Ένα σαφές μήνυμα προς την Ουάσινγκτον, αλλά και προς το Κίεβο και τους Ευρωπαίους συμμάχους του, έστειλε ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ, τονίζοντας ότι οποιαδήποτε τροποποιημένη εκδοχή του αμερικανικού ειρηνευτικού σχεδίου για τον πόλεμο στην Ουκρανία πρέπει να παραμείνει απολύτως ευθυγραμμισμένη με όσα συμφωνήθηκαν μεταξύ Βλαντίμιρ Πούτιν και Ντόναλντ Τραμπ στη σύνοδο κορυφής της Αλάσκας.
Σε δηλώσεις του από τη Μόσχα, ο επικεφαλής της ρωσικής διπλωματίας υπογράμμισε πως η Ρωσία «χαιρέτισε» την αρχική εκδοχή του σχεδίου, αλλά αναμένει τώρα την προσωρινή τροποποιημένη πρόταση που η Ουάσινγκτον επεξεργάζεται σε συνεργασία με την Ουκρανία και την Ευρώπη.
Η αρχική συμφωνία της Αλάσκας ως «πυξίδα»
Σύμφωνα με τον Ρώσο υπουργό Εξωτερικών, το αμερικανικό σχέδιο που παρουσιάστηκε αρχικά αντανακλούσε τις βασικές αρχές που συζητήθηκαν στο Άνκορατζ, κατά την καλοκαιρινή συνάντηση κορυφής Πούτιν – Τραμπ. Αυτές οι αρχές αποτέλεσαν, όπως είπε, θεμέλιο της κατανόησης ανάμεσα στις δύο πλευρές και γι’ αυτό το Κρεμλίνο είχε τοποθετηθεί θετικά.
Το σχέδιο, όπως είχε παρουσιαστεί, προέβλεπε μόνιμη εξαίρεση της Ουκρανίας από την προοπτική ένταξης στο ΝΑΤΟ, δραστικό περιορισμό του ουκρανικού στρατού στα 600.000 μέλη, παράδοση του υπόλοιπου Ντονμπάς στη Ρωσία υπό καθεστώς αποστρατιωτικοποιημένης ζώνης, καθώς και προκήρυξη εκλογών από το Κίεβο εντός 100 ημερών. Πρόκειται για σημεία τα οποία το Κίεβο και οι δυτικοί σύμμαχοί του θεώρησαν υπερβολικά ευνοϊκά προς τη Μόσχα, όπως μετέδιδε το Reuters, προκαλώντας αντιδράσεις και πιέσεις προς την κυβέρνηση Τραμπ για αναθεώρηση.
Οι τροποποιήσεις και η προειδοποίηση της Μόσχας
Παρά το αρχικό θετικό κλίμα, όλες οι παραπάνω ρήτρες φαίνεται ότι έχουν πλέον τροποποιηθεί ή τεθεί προσωρινά στο περιθώριο στο πλαίσιο του νέου κειμένου που επεξεργάζεται η αμερικανική πλευρά. Αυτός είναι και ο λόγος που η Μόσχα αναμένει την επίσημη κοινοποίηση της πιο πρόσφατης εκδοχής ώστε να τοποθετηθεί. Όπως ξεκαθάρισε ο Λαβρόφ, η Ρωσία «δεν πιέζει» τις Ηνωμένες Πολιτείες να επισπεύσουν τη διαδικασία, αλλά θεωρεί κρίσιμο η ανανεωμένη πρόταση να παραμείνει πιστή στο πνεύμα της συμφωνίας του Άνκορατζ.
Σε διαφορετική περίπτωση, προειδοποίησε, «θα πρόκειται για μια θεμελιωδώς διαφορετική κατάσταση», υπονοώντας ότι η Μόσχα ενδέχεται να απορρίψει το τροποποιημένο σχέδιο ή να υιοθετήσει πιο σκληρή στάση στις συνομιλίες που, σύμφωνα με το Reuters, συνεχίζονται στο Αμπού Ντάμπι μεταξύ Ρώσων και Αμερικανών αξιωματούχων.
Το διπλωματικό παιχνίδι ισχύος συνεχίζεται
Οι δηλώσεις Λαβρόφ έρχονται σε μια περίοδο έντονων παρασκηνιακών διαβουλεύσεων για το πώς θα μπορούσε να διαμορφωθεί ένα ρεαλιστικό πλαίσιο τερματισμού του πολέμου, με τον Ντόναλντ Τραμπ να επιδιώκει μια γρήγορη συμφωνία που θα παρουσιαστεί ως διπλωματική επιτυχία της κυβέρνησής του. Την ίδια στιγμή, η Ουκρανία επιμένει ότι δεν θα δεχθεί μια λύση που παγιώνει την απώλεια εδαφών ή περιορίζει σοβαρά την κυριαρχία της, ενώ οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι ζητούν εγγυήσεις ότι η όποια συμφωνία δεν θα αφήσει ανεξέλεγκτη τη ρωσική επιρροή στις συγκρούσεις στην περιοχή.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η ρωσική επιμονή ότι η νέα πρόταση πρέπει να αντανακλά «το γράμμα και το πνεύμα» της κατανόησης Πούτιν – Τραμπ δείχνει πως η Μόσχα επιχειρεί να διασφαλίσει ότι το πλαίσιο που είχε αρχικά συμφωνηθεί δεν θα αλλοιωθεί κάτω από τις πιέσεις του Κιέβου και των Ευρωπαίων. Η εξέλιξη αυτή εντείνει το διπλωματικό παζάρι και δείχνει ότι οποιαδήποτε συμφωνία απέχει ακόμη από το να θεωρηθεί δεδομένη.
Η επόμενη μέρα των διαπραγματεύσεων
Καθώς οι συνομιλίες ΗΠΑ – Ρωσίας αναμένεται να συνεχιστούν, με το Αμπού Ντάμπι να λειτουργεί ως ουδέτερη πλατφόρμα επαφών, το κρίσιμο ερώτημα παραμένει: θα μπορέσουν Ουάσινγκτον και Μόσχα να καταλήξουν σε μια τροποποιημένη πρόταση που θα γίνει αποδεκτή και από το Κίεβο; Ή θα επανέλθουν οι εντάσεις, οδηγώντας σε επιπλέον κλιμάκωση στο πεδίο και στη διπλωματία;
Για την ώρα, η Μόσχα κρατά ανοιχτή την πόρτα των συνομιλιών, αλλά καθιστά σαφές ότι δεν θα αποδεχθεί μια πρόταση που απομακρύνεται από τις αρχικές αμερικανορωσικές συνεννοήσεις. Η συνέχεια θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από το πώς η κυβέρνηση Τραμπ θα ισορροπήσει ανάμεσα στις ρωσικές απαιτήσεις, τις ουκρανικές αντιστάσεις και τις ευρωπαϊκές ανησυχίες για το μέλλον της ασφάλειας στην περιοχή.