μια βαθύτερη κρίση εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς και τον τρόπο που το πολιτικό σύστημα διαχειρίζεται σκάνδαλα και ευθύνες.
Σε αυτό το περιβάλλον, οι αγροτικές κινητοποιήσεις αποκτούν και χαρακτήρα συμβολικό: δεν αφορούν μόνο επιδοτήσεις ή κόστη παραγωγής, αλλά λειτουργούν ως συλλογική διαμαρτυρία απέναντι σε ένα κράτος που εμφανίζεται ανίκανο ή απρόθυμο να διασφαλίσει διαφάνεια και ισονομία.
Πρόθεση ψήφου: Πρωτιά χωρίς δυναμική για τη ΝΔ
Στην πρόθεση ψήφου επί των έγκυρων, η Νέα Δημοκρατία παραμένει πρώτη με 23,6%, ποσοστό που ωστόσο επιβεβαιώνει μια εικόνα πολιτικής κόπωσης. Το ΠΑΣΟΚ ακολουθεί με 11,6%, ενώ στην τρίτη θέση βρίσκεται η Ελληνική Λύση με 9,5%. Το ΚΚΕ συγκεντρώνει 7,3% και η Πλεύση Ελευθερίας 6,3%, καταγράφοντας αξιοσημείωτη παρουσία σε ένα ρευστό πολιτικό τοπίο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ κινείται στο 4,7%, επιβεβαιώνοντας τη δυσκολία του να επανακάμψει ως κεντρικός πόλος της αντιπολίτευσης. Η Φωνή Λογικής βρίσκεται στο 3,2%, ενώ τα μικρότερα κόμματα –Νίκη, ΜέΡΑ25, Κίνημα Δημοκρατίας, Νέα Αριστερά– κινούνται μεταξύ 1% και 2,6%. Ιδιαίτερη σημασία έχει το υψηλό ποσοστό των αναποφάσιστων, που φτάνει το 20,9%, στοιχείο που δείχνει ότι ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας δεν βρίσκει πολιτική έκφραση στο υπάρχον κομματικό φάσμα.
Κυβερνητική φθορά και καθολική δυσαρέσκεια
Η εικόνα της κυβέρνησης αποτυπώνεται με ακόμη πιο ωμό τρόπο στο ερώτημα για την ικανοποίηση από την απόδοσή της. Το 56% δηλώνει «καθόλου ικανοποιημένο», ποσοστό αυξημένο κατά οκτώ μονάδες σε σχέση με προηγούμενη μέτρηση. Ένα επιπλέον 24% δηλώνει «λίγο ικανοποιημένο», ενώ μόλις το 18% απαντά «πολύ» ή «αρκετά».
Η μετατόπιση αυτή δεν συνιστά απλώς συγκυριακή φθορά. Συνδέεται με τη συσσώρευση κοινωνικών πιέσεων: ακρίβεια, στασιμότητα εισοδημάτων, αίσθηση ατιμωρησίας και θεσμικής αδυναμίας. Η κυβέρνηση διατηρεί την πρωτιά, αλλά χωρίς την κοινωνική δυναμική που θα της επέτρεπε να ανακτήσει πολιτική πρωτοβουλία.
Ακρίβεια: η απόλυτη προτεραιότητα
Η ακρίβεια αναδεικνύεται, για ακόμη μία φορά, ως το κυρίαρχο κοινωνικό αίτημα. Το 54% των πολιτών δηλώνει ότι θέλει η μείωση της ακρίβειας να αποτελέσει την πρώτη προτεραιότητα της κυβέρνησης το 2026. Ακολουθούν, με μεγάλη απόσταση, η διαφάνεια και η αξιοκρατία (17%) και οι βελτιώσεις στο ΕΣΥ (15%).
Τα υπόλοιπα ζητήματα –αστυνόμευση, παιδεία, παράνομη μετανάστευση– συγκεντρώνουν μονοψήφια ποσοστά. Το μήνυμα είναι σαφές: πριν από τις μεγάλες μεταρρυθμίσεις και τις στρατηγικές επιλογές, οι πολίτες ζητούν ανακούφιση στο καθημερινό κόστος ζωής. Η ακρίβεια λειτουργεί ως κοινός παρονομαστής κοινωνικής δυσαρέσκειας, επηρεάζοντας τόσο την πολιτική κρίση όσο και τη διάθεση συμμετοχής ή αποχής.
Εκλογικός χρόνος και πολιτική κόπωση
Στο ερώτημα για τον χρόνο διεξαγωγής των εκλογών, το 56% των πολιτών δηλώνει ότι θα ήθελε να γίνουν το 2026, ενώ το 44% προτιμά το 2027. Η πλειοψηφία υπέρ των πρόωρων εκλογών δεν προκύπτει από πολιτικό ενθουσιασμό, αλλά από κόπωση. Πρόκειται περισσότερο για μια επιθυμία πολιτικής εκκαθάρισης και λιγότερο για προσδοκία άμεσης αλλαγής προς το καλύτερο.
Το στοιχείο αυτό ενισχύει την εικόνα μιας κοινωνίας που δεν εμπιστεύεται εύκολα, αλλά ταυτόχρονα δεν αντέχει την παρατεταμένη αβεβαιότητα. Οι εκλογές εμφανίζονται ως μηχανισμός εκτόνωσης, όχι απαραίτητα ως λύση.
Ο Αλέξης Τσίπρας και το όριο της επιστροφής
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ευρήματα που αφορούν τον Αλέξη Τσίπρα, μετά την έκδοση του βιβλίου του και την πρόσφατη δημόσια παρέμβασή του. Το 68% των ερωτηθέντων θεωρεί ότι «επαναλαμβάνει τα ίδια» με την περίοδο της διακυβέρνησής του, ενώ μόλις το 15% εκτιμά ότι παρουσιάζει μια καινούργια πολιτική πρόταση. Ένα 17% δηλώνει ότι δεν γνωρίζει ή δεν απαντά.
Το αποτέλεσμα αυτό υποδηλώνει ότι, παρά τη διαρκή παρουσία του στο δημόσιο διάλογο, ο πρώην πρωθυπουργός δυσκολεύεται να πείσει ότι εκπροσωπεί κάτι ουσιαστικά νέο. Η κοινωνία εμφανίζεται πρόθυμη να ακούσει, αλλά όχι να επανεπενδύσει πολιτικά χωρίς σαφή διαφοροποίηση και αυτοκριτική.
Μια κοινωνία χωρίς εύκολες απαντήσεις
Η δημοσκόπηση της ALCO σκιαγραφεί μια κοινωνία σε μεταβατική φάση. Οι πολίτες δείχνουν κατανόηση και αλληλεγγύη σε κοινωνικές ομάδες που κινητοποιούνται, όπως οι αγρότες, αλλά ταυτόχρονα εμφανίζονται βαθιά καχύποπτοι απέναντι στους θεσμούς και τα κόμματα. Η πολιτική εκπροσώπηση μοιάζει ανεπαρκής, ενώ η ακρίβεια λειτουργεί ως κοινό τραύμα που διαπερνά ιδεολογικές γραμμές.
Το πολιτικό σύστημα καλείται να απαντήσει όχι μόνο με ποσοστά και επικοινωνιακές πρωτοβουλίες, αλλά με πειστικές λύσεις και αποκατάσταση της εμπιστοσύνης. Σε διαφορετική περίπτωση, η μεγάλη δεξαμενή των αναποφάσιστων και η κοινωνική ανοχή προς τη διαμαρτυρία θα συνεχίσουν να διαμορφώνουν ένα τοπίο αστάθειας, όπου η πολιτική φθορά προηγείται της πολιτικής εναλλακτικής.