Η σημασία του κοινού εορτασμού των 1700 ετών από την Α’ Οικουμενική Σύνοδο. Ένα ιδιαίτερα σημαντικό γεγονός τόσο σε θεολογικό όσο και σε οικουμενικό επίπεδο
Του Χρήστου Γ. Καραγιάννη *
Ο κοινός εορτασμός της επετείου των 1700 ετών από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας από τον Παναγιώτατο Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο και τον Πάπα Ρώμης Λέοντα ΙΔ’ αποτελεί ένα ιδιαίτερα σημαντικό γεγονός τόσο σε θεολογικό όσο και σε οικουμενικό επίπεδο. Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος (325 μ.Χ.) υπήρξε σταθμός για την χριστιανική διδασκαλία, καθώς καταδίκασε τον Αρειανισμό, διαμόρφωσε το δόγμα περί της θεότητας του Υιού, καθόρισε το Σύμβολο της Πίστεως και την ημερομηνία εορτασμού του Πάσχα, σηματοδοτώντας την απαρχή της Συνοδικότητας ως θεμελιώδους εκκλησιαστικής αρχής.
Η από κοινού τιμή της επετείου των 1700 ετών αναδεικνύει την κοινή για Ορθόδοξους και Καθολικούς Χριστιανούς δογματική και πνευματική κληρονομιά που ανάγεται στην πρώτη χιλιετία της αδιαίρετης Εκκλησίας. Η επέτειος έχει όχι μόνο ιδιαίτερη ποιμαντική αλλά και κοινωνική σημασία μέσα στη σύγχρονη παγκόσμια πραγματικότητα, η οποία χαρακτηρίζεται από πολεμικές συγκρούσεις, κοινωνικές ανισότητες και οικολογική κρίση. Στο κοινό τους μήνυμα προς την ανθρωπότητα, οι δύο ηγέτες διά της απαγγελίας του Πιστεύω, χωρίς την προσθήκη του filioque, υπερτόνισαν ότι η μαρτυρία των Χριστιανών στον σύγχρονο κόσμο πρέπει να είναι κοινή: Υπέρ της ειρήνης, της αλληλεγγύης και της προστασίας της κτίσης,
Άλλωστε όπως επανειλημμένα έχει τονίσει ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος, «η ενότητα της πρώτης Εκκλησίας παραμένει ο θεμελιώδης ορίζοντας της οικουμενικής πορείας». Αντίστοιχα, ο Πάπας Φραγκίσκος είχε υπογραμμίσει ότι «η Νίκαια αποτελεί σύμβολο της ενότητας προς την οποία καλούμαστε να πορευθούμε».
Σε οικουμενικό επίπεδο, ο κοινός εορτασμός εμπεριέχει έντονο συμβολισμό. Υπενθυμίζει ότι οι δύο Εκκλησίες, παρά το Σχίσμα του 1054 και τις μετέπειτα ιστορικές εντάσεις, μοιράζονται κοινές θεολογικές βάσεις και συναντώνται σε σημαντικά σημεία της εκκλησιολογικής παράδοσης. Η αναφορά στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας λειτουργεί ως γέφυρα προς την εποχή, κατά την οποία οι Χριστιανοί αποτελούσαν ενιαίο σώμα, προσφέροντας ένα θετικό πλαίσιο για τη συνέχιση του θεολογικού διαλόγου και την ενίσχυση της αμοιβαίας κατανόησης. Επιπλέον, ο εορτασμός λειτουργεί ως υπενθύμιση της κοινής ευθύνης των δύο εκκλησιαστικών ηγετών στην προώθηση της ενότητας των Χριστιανών, καθώς όλοι προσβλέπουν σύμφωνα με το Σύμβολο της Πίστεως στην μία Αγία και καθολική Εκκλησία.
Ο κοινός εορτασμός του Πάσχα μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών
Ο κοινός εορτασμός του Πάσχα μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα και περισσότερο συμβολικά αιτήματα στον σύγχρονο οικουμενικό διάλογο. Το Πάσχα, ως «εορτή των εορτών» και κέντρο της χριστιανικής πίστης, συνδέεται άμεσα με την ομολογία της Ανάστασης του Χριστού, η οποία αποτελεί το θεμέλιο της κοινής πίστης όλων των Χριστιανών. Ο κοινός εορτασμός του Πάσχα αντανακλά την επιθυμία επαναφοράς της ορατής εκκλησιαστικής ενότητας, αφού η κοινή τέλεση της Ανάστασης αποτελεί πράξη συλλογικής μαρτυρίας της μίας Εκκλησίας του Χριστού. Η διαφορετική ημερομηνία εορτασμού αποτελεί μια από τις ορατές εκφάνσεις του σχίσματος μεταξύ Ανατολής και Δύσης, αλλά και μια αδράνεια που παραμένει στο πέρασμα των αιώνων, μετά την Α’ Οικουμενική Σύνοδο του 325, η οποία όρισε τις βάσεις για τον εορτασμό της εορτής χωρίς, ωστόσο, να καταλήξει σε απολύτως ενιαίο τρόπο υπολογισμού. Στο πλαίσιο αυτό, η κοινή ημερομηνία Πάσχα θα λειτουργούσε ως επιστροφή σε μια κοινή παράδοση και σεβασμό της συνοδικής απόφασης της Νίκαιας.
Η επέτειος της συμπλήρωσης 1700 ετών προσλαμβάνει επίσης ποιμαντικές και κοινωνικές διαστάσεις. Η σύγχρονη παγκόσμια πραγματικότητα απαιτεί την κοινή χριστιανική μαρτυρία. Το μήνυμα που εκπέμπεται από την κοινή παρουσία του Οικουμενικού Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου και του Ποντίφικα είναι εκείνο της ειρήνης, της συνεργασίας, της καταλλαγής. Η κοινή προσευχή, η συμμετοχή του Πάπα στην Πανηγυρική θ. Λειτουργία στον ιστορικό ιερό ναό του Αγίου Γεωργίου, στο Φανάρι και η ανταλλαγή ειρηνικού ασπασμού με τον Πατριάρχη, αναδεικνύουν έναν κορυφαίο συμβολισμό και τονίζουν την κοινή χριστιανική ρίζα.
Ανεδείχθη ο διεθνής ρόλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου
Επιπλέον, η επίσκεψη που πραγματοποίησε ο Πάπας της Ρώμης Λέων ΙΔ’ στην ιστορική έδρα της Μητέρας όλων των Εκκλησιών, στο Φανάρι, ανέδειξε τον διεθνή ρόλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, τη εξέχουσα θέση του στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, τη σημασία τόσο της Ελληνορθόδοξης κοινότητα των Ρωμηών όσο και των άλλων χριστιανικών κοινοτήτων στην Τουρκία και λειτούργησε ως μήνυμα ειρήνης σε μια ταραχώδη γεωπολιτική περιοχή, ασκώντας διακριτική διεθνή πίεση για σεβασμό της θρησκευτικής ελευθερίας.
Στο πλαίσιο αυτό η αναφορά των δύο εκκλησιαστικών ηγετών στην επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, της κοιτίδας των Πατριαρχών και των θεολόγων του Γένους, μόνο τυχαία δεν είναι και σίγουρα συνιστά μία ακόμη κορυφαία, διεθνή επισήμανση του σεβασμού των δικαιωμάτων στην ελευθερία και στην εκπαίδευση. Η ιστορική σχολή, που παραμένει κλειστή από το 1971, αποτελεί σύμβολο της Ορθόδοξης παρουσίας στην Τουρκία και δείκτης της θρησκευτικής ελευθερίας στη χώρα. Η επαναλειτουργία της θα καταδείξει ότι υπάρχουν τα περιθώρια για ένα βήμα συνύπαρξης και καλλιέργειας του διαλόγου στο πνεύμα των αρχών της ισονομίας, της αίσθησης δικαίου και της ελευθερίας, που κατά κύριο λόγο πρεσβεύει η Ορθοδοξία και κατά τις δηλώσεις της επιθυμεί να αφομοιώσει στην πορεία της σύνδεσής της με τη Δύση η γειτονική χώρα.
* Ο Χρήστος Γ. Καραγιάννης είναι καθηγητής Θεολογίας και αντιπρύτανης Διοικητικών Υποθέσεων, Φοιτητικής Μέριμνας και Διά Βίου Μάθησης του ΕΚΠΑ