Ανεξάρτητα από την πορεία των διαπραγματεύσεων για τον τερματισμό του πολέμου Ρωσίας-Ουκρανίας και την επικράτηση μίας διαρκούς ειρήνης στην ευρωπαϊκή ήπειρο, η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη-μέλη στην μετά τον πόλεμο εποχή εκτιμάται ότι θα συναντηθούν με σοβαρές συνθήκες αβεβαιότητας, ανασφάλειας και προβληματισμούς τόσο για το πολιτικό, κοινωνικο-οικονομικό και αμυντικό τους μέλλον, όσο και για την απειλή συρρίκνωσης της επιρροής τους σε παγκόσμιο επίπεδο γεωπολιτικά, γεωοικονομικά και γεωστρατηγικά.
Με άλλα λόγια ο στρατηγικός κίνδυνος που απειλεί την Ευρώπη κατά τις επόμενες δεκαετίες θα είναι η αδυναμία της γεωπολιτικής και γεωοικονομικής επιρροής της στον υπόλοιπο κόσμο. Οι προοπτικές αυτές έχουν, μεταξύ άλλων, την αφετηρία τους τόσο στην τεχνο-ψηφιακή υστέρηση, την οικονομική στασιμότητα, την αποβιομηχάνιση, την συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, την εκτεταμένη ευελιξία όλων των μορφών απασχόλησης, κ.λ.π., όσο και στην ολιγοπωλιακή ψηφιακή κυριαρχία της μετάβασης στην ψηφιακή τεχνολογία, την τεχνητή νοημοσύνη και των σπάνιων γαιών στην παραγωγή, την οικονομία και την κοινωνία σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο.
Στο περιβάλλον αυτό η Ευρωπαϊκή Ένωση με το σχέδιο επανεξοπλισμού (ReaArm Europe Plan) που αποφασίστηκε (19/3/2025) επιδιώκει να επιταχύνει, μεταξύ άλλων, με την κινητοποίηση 800 δις. ευρώ την ανάπτυξη της αμυντικής της βιομηχανίας, προκειμένου να αναμορφώσει το στρατιωτικό της μοντέλο και να εξασφαλίσει την αυτονομία της από τις ΗΠΑ στην ασφάλεια και την άμυνα κατά την τρέχουσα και κατά την επόμενη δεκαετία.
Έτσι, κατά τον Olivier Schmitt, από έναν εκστρατευτικό στρατό της περιόδου του Ψυχρού Πολέμου που θα μπορούσε να αναπτυχθεί εκτός Ευρώπης για να ανταποκριθεί σε διακρατικούς κινδύνους, η μεταμόρφωση του θα συνίσταται, κατά βάση, στην αντοχή μίας στρατιωτικής έντασης με τη Ρωσία για περισσότερες από ενενήντα ημέρες, γεγονός που απαιτεί περισσότερους πόρους, στρατιωτικό ανθρώπινο δυναμικό και βιομηχανικές δραστηριότητες (Eva Moysan, Alternatives Economiques, 19/11/2025).
Παράλληλα από το συνολικό ποσό των 800 δις ευρώ τα 150 δις ευρώ θα αποτελούν ένα νέο χρηματοδοτικό εργαλείο δανεισμού των κρατών-μελών για κοινές αμυντικές δαπάνες που θα εγγυάται ο ευρωπαϊκός προϋπολογισμός για στρατιωτικές δαπάνες. Το υπόλοιπο και μεγαλύτερο τμήμα των 650 δις ευρώ θα αφορά τους κρατικούς προϋπολογισμούς των κρατών-μελών με την ενεργοποίηση μίας ρήτρας παρέκκλισης (1,5% επιπλέον) από τους δημοσιονομικούς κανόνες (3% του ΑΕΠ) για το έλλειμμα του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Όμως, η αναστολή των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας εκτιμάται ότι δεν θα μπορεί να αντιμετωπίσει τις δημοσιονομικές πιέσεις στους κρατικούς προϋπολογισμούς των κρατών-μελών της Ε.Ε.-27, ιδιαίτερα εάν λάβουμε υπόψη τόσο την αύξηση των δαπανών των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ κατά 3.5% του ΑΕΠ, όσο και των ευρωπαϊκών χωρών που το δημόσιο έλλειμμα τους υπερβαίνει το 3% του ΑΕΠ(π.χ. Αυστρία, Βέλγιο, Γαλλία, Ρουμανία).
Τούτων δοθέντων είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι σημαντικό τμήμα των αμυντικών προϋπολογισμών προσανατολίζεται στους μισθούς του στρατιωτικού προσωπικού καθώς και στις επιχειρήσεις κατασκευής στρατιωτικού εξοπλισμού και υλικού. Στις νέες συνθήκες του σχεδίου επανεξοπλισμού της Ευρώπης ως στόχος θα είναι το 20% των στρατιωτικών δαπανών να προσανατολίζεται στην προμήθεια στρατιωτικού εξοπλισμού. Βέβαια ορισμένες χώρες (π.χ. Πολωνία 51% μέχρι το 2024, Γερμανία 29%, Γαλλία 28%) έχουν ήδη υπερβεί αυτόν τον στόχο (Justin Delepine, Alternatives Economiques, 20/11/2025). Όμως, το κεντρικό ερώτημα είναι εάν μία ex ante αξιολόγηση έχει αναδείξει ότι με την υλοποίηση του σχεδίου επανεξοπλισμού της Ευρώπης θα επιτευχθεί και σε πόσο χρόνο η στρατηγική αυτονομία της Ένωσης, η απεξάρτηση της από τις ΗΠΑ και η συμβολή της διεύρυνσης του κλάδου της αμυντικής βιομηχανίας στην ανάπτυξη και την τεχνο-ψηφιακή αναβάθμιση της ευρωπαϊκής οικονομίας. Βέβαια, η υπάρχουσα κατάσταση των προμηθειών στρατιωτικού εξοπλισμού των ευρωπαϊκών χωρών-μελών του ΝΑΤΟ από τις ΗΠΑ αναδεικνύει ότι η εξοπλιστική αυτονομία της Ένωσης θα επιτευχθεί, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, μακροπρόθεσμα. Κι΄αυτό επειδή, κατά την περίοδο 2020-2024, οι προμήθειες στρατιωτικού εξοπλισμού από τις ΗΠΑ στην Ευρώπη αντιπροσώπευαν το 53% των εισαγωγών των ευρωπαϊκών χωρών, από την Γερμανία αντιπροσώπευαν το 6,8% και από την Γαλλία αντιπροσώπευαν το 5,3%. Στις συνθήκες αυτές οι προϋποθέσεις (δικλείδες ασφαλείας) που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση συνίστανται στην αναφορά ότι από τα 150 δις. ευρώ των ευρωπαϊκών κεφαλαίων τα κράτη-μέλη θα πραγματοποιούν κοινές αγορές της τάξης του 65% της αξίας του προϊόντος από ευρωπαϊκές αμυντικές βιομηχανίες και 35% της αξίας του προϊόντος από αμερικανικές αμυντικές βιομηχανίες (J.Delepine, 20/11/2025).
Bέβαια, σημαντικό πρόβλημα για την επίτευξη του μακροπρόθεσμου στόχου της εξοπλιστικής κυριαρχίας και αυτονομίας της Ευρώπης αποτελεί η υπάρχουσα κατάσταση του κατακερματισμού της βιομηχανικής αμυντικής βάσης στην Ε.Ε.-27. Αυτό σημαίνει ότι οι παραγωγικές συνθήκες σχεδιασμού και παραγωγής του στρατιωτικού εξοπλισμού συντελείται σε όρους υψηλού κόστους, το οποίο θα μπορέσει μακροπρόθεσμα να μειωθεί μόνο με την συνεργασία και την δημιουργία οικονομιών κλίμακας στον κλάδο της αμυντικής βιομηχανίας.
Παράλληλα, η αύξηση των στρατιωτικών δαπανών των κρατών-μελών της Ε.Ε.-27 από 326 δις ευρώ το 2024 (1,9% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ) κατά 1,5% τον χρόνο εκτιμάται ότι, στον βαθμό που τις αφορά, θα ανακόψει την ύφεση ή την αναιμική ανάκαμψη στην Ευρωπαϊκή Ένωση κατά τα επόμενα χρόνια. Όμως είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι οι στρατιωτικές δαπάνες ως αντιπαραγωγικό κεφάλαιο με περιορισμένο εύρος πολλαπλασιαστικών διακλαδικών διασυνδέσεων και επιδράσεων στην οικονομία θα στερήσει σημαντικούς πόρους από παραγωγικούς τομείς και κλάδους οικονομικής δραστηριότητας (υποδομές, οικολογική και ενεργειακή μετάβαση, ψηφιακή τεχνολογία, τεχνητή νοημοσύνη, κ.λ.π) της ευρωπαϊκής οικονομίας και της ανάπτυξης των υπηρεσιών (παιδεία, υγεία, κοινωνική ασφάλιση και πρόνοια) του κοινωνικού κράτους.
Έτσι η στρατηγική αυτή επιλογή της αντιφατικής σύζευξης στρατιωτικών δαπανών- ανάπτυξης-τεχνο-ψηφιακής αναβάθμισης-κοινωνικού κράτους στην ευρωπαϊκή οικονομία εκτιμάται ότι θα ελλοχεύσει τον κίνδυνο αποδυνάμωσης της δυναμικής ανάπτυξης και της τεχνο-φηφιακής αναβάθμισης, της αποδιάρθρωσης του κοινωνικού κράτους και της κοινωνικής συνοχής χωρίς να επιτυγχάνεται, στον βαθμό που επιδιώκεται, η προσδοκώμενη εξοπλιστική αυτονομία, ασφάλεια και άμυνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Των
Σάββα Γ. Ρομπόλη
Ομότ. Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου
Βασίλειου Γ. Μπέτση
Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου