Ο Γιάννης Οικονομίδης επιστρέφει μετά από πέντε χρόνια με τη «Σπασμένη Φλέβα», μια ταινία που κινείται με άνεση στο γνώριμο, σκοτεινό σύμπαν του δημιουργού. Ο Βασίλης Μπισμπίκης, σταθερός συνεργάτης και άτυπο alter ego του σκηνοθέτη, σηκώνει ξανά το βάρος ενός ρόλου που τον φέρνει στα όρια. Ο Οικονομίδης επιμένει στο αστικό δράμα, στη μεσαία τάξη που καταρρέει και στη βία που ξεχειλίζει από κάθε ρωγμή της καθημερινότητας.
Η ταινία δείχνει τον σκηνοθέτη να κινείται με αυτοπεποίθηση στα αναγνωρίσιμα στοιχεία της δουλειάς του. Ωστόσο, η επανάληψη των θεματικών και η υπερεξήγηση ορισμένων μοτίβων στερούν μέρος της έντασης. Το φιλμ παραμένει στιβαρό, αλλά δίνει συχνά την αίσθηση ότι πατάει πολύ κοντά στις ράγες που έβαλαν τα προηγούμενα έργα του – και αυτό μπορεί να κουράσει τους πιο μυημένους.
Ο Μπισμπίκης στο κέντρο του λαβύρινθου
Ο Θωμάς Αλεξόπουλος, ο μεσοαστός επιχειρηματίας που υποδύεται ο Μπισμπίκης, είναι μια φιγούρα γνώριμη: εγκλωβισμένος στα χρέη, στις ψευδαισθήσεις μιας παλιάς ευμάρειας και στην αγωνία μιας οικογένειας που απειλείται. Το κυνηγητό με τον τοκογλύφο Παντελή είναι η καρδιά της πλοκής, μια αντίστροφη μέτρηση με προσωπικό κόστος.
Ο Μπισμπίκης αποδίδει το ρόλο με την ένταση που απαιτεί ο Οικονομίδης, αλλά όχι χωρίς προβλέψιμες στιγμές. Το καστ συνολικά ακολουθεί σταθερά επίπεδα, με τη Μπέττυ Αρβανίτη να αποτελεί την πιο εντυπωσιακή επιστροφή.
Ένα ακόμη νεο-νουάρ με φαρμάκι
Η ταινία, σαν εγχειρίδιο των μοτίβων του Οικονομίδη, διαθέτει ωμότητα, μαύρο χιούμορ, δηλητηριώδεις διάλογους και ανατροπές. Η εναρκτήρια σκηνή της χελώνας σε ενυδρείο λειτουργεί ως αλληγορία για τον πρωταγωνιστή και δίνει τον τόνο: ασφυξία, εγκλωβισμός, μάχη για μια ανάσα.
Και εδώ όμως βρίσκεται το μειονέκτημα. Η επιμονή του σκηνοθέτη να επαναλαμβάνει τις ίδιες ανησυχίες, χωρίς να τις εξελίσσει, δίνει στην «Σπασμένη Φλέβα» κάτι το déjà vu. Η μεσαία τάξη ως φάντασμα, οι ήρωες στον πάτο, η κοινωνική μανία που τους σπρώχνει στο κενό: όλα αναγνωρίσιμα, όλα λειτουργικά, αλλά όχι απαραίτητα φρέσκα.
Η «αιωνιότητα» του έρωτα στην κομεντί «Για Πάντα»
Σε εντελώς διαφορετικό κλίμα, ο Ντέιβιντ Φρέιν παρουσιάζει μια εύθυμη, χρωματιστή και μεταθανάτια ρομαντική κομεντί, όπου η αγάπη δοκιμάζεται σε έναν παράδεισο αναμονής. Η Ελίζαμπεθ Όλσεν κερδίζει με τη ζεστή αμφιθυμία της, ενώ το τρίγωνο που σχηματίζεται ανάμεσα στην ηρωίδα, τον σύζυγό της και τον πρώτο της έρωτα έχει γοητεία, αν και συχνά παρασύρεται σε ευκολίες.
Η ταινία κατορθώνει να είναι ευχάριστη και ανάλαφρη, χωρίς όμως να σκάβει βαθιά στο ίδιο το θέμα που θέτει: τη σύγκρουση ανάμεσα στο πάθος και τον δεσμό, στην εξιδανίκευση και στην πραγματικότητα. Το φιλμ επιλέγει τελικά την ασφάλεια του καθαρού ρομαντισμού, μακριά από τις πιο σύνθετες συναισθηματικές ζώνες που υπαινίσσεται.
Η Ράμσεϊ στο πιο ακραίο της με το «Πέθανε Αγάπη Μου»
Η Λιν Ράμσεϊ επιστρέφει με μια ταινία που προκαλεί συζητήσεις, αλλά όχι για τους σωστούς λόγους. Το «Πέθανε Αγάπη Μου» είναι ένα οπτικό και ψυχολογικό ξέσπασμα που αναμετριέται με την επιλόχειο κατάθλιψη, την ασφυκτική καθημερινότητα της μητρότητας και την κατάρρευση ενός ζευγαριού.
Η Ράμσεϊ, ωστόσο, αφήνεται σε ένα σκηνοθετικό παραλήρημα χωρίς μέτρο. Ο ρυθμός ξεφεύγει, οι συμβολισμοί βαραίνουν και ο θεατής μένει αβοήθητος μέσα σε μια ηλεκτρισμένη, συχνά χαοτική αφήγηση. Η Λόρενς παίζει στα άκρα, ο Πάτινσον μοιάζει παγιδευμένος σε έναν ρόλο που χρειάζεται καθοδήγηση και το τελικό αποτέλεσμα γλιστρά στα όρια της υπερβολής.
Η ταινία είχε φιλοδοξίες να γίνει ένα αντισυμβατικό σχόλιο πάνω στη μητρότητα και τα ταμπού της, αλλά καταλήγει περισσότερο σε ένα αισθητικό ξέσπασμα παρά σε ουσιαστική μελέτη χαρακτήρων.
Οι υπόλοιπες επιλογές της εβδομάδας
Η περουβιανή ταινία τρόμου «Το Δάκρυ του Διαβόλου» ξεχωρίζει για την τοποθεσία και την εθνογραφική ματιά της, πηγαίνοντας τον θεατή στις Άνδεις και στις τοπικές δοξασίες. Το εύρημα της χειροποίητης αισθητικής λειτουργεί, αν και στο είδος υπάρχουν δυσκολίες που η ταινία δεν ξεπερνά πάντα.
H «Ζωούπολη 2» της Disney παραμένει στο επίπεδο που αναμένει κανείς από το στούντιο: στιβαρό animation, καλοστημένοι χαρακτήρες και γνώριμη οικογενειακή συνταγή. Δεν διαθέτει την πρωτοτυπία της πρώτης ταινίας, αλλά προσφέρει ανεπιτήδευτη διασκέδαση.
Η μεγάλη πρεμιέρα έχει όνομα και υπογραφή: «Σπασμένη Φλέβα». Ο Οικονομίδης παραμένει ένας από τους πιο συνεπείς δημιουργούς του ελληνικού σινεμά και η νέα του δουλειά θα προκαλέσει συζητήσεις, ακόμη κι αν δεν εντυπωσιάσει όσο οι παλιότερες.
Γύρω της, χτίζεται μια εβδομάδα με μεγάλη ποικιλία: μια τρυφερή κομεντί που διασκεδάζει, ένα φιλόδοξο αλλά υπερβολικό ψυχογράφημα, και δύο ακόμη ταινίες που καλύπτουν τα άκρα – από τρόμο Άνδεων μέχρι animation κορυφής.
Μια κινηματογραφική εβδομάδα που δεν κάνει θαύματα, αλλά σίγουρα κρατάει ζωντανό το ενδιαφέρον.