Του Χρήστου Ράμμου*
“Αυτές τις γιορταστικές μέρες η σκέψη μου πήγε φέτος, μεταξύ άλλων κατηγοριών αναξιοπαθούντων [βαρέως ασθενών, πενθούντων, γερόντων, μοναχικών, καταθλιπτικών, φυλακισμένων], για τους οποίους οι γιορτές είναι μάλλον μια επίταση της δοκιμασίας τους παρά πηγή χαράς ή/και εύρεσης κάποιων ψηγμάτων ελπίδας και τρυφερότητας, σε ένα νέο άνθρωπο, το Νίκο Ρωμανό, που παραμένει προφυλακισμένος για πάνω από ένα χρόνο, χωρίς να είναι κατάδικος, χωρίς δηλαδή να έχει διαγνωσθεί και βεβαιωθεί με όλες τις δικονομικές εγγυήσεις της δίκαιης δίκης και συγκεκριμένα με μια, έστω, πρωτοβάθμια αλλά πάντως οριστική δικαστική απόφαση, η ενοχή του. Μιλάμε, με άλλα λόγια, για ένα έτος -που θα γίνει ενάμιση μετά την πρόσφατη απόφαση του δικαστικού συμβουλίου για την παράταση της επίμαχης προφυλάκισης- στη ζωή ενός νέου ανθρώπου, που, δεν πρέπει να το ξεχνάμε, είναι πιθανό να αθωωθεί όταν δικαστεί. Δεν ξέρω αν συνειδητοποιούμε πόσο βαρύ είναι όλο αυτό, όταν μάλιστα υπήρχαν στην διάθεση του δικαστικού συμβουλίου, που έλαβε την σχετική απόφαση, ηπιότερα μέτρα, εξασφαλιστικά και αυτά της δημόσιας ασφάλειας, όπως είναι ο κατ’ οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση [άρθρα 282 έως 285 και 292 έως 294 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας], ενόψει, μάλιστα, και του τεκμηρίου της αθωότητας ενός ανθρώπου που είναι απλώς κατηγορούμενος και δεν έχει ακόμη δικαστεί επί της ουσίας, τεκμηρίου που είναι μια από τις κορυφαίες κατακτήσεις του νομικού μας πολιτισμού.
Να θυμίσουμε εδώ ότι στο άρθρο 6 §4 του Συντάγματος ορίζεται με σαφήνεια και αδιάστικτα ότι “ Nόμος ορίζει το ανώτατο όριο διάρκειας της προφυλάκισης, που δεν μπορεί να υπερβεί το ένα έτος στα κακουργήματα και τους έξι μήνες στα πλημμελήματα. Σε εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις τα ανώτατα αυτά όρια μπορούν να παραταθούν για έξι και τρεις μήνες, αντίστοιχα, με απόφαση του αρμόδιου δικαστικού συμβουλίου”. Εν προκειμένω πρέπει από το πιο πάνω χωρίο να κρατήσουμε και να δώσουμε ιδιαίτερη έμφαση στην λέξη “εντελώς”. Ήδη από μόνη της η προφυλάκιση είναι με βάση τη βούληση και του ίδιου του συνταγματικού νομοθέτη -και πριν μιλήσει ο κοινός ποινικός νομοθέτης – ένα εξαιρετικό μέτρο ακριβώς επειδή είναι εξόχως επαχθής. Και εξαιρετικό μέτρο σημαίνει ότι είναι σπάνια η εφαρμογή του και δεν κινδυνεύει να μετατραπεί σε κανόνα. Κατά μείζονα λόγο η άνω του από το Σύνταγμα τιθέμενου ανώτατου ορίου παράταση του δυσμενέστατου αυτού μέτρου με απόφαση ενός δικαστικού συμβουλίου είναι αναγκαστικά ένα “εξαιρετικότερο” μέτρο [ζητώ συγγνώμη για τον γλωσσικό βαρβαρισμό που συνίσταται στην χρήση του συγκριτικού βαθμού για το μη επιδεχόμενο συγκρίσεις και υπερθετικότητες επίθετο “εξαιρετικός” ].
Επομένως, το ερώτημα που τίθεται σε οποιονδήποτε ακούει γι’ αυτήν την υπόθεση , είναι ποιες είναι αυτές οι πολλαπλά επαυξημένες και “εντελώς” εξαιρετικές περιπτώσεις στην συγκεκριμένη περίπτωση;
Εξαιρετικές περιπτώσεις δεν μπορεί, υποθέτω, να είναι οτιδήποτε άλλο από τον λίαν αυξημένο και αποδεδειγμένο , λόγω πχ τελέσεως σχετικών προπαρασκευαστικών ενεργειών, κίνδυνο να τελεστούν νέα αδικήματα από τον προφυλακισμένο, ή εάν υπάρχει λίαν αυξημένος κίνδυνος, ομοίως αποδεδειγμένος και αυτός, ο εν λόγω προφυλακισμένος να εξαφανιστεί και να διαφύγει από την λογοδοσία του, επειδή είναι ύποπτος φυγής ή διότι είναι αγνώστου διαμονής.
Συντρέχουν, όμως, αυτές οι εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν, όπως ανακοίνωσε η υπεράσπιση του Ν. Ρωμανού, ο ίδιος ο αρμόδιος εισαγγελέας, ο οποίος αναμφισβήτητα θα είχε άμεση γνώση του φακέλου και των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών, στην εισήγηση του στο δικαστικό συμβούλιο είχε ταχθεί υπέρ της αποφυλάκισης του;
Και μόνο αυτή η εισαγγελική πρόταση δεν κλονίζει την κρίση του δικαστικού συμβουλίου περί της συνδρομής στην επίδικη υπόθεση των όλως [άλλως “εντελώς”] εξαιρετικών περιπτώσεων, που επιτρέπουν η προφυλάκιση να φτάσει στο ανώτατο όριο που ο συνταγματικός νομοθέτης απλώς ανέχεται, και μάλιστα μόνο κατά παράταση;
Και γιατί – εν τοιαύτη περιπτώσει – δεν επισπεύδεται η δίκη του, ώστε να εκκαθαριστεί οριστικά η υπόθεση και, αν μεν είναι αθώος να αποφυλακιστεί, αν δε είναι ένοχος να εκτίσει την ποινή του; Φρονώ, και νομίζω ευλόγως, ότι τις συνέπειες των καθυστερήσεων της Δικαστικής Εξουσίας στον προσδιορισμό και την διεξαγωγή μιας ποινικής δίκης δεν είναι επιτρεπτό να τις υφίσταται ένας πολίτης και μάλιστα, όχι σε κάποιο περιουσιακό του δικαίωμα, αλλά στο πιο ιερό του δικαίωμα, την προσωπική του ελευθερία, αυστηρά προστατευόμενη από το Σύνταγμα.
Και θα προσέθετα ότι δεν θα πρέπει να λησμονείται και να μην συνεκτιμάται και το γεγονός ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση μιλάμε εκτός όλων των άλλων για ένα άνθρωπο, που η ζωή του εδώ και 16 χρόνια συνίσταται σε μεγάλο βαθμό σε φυλακίσεις, αποφυλακίσεις και εκ νέου φυλακίσεις. Έναν άνθρωπο, δηλαδή, στον οποίο αφαιρείται για μια ακόμη φορά- και μάλιστα αυτή την συγκεκριμένη φορά με μια υπεράγαν αυστηρή κρίση – η νεότητα του, με όσα η νεότητα αυτή κατά την κοινή πείρα προσφέρει σε ένα άνθρωπο, όταν βιώνεται εν ελευθερία, και τα οποία αυτός δεν θα μπορέσει να ξαναβρεί ποτέ πια στο μέλλον.
Δεν είναι θεμελιώδης αρχή της Δικαιοσύνης στο δικαιικό μας σύστημα μια αρχή, που, εκτός από εφαρμογή του ουμανισμού, την διδαχτήκαμε και κατά τα πρώτα έτη των νομικών μας σπουδών, η αρχή της επιείκειας, όταν φυσικά οι εφαρμοζόμενες διατάξεις δίνουν μια σχετική διέξοδο και επιτρέπουν την εφαρμογή της;
Ή μήπως την έχουμε ξεχάσει μέσα σε μια αποκλειστικά τιμωρητική νοοτροπία που φαίνεται να έχει πια επικρατήσει γενικότερα;”
*Ο Χρήστος Ράμμος είναι Έλληνας δικαστής που διετέλεσε αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας και σήμερα είναι πρόεδρος της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών.
(Αναδημοσίευση από το Facebook)