Του Αντώνη Παπαγιαννίδη
Ιθάκη, του Αλέξη Τσίπρα
Εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2025, σελίδες 768
Κατόρθωσε η «Ιθάκη» , με την οποία ο Αλέξης Τσίπρας επέλεξε να επανασυστηθεί στους Έλληνες του 2025 – 21 χρόνια μετά την αρχική εμφάνισή του στο πολιτικό στερέωμα, με 16 χρόνια βουλευτική θητεία, 10 χρόνια μετά την αποδοχή των ευθυνών της διακυβέρνησης τής «πρώτη φορά Αριστεράς στην εξουσία» (αυτό το τελευταίο, το «στην εξουσία», πολλές φορές παραβλέπεται απ’ όσους επιχειρούν ανάλυση του «τι συνέβη/τι συμβαίνει στην Αριστερά») και μετά την υπέρθερμη εμπειρία των διαπραγματεύσεων, του δημοψηφίσματος, της αποδοχής του Μνημονίου-3, 6 χρόνια μετά την μετάβαση του ΣΥΡΙΖΑ στα έδρανα της Αντιπολίτευσης και 2 χρόνια μετά την παραίτησή του από την ηγεσία τ ου ΣΥΡΙΖΑ – να δημιουργήσει εκείνο που αποκαλείται «πολιτικό γεγονός» προτού ακόμη κυκλοφορήσει. Κάτι οι διαρροές αποσπασμάτων του βιβλίου, κάτι η αυτοπαρουσίαση άλλων, συν το επεισόδιο δικαστικής προστασίας (από τον Gutenberg) για την δημοσίευση αποσπασμάτων (στο Documento), συν μια καμπάνια διαδικτυακής διακίνησης, κυρίως όμως η δήλωση του Πρωθυπουργού ότι δεν πρόκειται να διαβάσει το βιβλίο, «αφήνοντας σε άλλους την αποδόμησή του» (ύστερα διορθώθηκε ως ότι δεν θα διαβάσει όλο το βιβλίο, συμπληρώθηκε ωστόσο με δήλωση Βορίδη ότι «δεν θα διαβάσει, επειδή κρίθηκε στην κάλπη»), δηλώσεις που επαληθεύθηκαν με κάτι σαν πανστρατιά κατά της «Ιθάκης» εν πολλοίς από … παλιούς συντρόφους Τσίπρα – άλλη διάσταση, αυτή, της εμπειρίας της Αριστεράς και δη της Ελλαδικής εκδοχής της – πάντως η σκηνή για δημόσια συζήτηση της «Ιθάκης» έχει στηθεί.
Πλην όμως… το βιβλίο αυτό – όπως και κάθε βιβλίο, άλλωστε, από εποχής Γουτεμβέργιου… – έχει μιαν ενδιαφέρουσα ιδιότητα: υπάρχει. Υπάρχει και είναι εκεί, διαθέσιμο, προσβάσιμο. Και αναλλοίωτο από τις όποιες απόψεις και προσεγγίσεις και καλωσορίσματα ή αφορισμούς το συνοδεύσουν.
* * *
Καθώς, λοιπόν, η μέχρι τώρα δημόσια συζήτηση για την «Ιθάκη» έχει δείξει το αναμενόμενο – ότι, δηλαδή, όσοι έχουν δεδομένη την αντίθεση στο φαινόμενο Τσίπρα ή και επιλέγουν την συνέχιση της αντι-ΣΥΡΙΖΑ προσέγγισης στα πολιτικά μας πράγματα δεν θα πεισθούν. όσοι πάλι αναζητούν ένα νήμα εξόδου από τον τωρινό λαβύρινθο πολιτικής/Επιτελικού Κράτους προς μια μη-δεξιότερη κατεύθυνση θα βρουν την δική τους ανάγνωση της «Ιθάκης» – δεν θα επιχειρήσουμε στην συνέχεια μια συνολική παρουσίαση των θέσεων που κατατίθενται στο βιβλίο. [Άλλωστε 768 σελίδες δύσκολα συμπυκνώνονται: αποτελεί τόλμημα του Τσίπρα να καταθέσει την Ελληνική αγορά του βιβλίου κάτι τέτοιο: βέβαια, και η «Ελευθερία» της Άνγκελας Μέρκελ είναι 752 σελίδες (στο «Μεταίχμιο») και του Βόλφγκανγκ Σώϋμπλε το «Η ζωή μου στην πολιτική» (στον «Κλειδάριθμο») φθάνει τις 720. Πέραν τούτου, η ιδιότητα μέλους του Επιστημονικού Συμβουλίου του Ινστιτούτου Τσίπρα – την οποία έχει ο σύρων τις γραμμές αυτές – καθιστά κάθε αξιολογική τοποθέτηση ύποπτη μεροληψίας: στην Ελλάδα ζούμε],
Σκεφθήκαμε λοιπόν να μείνουμε σε μερικά εξωτερικά/περιγραφικά στοιχεία της «Ιθάκης» Και σε κάποια ενδεικτικά στιγμιότυπα. Τα οποία – θαρρούμε – βοηθούν ως οδηγός ανάγνωσης. Πριν απ’ όλα, η επιλογή ενός προσωπικού, κάπου εξομολογητικού/κάπου έως και αυτοσαρκαστικού ύφους: κάποια στιγμιότυπα γνωστά όπως ο έρπης (μετά την πολύωρη τελική διαπραγμάτευση που οδήγησε στο Μνημόνιο-3), ή πάλιν η ένταση που έκανε τον Τσίπρα να ξεχάσει μέχρι και τα γενέθλια του γιου του. Και εδώ: όσοι θεωρούν ότι ένας πολιτικός δεν δικαιούται/δεν επιτρέπεται να έχει στιγμές αδυναμίας θα σαρκάσουν (περισσότερο ακόμη με τον οιωνό-πέταγμα περιστεριού που οριστικοποίησε την απόφαση Τσίπρα να γράψει την «Ιθάκη» ώστε «να ακουστεί η δική του ματιά») όσοι, αντιθέτως, θεωρούν ότι το να βγάλεις την πανοπλία της εξουσίας και της σοβαρότητας ώστε να δείξεις τον εαυτό σου είναι στοιχείο ανοίγματος, θα το εκτιμήσουν. Ενδεχομένως, και ως στοιχεία νέας παραδοχής του ποιος είσαι.
[Εδώ, μια μικρή παράκαμψη: όταν ήταν να κυκλοφορήσει η «Πολιτική για μια δημιουργική Ελλάδα» του Κώστα Σημίτη (Εκδ. ΠΟΛΙΣ) – κι αυτό στις 672 σελίδες… –συνέβη να έχω ρίξει μια ματιά/preview στο κείμενο. παρατήρησα λοιπόν στον Νίκο Θέμελη – καλό φίλο παρά τις έντονες διαφωνίες – ότι μια πιο προσωπική νότα θα βοηθούσε τον Σημίτη να εξηγηθεί στον κόσμο. Το άκουσε, το κατέγραψε, επανήλθε με την παρατήρηση «Όμως, έτσι δεν θα ήταν ο εαυτός του». Μάλλον δίκιο είχε: ούτε οι «Δρόμοι Ζωής» Σημίτη, πολύ αργότερα κι αφότου ο Ν. Θέμελης δεν υπήρχε πλέον, επέλεξαν να έχουν έντονο άνοιγμα].
Πάμε όμως στα στιγμιότυπα για τα οποία κάναμε ήδη λόγο:
Η ζωή ενός εφήβου που μεγαλώνει σε μια οικογένεια με γονείς που στηρίζουν ΠΑΣΟΚ, αλλά με τα (μεγαλύτερα) αδέλφια στρατευόμενα στο ΚΚΕ δίνει ένα γνώριμο στίγμα για πολλούς στην αριστρόστροφη πλευρά του πολιτικού φάσματος την πλειοψηφική, ας σημειωθεί, στο πέρασμα από την δεκαετία του ΄70 σ’ εκείνην του ΄80. Από δίπλα και τα διαβάσματα, με την ακαμψία των «υποχρεωτικών» μαρξιστών να χαλαρώνει με κάτι περισσότερο λογοτεχνικό ενώ από ακούσματα αξίζει να σημειωθεί ότι δίπλα σε Θεοδωράκη με Μαρία Φαραντούρη, όλοι οι δίσκοι του Διονύση Σαββόπουλου (που σε κάνουν να διερωτηθείς πώς και ο Τσίπρας δεν επέλεξε να παραστεί στην κηδεία, «σπάζοντας» το εμπάργκο της Αριστεράς).
Άλμα, τώρα, μετά τα χρόνια της μαθητικής/φοιτητικής ζωής – εδώ, ευθεία η αναφορά στο πώς οι πρώτες Πανελλαδικές δεν του έδωσαν πρόσβαση παρά μόνο στο Τμήμα Μηχανολογίας του ΤΕΙ Καβάλας (αστοχία στα Μαθηματικά, που τα θεωρούσε ισχυρό του χαρτί) οπότε δεύτερη φορά Πανελλαδικές με εισαγωγή πλέον στο ΕΜΠ Σχολή Πολιτικών Μηχανικών. [Εδώ, έχει ενδιαφέρον να παραβάλει κανείς με την απαξιωτική πλην διαδεδομένη φήμη ότι… ο Τσίπρας μπήκε μόνο σε Σχολή στην Ρουμανία ή Βουλγαρία, με μεταγραφή στην Αθήνα: αν αυτό ίσχυε, θα στεκόταν όρθια η δική του αφήγηση;].
Άλλο επεισόδιο, όταν κατεβαίνει για τον Δήμο Αθηναίων με σύνθημα «Μπαίνουμε στο παιχνίδι» ([που κι αυτό, κάτι δείχνει ως προοπτική ) και κάποια στιγμή βλέπει – έξω από τον Σκλαβενίτη, στην Χαριλάου Τρικούπη – τον εαυτό του σε αφίσα: «Ένοιωσα ένα πρωτόγνωρο σφίξιμο». Γύρισε σπίτι του, προβληματισμένος: «ή θα μάθαινα να ζω μ’ αυτήν πραγματικότητα, ή θα αποτραβιόμουν».
Μείναμε λίγο περισσότερο σ’ αυτά τα χρόνια, που διαμορφώνουν στάσεις και αντανακλαστικά – formative years – περισσότερο και από τις εμπειρίες της Νεολαία ΣΥΝ ή το κλίμα της εποχής Σημίτη και του πυρετού της Σοφοκλέους (με ό,τι συνεπαγόταν κοινωνικά). Όμως από την εποχή της πρόσβασης στην εξουσία – της εκλογικής νίκης που έφερε «πρώτη φορά Αριστερά» στην Κυβέρνηση – υπάρχουν στιγμιότυπα αληθινά υποδηλωτικά ως προς το τι ο Τσίπρας αισθάνθηκε ότι αντιπροσώπευε, «πού το πήγαινε». Θα μας επιτραπεί να συγκρατήσουμε δυο, όχι κεντρικής πολιτικής σημασίας, πλην όμως χαρακτηριστικά μιας προσέγγισης.
Γνωστή η αφήγηση του πώς ο προκάτοχός του στην Πρωθυπουργία, ο ηττημένος στις πρώτες κάλπες του 2015 Αντώνης Σαμαράς, αρνήθηκε να τιμήσει την πρακτική της παράδοσης/παραλαβής στο Μαξίμου, με ενημέρωση του διαδόχου του για τις σημαντικές εκκρεμότητες των ημερών κοκ: ο Τσίπρας καταγράφει την «ακραία αυτή συμπεριφορά Σαμαρά» ως κάτι περισσότερο από «μια πράξη παρορμητική, δηλωτική του χαρακτήρα του», αλλά ως εκδήλωση του πολιτικού κατεστημένου εναντίον του ίδιου. Ως ενός καταληψία «που κάθεται στα δικά τους σαλόνια και τα μολύνει και πρέπει το γρηγορότερο να τους αδειάσει την γωνιά». Αντίστιξη αυτής της στάσης, πολλές σελίδες αργότερα η εκ μέρους του Τσίπρα υποδοχή Κυριάκου Μητσοτάκη στο Μαξίμου, και τούτο παρά την ένταση της αντιπαράθεσης τα χρόνια διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ με κορύφωση στην προεκλογική εκστρατεία του 2019…
Αντίστιξη επίσης ως προς την συνειδητή απουσία Σαμαρά, περιγράφεται η υποδοχή από… τον μάγειρα του Μαξίμου: αυτός είχε παραμείνει, και του πρότεινε (και ετοίμασε) «μια μακαρονάδα με κιμά […] με μια δόση ανθρώπινης φροντίδας». Περιγράφει ο Τσίπρας την μουντάδα του Μεγάρου Μαξίμου, με μόνη εξαίρεση το μικρό δωμάτιο (παλιότερα κρεβατοκάμαρα του Ανδρέα Παπανδρέου, όταν έμενε στο Μαξίμου) «που έβγαζε κατευθείαν στην επάνω βεράντα, και η βεράντα αυτή ήταν αριστούργημα»…
Όμως και πριν απ’ αυτήν την αφήγηση, ένα άλλο επεισόδιο: έχοντας αποφασίσει ότι δεν θα ορκιζόταν με θρησκευτικό όρκο, ο Τσίπρας επέλεξε – ως πρώτη κίνηση – να επισκεφθεί τον Αρχιεπίσκοπο «στέλνοντας ένα μήνυμα σεβασμού στο συναίσθημα της πίστης της συντριπτικής πλειονότητας του Ελληνικού λαού» [Ο Αρχιεπίσκοπος] «έσπευσε πρώτος και χωρίς να του ζητηθεί να τοποθετηθεί μπροστά στις κάμερες για το επίμαχο θέμα της ορκωμοσίας [ξεκαθαρίζοντας] ότι είναι δικαίωμα του κάθε προσώπου να επιλέγει με ποιον τρόπο θα ορκισθεί». [Εύκολα φαντάζεται κανείς ότι αυτή η αφήγηση θα είναι απ’ εκείνες που θα τραβήξουν στην «Ιθάκη» κεραυνούς. [Πάντως, οι προσπάθειες επίλυσης του θέματος της εκκλησιαστικής περιουσίας που ακολούθησαν – ανεπίλυτου θέματος ακόμη – δείχνουν κάτι περισσότερο].
Και πάλι, πριν φθάσει στο Μαξίμου, ο Τσίπρας επέλεξε άλλον έναν συμβολισμό: απότιση φόρου τιμής, στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής, «σε όλες και όλους που έδωσαν την ζωή τους για την ελευθερία της πατρίδας [Πάλι εύκολα φαντάζεται κανείς τους κεραυνούς αυτού του αποσπάσματος. πάντως αυτό το στιγμιότυπο ήταν γνωστότερο]. «Εκπροσωπούσαμε τους ανθρώπους που κυνηγήθηκαν, φυλακίστηκαν, εκτελέστηκαν, αντιμετωπίσθηκαν ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας, ως εχθροί του Κράτους και του έθνους από τους επαγγελματίες της εθνικοφροσύνης».
Αυτή την βουβή ένταση θα την ξαναβρεί ο αναγνώστης πολύ-πολύ αργότερα. Πού; Όταν στο κλείσιμο της διαδρομής των διαπραγματεύσεων εξόδου από το Μνημόνιο -3, την εποχή που είχε προχωρήσει και η άλλη μείζων διεθνοπολιτική πρωτοβουλία – η επίλυση του Μακεδονικού με την Συμφωνία των Πρεσπών – προέκυψε η ακραία (όπως και να το δει κανείς…) διακίνηση του ισχυρισμού ότι προκειμένου να εξασφαλισθεί μια χαλάρωση στο συνταξιοδοτικό, η Κυβέρνηση Τσίπρα είχε «δώσει» την Συμφωνία των Πρεσπών! Εδώ, ο Αλέξης Τσίπρας γράφει: «Ο Μητσοτάκης έφθασε στο τελευταίο σκαλί του κακού τη σκάλα, για θυμηθώ Παλαμά. Και κατασκεύασε την αθλιότητα ότι «ο Τσίπρας αντάλλαξε την Μακεδονία για τις συντάξεις». Όταν το άκουσα για πρώτη φορά δεν πίστευα στα αυτιά μου […] Προκειμένου να κερδίσει τον κόσμο της εθνολαϊκιστικής Δεξιάς, προσποιούμενος τον «υπερπατριώτη» και κατηγορώντας εμένα ως δήθεν εθνικά μειοδότη». Είναι από τα εντονότερα τμήματα του βιβλίου, αυτό. [Προσωπική μαρτυρία: με σοκ επιχειρήθηκε από παρατηρητή των Ευρωπαϊκών να διασταυρωθεί αυτός ο ισχυρισμός στους μηχανισμούς των Βρυξελλών. Η ερώτηση και μόνο, προκάλεσε και σε εκείνους σοκ].
* * *
Ασφαλώς όλα τα μάτια/όλες οι προσδοκίες από την αφήγηση Τσίπρα είναι στραμμένα στην φάση της συγκρουσιακής διαπραγμάτευσης με τους εταίρους που, μέσα/μετά κι από το δημοψήφισμα του Ιουνίου του 2015, κατέληξαν στο Μνημόνιο-3 και στην πορεία υλοποίησης μέχρι και την έξοδο (συνολικά) από τα μνημονιακά χρόνια, του 2018. Πριν όμως αξίζει να επισκεφθεί κανείς την καταγραφή της πρώτης γνωριμίας Τσίπρα με τον Βόλφγκανγκ Σώϋμπλε – πολύ προτού βρεθεί στην εξουσία, τον Ιανουάριο του 2013. Οπότε και, μετά μια μάλλον ψυχρή ανταλλαγή αποψεων, ο Σώϋμπλε του έδωσε «μια φιλική συμβουλή»: αν σκόπευε να εφαρμόσει όλα όσα είχε εξαγγείλει, «θα του ευχόταν να μην εκλεγεί». Εκεί, ήρθε ο Τσίπρας για πρώτη φορά αληθινά αντιμέτωπος – αυτό δηλώνει – με το δόγμα ΤΙΝΑ/there is no alternative. Ο ίδιος ο Σώϋμπλε στα απομνημονεύματά του – και σε συνέντευξη στον Αλέξη Παπαχελά – έχει καταθέσει το ενδιαφέρον εκείνο: «ο Τσίπρας δεν μας είπε ποτέ ψέματα για το τί ήθελε να κάνει». Πάντως… το κλίμα βαρύ.
Η σχέση με την Άνγκελα Μερκελ οικοδομήθηκε πιο πολυεπίπεδα. Ναι μεν σε κάποια στροφή της διαπραγμάτευσης, όπου η διάσταση Βαρουφάκη είχε αρχίσει να βαραίνει επικίνδυνα/αρνητικά («θα μπορούσε να εξελιχθεί σε ένα τεράστιο πρόβλημα, αν έδειχνε [ο Τσίπρας] ανυπομονησία και αγένεια»] η Μέρκελ είχε φθάσει να του ζητήσει να αλλάξει τον υπουργό Οικονομικών «λέγοντας πως, με τον Βαρουφάκη στην θέση του, δεν πίστευε πως υπήρχε περίπτωση να υπάρξει συμφωνία», οπότε ο Τσίπρας απάντησε: «δεν έχω καμία αντίρρηση να αλλάξω τον υπουργό των Οικονομικών, υπό την προϋπόθεση να αλλάξεις και εσύ τον δικό σου». Η συνέχεια, αναμενόμενη: «Πάγωσε [η Μέρκελ] έκανε μια παύση στο τηλέφωνο και άλλαξε θέμα».
Πλην όμως, σε άλλη συγκυρία, η Μέρκελ πήρε τον Τσίπρα παράμερα, του έδωσε το απευθείας τηλέφωνό της, ζητώντας του να την καλέσει αν αισθάνεται ότι θα χρειαζόταν» . [Εδώ, και η «Ελευθερία» της Άνγκελας Μέρκελ αλλά και το «Η ζωή μου στην πολιτική» του Σώϋμπλε μπορεί να διασταυρώσουν την κατάθεση Τσίπρα. Η ουσία: υπήρχε επικοινωνία. και αντίληψη επικοινωνίας].
Αν αυτή ήταν η αίσθηση της συνάντησης Τσίπρα με τους βασικούς συντελεστές της αναμέτρησης που σήμανε γι αυτόν και την Κυβέρνησή του η διακυβέρνηση υπό συνθήκες συνεχούς διαπραγμάτευσης – με σταθερά παρούσα, αυτό το επαναλαμβάνει σταθερά σε κάθε στροφή, την τιμωρητική διάθεση των εταίρων – αλλά και με άλλους όπως ο Γερούν Ντάϊσσελμπλουμ ως Πρόεδρος του Eurogroup, ο πολύ-πολύ σημαντικός και ουσιαστικά υποβοηθητικός Προέδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλωντ Γιουνκέρ, ο Γάλλος Πρόεδρος Φρανσουά Ολλάντ και ο (επίσης Γάλλος) Επίτροπος Οικονομικών Πιερ Μοσκοβισί, μια άλλης μορφής συνάντηση τον είχε φέρει αντιμέτωπο με την προσδοκία-που-ουδέποτε-υπήρξε αληθινά: εκείνην με την Ρωσία, τον Ντμίτρι Μενβέντιεφ και τον Βλαντίμηρ Πούτιν. Σ’ εκείνες τις συναντήσεις που έμειναν – με την διατύπωση Τσίπρα (καλοκαίρι του 2015, στο Οικονομικό Φόρουμ της Αγίας Πετρούπολης) – «Βρισκόμαστε στην μέση μιας φουρτούνας, αλλ’ ο Ελληνικός λαός είναι λαός της θάλασσας, δεν φοβάται και θα φτάσει σε νέα λιμάνια», η Ρωσική ηγεσία ήταν ξεκάθαρη: Η Ελλάδα ανήκε σε άλλη σφαίρα επιρροής, την Ευρωπαϊκή/της ΕΕ. Και οι δυνατότητες στήριξης, δανεισμού, αγοράς εντόκων γραμματίων από την Ρωσική Ομοσπονδία κοκ δεν υπήρχαν στην πραγματικότητα.
Εκείνη η ανώμαλη προσγείωση έφερε την πρώτη ρήξη με ανθρώπους που πίστευαν/προωθούσαν προς αυτήν την διέξοδο – διόλου περίεργο που απ’ εδώ ξεκίνησε, ήδη με την προ-κυκλοφορία της «Ιθάκης», η αντιπαράθεση με Παναγιώτη Λαφαζάνη, Νάντια Βαλαβάνη, Κώστα Ήσυχο (ο τελευταίος διέψευσε παρουσία του σε παρόμοια συνάντηση, δηλώνοντας ότι βρισκόταν στην Βραζιλία με τον Α/ΓΕΕΘΑ Βαγγέλη Αποστολάκη – για τους υπολοίπους το φωτογραφικό στιγμιότυπο με την Ρωσική ηγεσία είναι μαρτυς…).
Πάντως η κατάρρευση των προσδοκιών «έπιασε» ακόμη περισσότερο την σχέση του Αλέξη Τσίπρα με τον βασικό διαπραγματευτή της πρώτης φάσης διακυβέρνησης τον Γιάνη Βαρουφάκη. Για τον οποίο η θέση που εξηγεί είναι ότι τον επέλεξε με βάση και το «πέρασμα» που είχε στο διεθνές κοινό με την υποστήριξη της Ελλάδας τον καιρό του Μνημονίου-1 και -2, αλλά και το θεωρητικό πλαίσιο που πρόβαλε. Ωστόσο από νωρίς διαπίστωσε – στην συζήτηση με την Κριστιν Λαγκάρντ – ότι «χαρακτηριζόταν από ένα παράξενο μείγμα ευφυίας και αφέλειας». Σταδιακά, περιγράφει την απομόνωση Βαρουφάκη από τους ομολόγους του μέχρι την τελική του απομάκρυνση από την διαπραγμάτευση – την οποία πήραν επάνω τους ο Ευκλείδης Τσακαλώτος και ο Γιώργος Χουλιαράκης παρότι ο Βαρουφάκης παρέμεινε μέχρι το καλοκαίρι υπουργός Οικονομικών.
Να σημειωθεί, εδώ, ότι στους κραδασμούς και τις επιθέσεις απαξίωσης κατά Τσίπρα που ξεκίνησαν πριν την κυκλοφορία της «Ιθάκης», ο Γ. Βαρουφάκης δεν προσήλθε μεταξύ των πλειοδοτών. Για τα μέτρα της, ούτε και η Ζωή Κωνσταντοπούλου κι ας είναι αρκετά καυστική η περιγραφή που δίνει ο Τσίπρας για την στάση κωλυσιεργίας της όταν έφθασε η τελική συμφωνία του Αυγούστου 2015/του Μνημονίου-3 στην Βουλή για κύρωση και η ίδια δεν ερχόταν στην έδρα να προχωρήσει η διαδικασία…
Στα κυρίως επεισόδια του 2015, δηλαδή την ένταση μετά τον Φεβρουάριο , την σύγκρουση που έφερε το κλείσιμο των τραπεζών/τα capital controls, την πορεία προς το δημοψήφισμα, την έκβαση με επικράτηση του «ΟΧΙ» και την ανατίναξη του εσωτερικού πολιτικού σκηνικού με την τελική διαπραγμάτευση/έλευση του Μνημονίου -3 καθώς και την πορεία προς τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015, ο αναγνώστης θα βρει την ανάγνωση αυτής της πορείας – μέρα με την ημέρα – από τον Τσίπρα ως πρωταγωνιστή. σωστότερα: ως βασικό συνδιαμορφωτή των πραγμάτων. Να το πούμε αλλιώς: αναδέχεται την κεντρική ευθύνη, όμως δεν τοποθετεί τον εαυτό του σε θέση διαμορφωτή των ισορροπιών αλλά σε συνεχή προσπάθεια να μην διακοπεί η διαπραγμάτευση ΚΑΙ να προκύψει έκβαση εξόδου από την μνημονιακή δέσμευση. Η εναντίωση, όχι απλώς μη-επιδίωξη, όσον αφορά το ενδεχόμενο Grexit – και μάλιστα όταν γίνεται φανερό ότι για την ΕΕ αποχώρηση από την Ευρωζώνη σημαίνει και αποκοπή από την ΕΕ – συναντάται σε κάθε στροφή. [Το αν θα πείσει ή όχι, βασικό στοίχημα αυτό της «Ιθάκης», εξαρτάται περισσότερο από τις διαμορφωμένες θέσεις/απόψεις /τοποθετήσεις των αναγνωστών στην πολιτική σκακιέρα. «Αυτή είναι η Ελλάδα» του 2025…].
Υπ’ αυτήν την έννοια, το ζωηρότερο στιγμιότυπο/η βαρύτερη αφήγηση αναφέρεται στην αντίδραση Μέρκελ (και Ολλαντ) στην αναγγελία Τσίπρα ότι θα πορευθεί σε δημοψήφισμα. και όχι μόνον αυτό, αλλά και ότι θα ταχθεί με το «ΟΧΙ»: το σοκ που προκάλεσε – και η έκβαση του ίδιου του δημοψηφίσματος, η βαρύτητα δηλαδή των γεγονότων – είναι για τον Τσίπρα το σημείο όπου ξεκλείδωσε η απόφαση των εταίρων να προχωρήσουν, βέβαια μαζί με τους βαρύτατους όρους του Μνημονίου -3 και την αντίστοιχα σφιχτή παρακολούθηση της υλοποίησής του, προς μια κατεύθυνση που οδηγούσε στην «καθαρή έξοδο». Η οποία, βέβαια, υλοποιήθηκε το 2018, παράλληλα με την δρομολόγηση της αποχώρησης από την εξουσία… Ας σημειωθεί ότι ένα σημείο που είναι φανερό ότι έχει βαρυνει στις αναμνήσεις του Τσίπρα είναι η συζήτηση για τα δισεκατομμύρια – 80, 100 ή 20 ή 60 … – που «κόστισε» το Μνημόνιο-3. Είναι φανερό ότι αυτή η πλειοδοσία βάρους, που προήλθε και από τις Βρυξέλλες, κυρίως όμως από την αντί-ΣΥΡΙΖΑ μηντιακή συστράτευση, του έχει κοστίσει πολύ. Η προσπάθεια να εξηγηθεί η λογιστική αυτού του κόστους γίνεται με ένα κάποιο άγχος, ενώ κι εδώ ο καθένας /η καθεμία έχει προδιαγεγραμμένη άποψη /αντίληψη.
Το πώς είδε/έζησε/συνδιαμόρφωσε ο Αλέξης Τσίπρας τις ισορροπίες της περιόδου μπορεί να δει ο αναγνώστης σ’ ένα επεισόδιο/σε μια στροφή της αφήγησης όπου θεωρεί ότι μπορεί (αλλά και πρέπει) να δοκιμάσει το όριο αντοχής των εταίρων – δηλαδή του Βόλφγκανγκ Σώϋμπλε – σε μια προσπάθεια άμβλυνσης της κοινωνικής επίπτωσης των μνημονιακών μέτρων. Κινείται λοιπόν στην διαπραγμάτευση χωρίς την αναγκαία (για την περίοδο) προσυμφωνία με τους εταίρους/Θεσμούς, κρατώντας «εκτός» ακόμη και τους βασικούς συντελεστές της επαφής μ’ αυτούς: Ευκλείδη Τσακαλώτο και Γιώργο Χουλιαράκη. Οι οποίοι σοκάρονται, ανησυχούν… αλλά η φάση κερδίζεται.
Έτσι λοιπόν, σελίδα-σελίδα και φάση-με-φάση, ξετυλίγει το Τσίπρας την δική του αφήγηση ημερών που γνωρίζει – το βλέπεις στο ύφος – ότι έχουν «γράψει» σε κάθε αναγνώστη. Ζητά απλώς να ακουστεί ΚΑΙ η δική του φωνή. Να σημειωθεί ότι κάτι αντίστοιχο ισχύει και με τους δυο σημαντικούς υφάλους στους οποίους προσέκρουσε η διακυβέρνησης της περιόδου: την αστοχία, εκ του αποτελέσματος, της διαδικασίας χορήγησης των τηλεοπτικών αδειών (που, ex post, κόστισε πολύ στον ίδιο, στον ΣΥΡΙΖΑ ως Κυβέρνηση και ως Αντιπολίτευση και μέχρι και τώρα άσβεστη μηντιακή εναντίωση) και την υπόθεση Novartis, που οδήγησε τελικά σε αντιστροφή ρόλων εγκαλούντος – κατηγορουμένων και σε μιαν αντίληψη χρήσης του ποινικού για εκκαθάριση πολιτικών λογαριασμών (που θα πίστευε κανείς ότι η πικρή πείρα των Κοσκωτικών και της ΑΓΕΤ θα είχε αποτρέψει τον Ελληνικό πολιτικό κόσμο να την επαναλάβει: όμως κάτι πάνω από 25 χρόνια απόσταση δεν ήταν ικανά να αποθαρρύνουν). Εδώ, ο Αλέξης Τσίπρας αναγνωρίζει τον εσφαλμένο χειρισμό. αναδέχεται την ευθύνη, αν και χωρίς τις «συγγνώμες» που απαιτεί η πολιτική διαπάλη της εποχής. δεν επιλέγει να «φορτώσει» την ευθύνη στους γύρω του, στενότερο ή ευρύτερο κύκλο, παρά αρκείται να περιγράψει ρόλους [Θα του βγει αυτή επιλογή στάσης; Πάντως δεν έκανε την άλλη επιλογή, του προσπεράσματος ή/και του Πόντιου Πιλάτου].
Αντίστοιχη η κάλυψη της μεγάλης υπόθεσης του Προσφυγικού, όπου ο Τσίπρας καταβάλλει την προσπάθεια να ξαναφέρει στον νου του αναγνώστη την ανθρώπινη τραγωδία που διαδραματίστηκε στα νησιά του Αιγαίου «όταν έφταναν οι βάρκες» και εν συνεχεία στην Ειδομένη, όταν έκλεισε ο Βαλκανικός διάδρομος. Το «οι συνθήκες διαβίωσης ήταν από κάθε άποψη απαράδεκτες και επικίνδυνες» βρίσκεται στην ίδια παράγραφο με το πώς «ένα μικρό Ελληνικό χωριό μετατράπηκε […] τόπο-σύμβολο του προσφυγικού δράματος, αλλά και σύμβολο της ανεπάρκειας και της απροθυμίας της Ευρώπης να το αντιμετωπίσει με όρους ανθρωπισμού και αλληλεγγύης». Το αισθάνεσαι στην αφήγηση, πως ο Τσίπρας διαβλέπει ότι το πέρασμα του χρόνου και η σκλήρυνση των κοινωνικών στάσεων στα χρόνια που πέρασαν δεν του επιτρέπουν παρά μιαν αφήγηση-κατάθεση…
Λίγο πριν το τέλος της πρωθυπουργικής του θητείας, και με την αντι-ΣΥΡΙΖΑ εκστρατεία σε πλήρη εξέλιξη – ο Τσίπρας χαρακτηρίζει την πρακτική Μητσοτάκη να αμφισβητεί οποιοδήποτε θετικό της εποχής ως «χωριό Ποτέμκιν» από την ανάποδη, δηλαδή προβολή του κακού , του προβλήματος αντί του όποιου θετικού, του όποιου επιτεύγματος, χωρίς πάντως να αρνείται την πολιτική εμβέλεια του αντι-ΣΥΡΙΖΑ – προέκυψε η τραγωδία στο Μάτι. «Υπήρξε η πιο σκοτεινή, η πιο οδυνηρή και τραυματική δοκιμασία της πρωθυπουργικής μου διαδρομής. Μια προσωπική συντριβή». Την καταγράφει ως κάτι που τον διέλυσε «πρώτα ως άνθρωπο, ύστερα ως Πρωθυπουργό», για να αναδειχθεί την τελική ευθύνη, ως «πληγή στην ψυχή του». Η περιγραφή του πώς του έγινε σαφές ότι υπήρχαν νεκροί («δεν έχουμε σαφή εικόνα, αλλά ζήτησαν σάκους πριν από λίγο») τον πάγωσε, με αναφορά στην καταστροφή που «εξελισσόταν σε ανείπωτη τραγωδία». Στην αφήγησή του ο Τσίπρας ξεκαθαρίζει ότι «έμενα βάραινε πρωτίστως η ευθύνη. Και τα ίδια συναισθήματα βάραιναν όλους τους συνεργάτες μου. Φαινόταν ξεκάθαρα στο βλέμμα μου». Στην συνέχεια – «εν μέσω αυτής της ασφυξίας» – ξεκίνησε «ένας ανεύθυνος πόλεμος ευθυνών απ’ όσους είχαν την επιχειρησιακή ευθύνη». Ο ίδιος, βλέποντας εκ των υστέρων την ένταση των ημερών, θεωρεί «διεστραμμένη προπαγάνδα» την φημολογία ότι έκρυψε «τους νεκρούς, λες και οι νεκροί είναι μολυβένια στρατιωτάκια». Καταγράφει τον κρατικό μηχανισμό , πάντως, ως «τραγικά ανεπαρκή και ευάλωτο». Αλλά και κάνει πικρό παραλληλισμό με την διαχείριση των Τεμπών: «Κανένα σταθμάρχη δεν υπέδειξα ως υπεύθυνο». Υπερασπίζεται, δε την δημιουργία του «112» για το οποίο είχε προκηρυχθεί διαγωνισμός «αλλά δεν είχε ολοκληρωθεί η διαδικασία»…
* * *
Μετά το Μάτι, γίνεται φανερό ότι ο Τσίπρας έχει συνειδητοποιήσει ότι η Κυβέρνηση κλυδωνιζόταν. «Κανείς δεν ήθελε να ακούσει πολιτικές αντιπαραθέσεις στις δικές μας γραμμές».
Και η συνέχεια «Η δημόσια διαφοροποίηση ομάδας πολλών με οργανωμένο τρόπο ενίσχυε την εντύπωση ενός ΣΥΡΙΖΑ χωρίς συνοχή, σαφή προσανατολισμό και στρατηγική» Ναυάγιο […] άτακτες στάσεις που τις αποτελούν «αυτονομημένα καπετανάτα». Βλέπει τον δημόσιο διάλογο, το ενδιαφέρον των πολιτών να υποχωρεί: «Κανείς δεν ήθελε να ακούσει πολιτικές αντιπαραθέσεις». Μολονότι δε τα γεγονότα δεν λείπουν, η πορεία προς την έξοδο έχει αρχίσει. Και δεν είναι μόνον αυτό: «Είχε αρχίσει να επηρεάζει συμπεριφορές η κρυφή γοητεία της εξουσίας». Όταν έφθασε στις τελευταίες του δημόσιες εμφανίσεις πριν τις εκλογές του 2019 – μετά από εκπομπή στον ΣΚΑΙ – ο Τσίπρας είπε στον Θανάση Καρτερό που τον συνόδευε: «Ρε Θανάση αυτοί με μισούν»…
Όταν προέκυψε η λαϊκή ετυμηγορία της κάλπης του Ιουλίου 2019, ο Τσίπρας – αφού παρέδωσε την εξουσία – «με τον Μητσοτάκη καθίσαμε για μια περίπου ώρα […] η συνομιλία μας ήταν πολιτισμένη και θεσμική», βρέθηκε μπροστά σε μια κατάσταση εσωκομματική δύσκολη. Μίλησε για «μετασχηματισμό του ΣΥΡΙΖΑ» πλην απέναντί του αισθάνθηκε ότι «πολλοί ήταν εκείνοι που ήθελαν ένα κόμμα κλειστό, όσο γίνεται πιο ομοιογενές ιδεολογικά […] ανησυχούσαν μήπως διακινδυνεύουμε τα ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά του ΣΥΡΙΖΑ και διολισθήσουμε προς την Σοσιαλδημοκρατία».
Ένα μέτωπο καχυποψίας που είχε να κάνει «ασυνείδητα ή και για κάποιους συνειδητά με έναν βαθύτερο προσωπικό φόβο: το άνοιγμα του κόμματος θα έφερνε νέο κόσμο, νέες φωνές, άρα και νέο ανταγωνισμό , μια συνθήκη απειλής για την θέση [τους] στις κομματικές ισορροπίες».
Ακολουθούν στην αφήγηση διάφορα κομματικά – συγκρότηση ως τάσης της «Ομπρέλας», δικές του αμφιθυμίες «να συγκρουστεί ανοιχτά με λογικές που ήθελαν ένα κόμμα περίκλειστο, φοβικό, καθηλωμένο σε μηχανισμούς και ισορροπίες», διάφορα οργανωτικά πλην «τα πράγματα δεν κυλούσαν όπως το είχα σκεφθεί και σχεδιαστεί». Σε κατάσταση περιδίνησης – με Μητσοτάκη κυρίαρχο στο πολιτικό σκηνικό, με την συνδρομή και της περιπέτειας της πανδημίας της Covid-19 που συσπείρωσε – με επεισόδια διαδρομής όπως της «εκβιαστικής απαίτησης, δημόσια Πολάκη «να στελεχωθεί ψηφοδέλτιο (στα Χανιά) από φιλικά σε αυτόν πρόσωπα, συν με την κίνηση Κατρούγκαλου να δείξει προς την κατεύθυνση επαναφοράς ρυθμίσεων του Ασφαλιστικού (οι οποίες είχαν προκαλέσει μέγιστο κόστος), κατέληξε στο ναυάγιο των εκλογών του Μαΐου 2023.
Εκεί, ο Τσίπρας αυτοπεριγράφεται «με την μοναξιά του καπετάνιου που το πλήρωμά του είναι καταπονημένο και παράλυτο από την ήττα. Με μερικούς μάλιστα έτοιμους να λιποτακτήσουν». Καθώς μπροστά βρίσκονταν – για απόκτηση αυτοδυναμίας της ΝΔ – οι κάλπες του Ιουνίου, ο Τσίπρας αφηγείται «ήθελα να αφήσω πίσω μια προοπτική, μια ελπίδα για ανάκαμψη. Να δρομολογηθεί μια ομαλή μετάβαση στην επόμενη μέρα». Η σκέψη του – αφηγείται – πήγε στην Έφη Αχτσιόγλου, με τον ίδιο να παραμένει στο πλευρό της «με πλήρη στήριξη, σε κάθε στάδιο της προσπάθειας». Η ίδια όμως αρνήθηκε – κατά την εκτίμηση Τσίπρα «γιατί πίστευε πως μόνη της, παίρνοντας αποστάσεις [απ’ αυτόν] θα μπορούσε να υπερβεί τα προβλήματα εντός του ΣΥΡΙΖΑ».
Αυτό, όσο και αν η γραφή της «Ιθάκης» δεν το παραδέχεται, λειτούργησε μέσα του σαν προσωπικό του ρέκβιεμ – ανοίγοντας τον δρόμο στην υποψηφιότητα Κασσελάκη για την προεδρία του ΣΥΡΙΖΑ. «Προσπάθησα να το αποθαρρύνω. Τον ρώτησα αν ήταν σίγουρος για την απόφασή του […]. Μου φάνηκε υπερφίαλος». Η ερμηνεία του Τσίπρα για την επικράτηση Κασσελάκη; «Ο κόσμος του ΣΥΡΙΖΑ, απογοητευμένος από την ήττα και την παραίτησή μου, έψαχνε να βρει τρόπο να τιμωρήσει τον [κομματικό] μηχανισμό. Και ο Κασσελάκης αποδείχθηκε ο κατάλληλος τιμωρός με το αγγελικό πρόσωπο».
Το κλείσιμο αυτού του τμήματος της αφήγησης, κινείται σε μάλλον εσωστρεφή/κομματική τονικότητα. Για να κλείσει με αποχαιρετισμό «στην Αλεξάνδρεια που χάνεις».
* * *
Μετά και από ένα τμήμα του βιβλίου που αναφέρεται στην – κατά Τσίπρα – ανάγνωση των μέτρων εκείνων που κράτησαν «την κοινωνία όρθια», όπου έχει ενδιαφέρον να σημειώσει κανείς την επιλογή δίπλα στα θέματα όπως η Υγεία ή η Δικαιοσύνη, τα Ίσα Δικαιώματα και την προστασία της Εργασίας, να επικαλεσθεί βήματα στην Ψηφιοποίηση ή την Έρευνα και Καινοτομία (σε μια ευθεία διεκδίκηση της αποδοχής ότι «ποτέ δεν ξεχάσαμε ούτε ποιοι είμασταν, ούτε ποιους εκπροσωπούσαμε»), έρχεται ως «Πυξίδα» η στροφή προς το μέλλον/τις προτάσεις για το αύριο.
Εκεί, επιστρατεύονται τα συμπεράσματα της κρίσης – με την παραδοχή, από το ξεκίνημα ήδη, ότι «ξέρουμε την απόσταση που χωρίζει τις ιδέες, τις αξίες, τα ιδανικά, από την πραγματικότητα της εφαρμογής τους», πλην όμως με άρνηση της αμφισβήτησης της αξίας των ιδεών, «του κυνισμού της εξουσίας, της εξουδετέρωσης του ονείρου, της αφοσίωσης, του πάθους στην πολιτική».
Επιστρατεύεται εκεί και Μαρξ, για το ότι οι άνθρωποι δημιουργούν την ίδια τους την ιστορία, «την δημιουργούν όμως όχι όπως τους αρέσει, όχι μέσα από τις συνθήκες που οι ίδιοι διαλέγουν, μα μέσα σε συνθήκες που υπάρχουν άμεσα, που είναι δοσμένες και κληροδοτήθηκαν από το παρελθόν». Εδώ, εδώ ακριβώς συναντά όμως κανείς κυρίως την εμπειρία του «πρώτη-φορά-Αριστερά-στην-εξουσία», κατά την δική μας ανάγνωση. Άμυνα κατά της «επίθεσης λάσπης» που θέλησε την διακυβέρνηση 2015-2019 και τους φορείς της ως ασυνεπείς, τυχοδιώκτες, λάτρεις της εξουσίας. Ακολουθεί η παραδοχή ότι «στην χρεοκοπία δεν μας οδήγησαν μόνον οι ξένοι» αλλ’ ότι «τα αίτια της κρίσης ήταν βαθιά [..]αστήρικτη ευφορία, εύκολο κέρδος, ρηχή οικονομία, αποσάθρωση της παραγωγικής βάσης, πελατειακό κράτος, εκτεταμένη διαφθορά, επικοινωνιακή συγκάλυψη κάθε κινδυνολογίας, άγνοια κινδύνου» – συν ανοχή της Ευρώπης και των διεθνών παρατηρητών μέχρι το 2009…
Όμως … τι απ’ όλα αυτά, από την Ελληνική κρίση ως αρνητικό ορόσημο/το αρνητικό αυτό case study «μας έγινε μάθημα»; Εδώ, όσον αφορά την Ελλάδα ο Αλέξης Τσίπρας θεωρεί – και το καταγράφει εμφατικά – ότι «δεν πήραμε το μάθημά μας [ότι] οι ένοχοι επέστρεψαν ως κατήγοροι […]. Αδιαφορούν για το σαθρό παραγωγικό μοντέλο, το τρομακτικό έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου, το έλλειμμα παραγωγικότητας». Με περαιτέρω αναφορές σε κράτος διαφθοράς παρεοκρατίας και πελατειακών σχέσεων: εδώ, αποφεύγει να αναφερθεί σε συγκεκριμένα, προφανών θεωρώντας ότι το βάρος όσων ζει ο μέσος πολίτης το καθιστά αυταπόδεικτο.
Στρέφεται πάντως και στην Αριστερά. Για να πει – ευθέως, αλλά και με κάτι σαν παράπονο – ότι «από την διαμαρτυρία, την καταγγελία, την αντίσταση, βρεθήκαμε στο άγνωστο για μας πεδίο της διακυβέρνησης».
Εδώ, όμως, εγκαλεί και όσους σήμερα θα ήθελαν και αφήσουν την Αριστερά παράμερα: «Κάνουν λάθος!» Και τούτο επειδή «κατά την διακυβέρνησή μας υπήρξε μια ανάσα δημοκρατίας, εντιμότητας, αλλά και δικαιοσύνης στην χώρα». Μες στοιχεία για την γεφύρωση των ανισοτήτων ιδίως σε σύγκριση με την μετά το 2019 περίοδο: «η Αριστερά για την κοινωνική πλειονότητα αποδεικνύεται χρήσιμη, ακόμη περισσότερο στα δύσκολα».
Από κει και πέρα, δίνεται μια έντονη περιγραφή των κινδύνων και ανασφαλειών της εποχής – ενδιαφέρουσα η επιλογή να πει ότι «η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι μια κατάκτηση των λαών της ηπείρου μας, τον εκφυλισμό ή την διάλυση της οποίας σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να αποδεχθούμε» – όπου χρειάζεται συστράτευση γύρω από ένα νέο προοδευτικό όραμα. Εδώ, στόχοι όπως η ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και των πολιτικών σύγκλισης, ένας επενδυτικός σχεδιασμός «όχι μόνο για αγορές εξοπλισμών» αλλά και γύρω από μια νέα βιομηχανική πολιτική, έρχονται να τεθούν δίπλα στην διεύρυνση του μηχανισμού έκδοσης κοινού χρέους/του Next Generation EU.
Συν, χαλάρωση (προσγείωση στην πραγματικότητα, μετά την Γαλλία, θα λέγαμε…) του ορίου χρέους δίπλα σε ρεαλισμό στην πράσινη μετάβαση «που δεν θα φορτώνει τα βάρη στους αδυνάμους.
Δυο επιπρόσθετα στόχοι – στρατηγική αυτονομία/ουσιαστική Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας καθώς και μετεξέλιξη της θεσμικής συγκράτησης της ΕΕ (σε μια κατεύθυνση «μεταβλητής γεωμετρίας» όπως το διαβάζουμε…) – τίθενται πολύ προσεκτικά. Προς υπερβολικά προσεκτικά, θα λέγαμε, έτσι όπως πορεύεται η Ευρωπαϊκή ισορροπία.
Όσο για την μεταφορά στην Ελληνική σκακιέρα, η στόχευση υψηλότερου ρυθμού μεγέθυνσης αλλιώς «η ικανότητα της οικονομίας να ανταποκρίνεται στις αυξημένες ανάγκες της χώρας θα είναι εξαιρετικά περιορισμένη») δεν πάει πέρα από το αυτονόητο. Αντιθέτως, η έμφαση στην «κοινωνία των χασμάτων» – αναδιατύπωση της κοινωνίας του 1/5, που αφήνει τα 4/5 να τα βγάζει πέρα με δυσκολία – και οι αναφορές στην κλιματική κρίση – «στροφή ή καταστροφή» ως δίλημμα, έχουν ισχυρότερη διατύπωση.
Εκείνο που γεφυρώνει όλα αυτά με την κατακλείδα για απαιτούμενο «μεγάλο σοκ εντιμότητας, δικαιοσύνης και δημοκρατίας [μαζί με] μεγάλο αναπτυξιακό σοκ [….] ολιστικό Εθνικό Σχέδιο Αναγέννησης με ορίζοντα το 2030» είναι το «πώς»; Θέλει ο Αλέξης Τσίπρας να επανοικειοποιηθεί πάλι η Αριστερά τα «πολύχρωμα κινήματα αντίστασης στην ολιγαρχία και την κλεπτοκρατία» σε μια κατεύθυνση πατριωτισμού, κατά Μάικλ Σαντέλ, «ηθικής και οικονομικής ευθύνης απέναντι στην Πολιτεία». Βαρύ το κάλεσμα, αν το πάρει κανείς στα σοβαρά. «Με ένα Κράτος ισχυρό στο να λειτουργεί με κανόνες», με παραγωγικό επαναπροσανατολισμό «εδώ το «πώς;» επανέρχεται εντονότερα…) με στήριξη της εργασίας (με τις συλλογικές συμβάσεις να επανέρχονται, αλλά με αντιστήριξη σε άρση αντεργατικών διατάξεων), αλλά και με νέες αναζητήσεις για αντιμετώπιση του ιδιωτικού χρέους.
Όλα αυτά – όλα βέβαια με ανάγκη/απαίτηση συγκεκριμενοποίησης – είναι προϋπόθεση, κι αυτό γίνεται φανερό, για την αποκατάσταση του Κοινωνικού Κράτους με ιδιαίτερη αναφορά την Υγεία και την Παιδεία, που χωρίς περιστροφές στοχεύονται ως Δημόσια Υγεία και Δημόσια Παιδεία, με τα μάτια στραμμένα στους πολλούς.
Εκεί κάπου, οι προσδοκίες φορτώνονται στην Αριστερά της Νέας Εποχής, μετά από μια κριτική/αυτοκριτική για το πώς «τα λαϊκά στρώματα απομακρύνονται από τις αριστερές και προοδευτικές δυνάμεις» μετά από μια υιοθέτηση νεοφιλελεύθερων αντιλήψεων, απομάκρυνση από τα συμφέροντα και τις ανησυχίες των λαϊκών στρωμάτων, μη-ανταπόκριση στο αίσθημα ανασφάλειας των πολλαπλών κρίσεων.
Η κατακλείδα – αναμενόμενη – είναι ότι μπορεί να αναστραφεί η εν λόγω πορεία, «αν δώσουμε σύγχρονο περιεχόμενο στις αξίες μας […] αν κατέβουμε από την αυτάρκεια των ωραίων διακηρύξεων στο έδαφος της σκληρής πραγματικότητας».
Εκεί, στο κλείσιμο της «Ιθάκης» βρίσκεται η αρχή ενός δρόμου: με αναφορές στην φορολογική δικαιοσύνη (σχετικά σαφέστερη πλέον αναφορά στην φορολόγηση του μεγάλου πλούτου), στην εργασιακή ανασφάλεια και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, καθώς και στην ισορροπία στο προσφυγικό-μεταναστευτικό. Και στο «κρίσιμο ζήτημα για την Αριστερά των συμμαχιών, των μετώπων, της συμπόρευσης [με] διεθνή συνεργασία και συντονισμό για την δημοκρατία και την δικαιοσύνη απέναντι στις αυταρχικές και εθνικιστικές πολιτικές».
Ανήφορος!
Αναδημοσίευση από το [www.kreport.gr]