Το ελληνικό πολιτικό σύστημα φαίνεται ότι βρίσκεται για άλλη μία φορά μετά το 2012 σε φάση ανασύνταξης. Κάτω από την επιφάνεια της κοινοβουλευτικής σταθερότητας κυριαρχεί μια έντονη αίσθηση ρευστότητας: απογοήτευση από τις παραδοσιακές δυνάμεις, κόπωση των παλαιών κομμάτων και πολιτικών, αναζήτηση νέων αφηγημάτων, διαρκής κοινωνική πίεση λόγω ακρίβειας και μια διάχυτη αίσθηση ότι «κάτι πρέπει να αλλάξει».
Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις των GPO, MRB και Pulse δείχνουν ότι οι πολίτες δεν απορρίπτουν την ιδέα νέων κομμάτων· αντιθέτως, ένα σημαντικό κομμάτι του εκλογικού σώματος και ιδιαίτερα οι νέοι, δηλώνει πρόθυμο να εξετάσει νέες επιλογές, ειδικά αν αυτές συνδέονται με αναγνωρίσιμες προσωπικότητες.
Σε αυτό το σκηνικό, τρία ονόματα ξεχωρίζουν: Αλέξης Τσίπρας, Αντώνης Σαμαράς και Μαρία Καρυστιανού. Η δημόσια συζήτηση γύρω από το αν θα δημιουργήσουν κόμμα, αν θα μπορούσαν να το κάνουν ή τι επίδραση θα είχε κάτι τέτοιο, έχει αποκτήσει δυναμική που αποτυπώνεται με σαφήνεια στις έρευνες της κοινής γνώμης. Αυτά τα δεδομένα δεν αποτελούν πρόβλεψη εκλογικού αποτελέσματος, αλλά είναι σαφής ένδειξη διάθεσης, προθέσεων και υπόγειων ρευμάτων.
Η ανάγκη για νέα κόμματα ως πολιτικό σύμπτωμα
Ένα από τα πιο καθαρά συμπεράσματα της MRB είναι ότι το 68 % των πολιτών θεωρεί ότι χρειάζονται νέα κόμματα για να εκφραστούν οι σημερινές ανάγκες και ανησυχίες. Αυτό δεν είναι απλώς μια ένδειξη απογοήτευσης απέναντι στο υπάρχον πολιτικό προσωπικό· είναι ένα πιο βαθύ κοινωνικό μήνυμα. Σε περιόδους κρίσης, οικονομικής ή πολιτικής, η αναζήτηση νέων προσώπων και προτάσεων είναι συχνό φαινόμενο. Η ελληνική περίπτωση δεν αποτελεί εξαίρεση.
Η συσσωρευμένη δυσφορία γύρω από την ακρίβεια, η αίσθηση ότι τα μεγάλα κόμματα έχουν χάσει την επαφή με τις καθημερινές ανάγκες, και η διαρκής πόλωση χωρίς απτά αποτελέσματα, οδηγεί ένα μεγάλο μέρος των πολιτών να αναζητά κάτι «άλλο». Αυτό το «άλλο» μπορεί να είναι ρεαλιστικό πολιτικό σχέδιο ή απλώς ελπίδα. Είτε έτσι είτε αλλιώς, όμως, αποτελεί πολιτική δυναμική έτοιμη να μετατραπεί σε ψήφο.
Το ενδιαφέρον είναι ότι σε αυτό το ρεύμα χωρούν πρόσωπα πολύ διαφορετικής προέλευσης: ένας πρώην πρωθυπουργός της δεξιάς, ένας πρώην πρωθυπουργός της αριστεράς αλλά και ένα πρόσωπο που αναδύεται απ’ ευθείας μέσα από την κοινωνία στην κεντρική σκηνή.
Το σχέδιο Τσίπρα: Η επιστροφή ως «νέος παίκτης»
Πόσο πιθανό είναι να πείσει;
Ο Αλέξης Τσίπρας παραμένει μια από τις πιο αναγνωρίσιμες πολιτικές φυσιογνωμίες της χώρας. Μετά την αποχώρησή του από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, η συζήτηση περί επιστροφής με νέο κόμμα δεν σταματά. Σύμφωνα με GPO και MRB, περίπου το 18–21 % των πολιτών δηλώνουν ότι «σίγουρα ή μάλλον» θα ψήφιζαν ένα νέο κόμμα υπό τον Τσίπρα. Το ποσοστό δεν είναι αμελητέο, ειδικά αν σκεφτεί κανείς ότι προέρχεται από μια περίοδο κατά την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσιάζει ιστορικά χαμηλές επιδόσεις. Για την ακρίβεια είναι περίπου 4% πάνω από το ποσοστό που πήρε στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές.
Το πολιτικό μήνυμα που προκύπτει είναι διττό. Από τη μία, υπάρχει ακόμη ένα ισχυρό κοινό που θεωρεί ότι ο Τσίπρας εκπροσωπεί την πιο αξιόπιστη εκδοχή της αντιπολίτευσης. Από την άλλη όμως, τα αρνητικά ποσοστά παραμένουν υψηλά: η Pulse δείχνει ότι περίπου ένα τρίτο βλέπει αρνητικά την ιδέα ενός κόμματος Τσίπρα.
Η επίδραση του βιβλίου του («Ιθάκη») είναι επίσης ενδεικτική: το 44 % το βλέπει αρνητικά, ενώ μόνο το 26 % θεωρεί ότι έχει θετικό αντίκτυπο στην εικόνα του. Αυτό σημαίνει ότι, πέρα από το στενό του κοινό, ο Τσίπρας αντιμετωπίζει δυσπιστία που πιθανότατα σχετίζεται με το παρελθόν της διακυβέρνησής του. Το αν θα μπορέσει να εμφανιστεί ως «νέα» πολιτική πρόταση, εξαρτάται από το κατά πόσο μπορεί να αποσυνδεθεί από το πολιτικό βάρος που κουβαλάει.
Αυτό το 20 % δυναμικής όμως παραμένει σε κάθε περίπτωση ισχυρό. Αν ο Τσίπρας αποφάσιζε να επιστρέψει με νέο κόμμα, θα μπορούσε να αναδιατάξει τον προοδευτικό χώρο και να στερήσει κρίσιμες δυνάμεις από το ΠΑΣΟΚ, αλλά και από τον ΣΥΡΙΖΑ υπό τη σημερινή του μορφή.
Ο παράγοντας Σαμαράς
Περιορισμένη απήχηση, αλλά με ιδιαιτερότητες
Ο Αντώνης Σαμαράς είναι μια πολιτική προσωπικότητα με σημαντική ιστορική διαδρομή στη Νέα Δημοκρατία, αλλά η ιδέα νέου κόμματος υπό την ηγεσία του φαίνεται να συγκινεί πολύ μικρότερο ποσοστό του εκλογικού σώματος. Στις μετρήσεις, μόλις 6–8 % δηλώνουν ότι θα το εξέταζαν σοβαρά ως επιλογή.
Το ενδιαφέρον στοιχείο, όμως, βρίσκεται αλλού: η δυνητική ψήφος για τον Σαμαρά προέρχεται κυρίως από δεξιούς ψηφοφόρους που είναι απογοητευμένοι από τη σημερινή ΝΔ, αλλά δεν προτίθενται να κινηθούν ούτε προς την Ελληνική Λύση ούτε προς πιο ακραίους σχηματισμούς. Για αυτούς, ο Σαμαράς μπορεί να λειτουργήσει ως «δικλείδα ασφαλείας» της παραδοσιακής δεξιάς, ειδικά σε ζητήματα εθνικής πολιτικής.
Ωστόσο, τα νούμερα είναι χαμηλά, και αυτό δύσκολα αλλάζει. Η πολιτική του εικόνα είναι βαθιά συνδεδεμένη με το παρελθόν, όχι με το μέλλον. Η κοινωνία δηλώνει ότι θέλει αλλαγή, όχι επιστροφή σε παλιούς πρωταγωνιστές. Όμως το πολιτικό σύστημα δεν λειτουργεί πάντα μόνο με τα νούμερα· λειτουργεί και με πιέσεις, ισορροπίες και σχέσεις. Ένα κόμμα Σαμαρά δεν θα απειλούσε τη Νέα Δημοκρατία σε επίπεδο ποσοστών, αλλά θα μπορούσε να επηρεάσει πολιτικές ισορροπίες μέσα στη δεξιά πολυκατοικία.
Το «φαινόμενο Καρυστιανού»
Μια απροσδόκητη και ισχυρή δυναμική
Το πιο εντυπωσιακό εύρημα των δημοσκοπήσεων είναι ότι η Μαρία Καρυστιανού συγκεντρώνει τις υψηλότερες πιθανότητες ψήφου. Η MRB καταγράφει ποσοστά έως και 36,5 % ως δυνητική ψήφο, ενώ η GPO αποτυπώνει σχεδόν 20 % διαθεσιμότητα των ψηφοφόρων που απορρίπτουν τα άλλα κόμματα.
Πρόκειται για μια κοινωνιολογικά ενδιαφέρουσα περίπτωση. Η Καρυστιανού δεν έχει πολιτικό παρελθόν, άρα δεν κουβαλάει αρνητικό φορτίο. Δεν εκπροσωπεί κάποιο κομματικό ακροατήριο με ιστορικές αντιπαλότητες. Εμφανίζεται ως πρόσωπο «εκτός συστήματος», αλλά όχι ακραίο. Αυτό της δίνει έναν χώρο που οι πολιτικοί επιστήμονες θεωρούν «υψηλής εκλογικής ελαστικότητας».
Σε κοινωνίες κουρασμένες από τους ίδιους παίκτες, μια φρέσκια παρουσία μπορεί να αναπτυχθεί γρήγορα. Τα στοιχεία δείχνουν ότι συγκεντρώνει θετικές γνώμες σε ένα εύρος που καλύπτει από κεντρώους μέχρι προοδευτικούς ψηφοφόρους, και από απογοητευμένους νεοδημοκράτες μέχρι αναζητητές «τρίτης επιλογής».
Το σημαντικότερο όμως: η Καρυστιανού εμφανίζεται να εκφράζει ένα ρεύμα που δεν έχει ακόμη πολιτικό όνομα, αλλά έχει κοινωνικό υπόβαθρο. Αυτό την καθιστά τη μεγαλύτερη «απειλή» για τα κεντρώα κόμματα και ταυτόχρονα τη μεγαλύτερη «ευκαιρία» για μια ανατροπή του πολιτικού σκηνικού αν αποφασίσει να μπει επισήμως στον στίβο.
Η ακρίβεια ως κοινός παρονομαστής των αλλαγών
Ένα στοιχείο που επανέρχεται διαρκώς στις μετρήσεις της Pulse είναι ότι η ακρίβεια αποτελεί το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα για την πλειονότητα των πολιτών. Όταν η οικονομική πίεση γίνεται δομική και όχι περιστασιακή, αποτυπώνεται άμεσα στην πρόθεση ψήφου.
Πολιτικά, αυτό σημαίνει ότι οι πολίτες αξιολογούν πλέον τα κόμματα όχι μόνο με βάση την ιδεολογία τους, αλλά με βάση την αποτελεσματικότητά τους σε καθημερινά ζητήματα. Όταν η κυβέρνηση δεν πείθει ότι έχει άμεσες λύσεις και η αντιπολίτευση δεν πείθει ότι έχει ρεαλιστικό εναλλακτικό σχέδιο, τότε ο χώρος για νέους σχηματισμούς διευρύνεται.
Ακριβώς αυτό βλέπουμε σήμερα: μια κοινωνία που αναζητά απτές απαντήσεις, όχι πολιτικά «σημαιάκια». Το γεγονός ότι οι τρεις πιθανές νέες πολιτικές κινήσεις ανήκουν σε εντελώς διαφορετικούς κόσμους ενισχύει την άποψη ότι η ανάγκη για αλλαγή δεν είναι ιδεολογική αλλά λειτουργική.
Στρατηγικές επιλογές για τα τρία πρόσωπα
- Τσίπρας: επικοινωνιακή «αναγέννηση» και στοχευμένη προσέγγιση κεντροαριστερών και αναποφάσιστων.
- Σαμαράς: διατήρηση της υπάρχουσας δεξιάς βάσης και ρόλος ρυθμιστή σε πιθανές μελλοντικές διακυβερνήσεις.
- Καρυστιανού: δημιουργία ευρύτερης συμμαχίας με κεντρώους και κεντροαριστερούς, έμφαση σε καθημερινά ζητήματα, ισχυρή επικοινωνιακή στρατηγική για την εικόνα νέου και αξιόπιστου προσώπου.
Η επιτυχία των στρατηγικών αυτών θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό από τον τρόπο που θα διαχειριστούν την επικοινωνία και την παρουσία τους στα ΜΜΕ, αλλά και από την ικανότητα να μεταφέρουν μηνύματα που ανταποκρίνονται στην κοινωνική πραγματικότητα.
Τι σημαίνουν όλα αυτά για το πολιτικό σύστημα
Ποιες ανακατατάξεις μπορεί να φέρει η επόμενη περίοδος
Οι δημοσκοπήσεις δεν αποτελούν προφητείες. Είναι όμως παράθυρα προς τη διάθεση της κοινωνίας. Και αυτή τη στιγμή, η εικόνα είναι ξεκάθαρη: η πολιτική σταθερότητα που δείχνουν οι μετρήσεις πρόθεσης ψήφου δεν αντιστοιχεί σε κοινωνική σταθερότητα. Κάτω από την επιφάνεια υπάρχει έντονη κινητικότητα.
Οι πιθανές επιπτώσεις είναι οι εξής:
- Η κεντροαριστερά κινδυνεύει με κατακερματισμό
Ένα κόμμα Τσίπρα θα απορροφούσε τμήματα του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ. Η Καρυστιανού θα μπορούσε επίσης να επηρεάσει αυτόν τον χώρο. - Η κεντροδεξιά απειλείται από εσωτερικές διαρροές, όχι από τη ριζοσπαστική δεξιά
Ένα κόμμα Σαμαρά δεν θα σάρωνε, αλλά θα μπορούσε να κόψει κρίσιμα ποσοστά από τη ΝΔ. - Η «μεσαία τάξη του μη-ανήκειν» είναι ο μεγάλος ρυθμιστής
Οι πολίτες που δεν νιώθουν ότι ανήκουν σε κάποιο παραδοσιακό κομματικό στρατόπεδο δείχνουν υψηλή προθυμία να κινηθούν προς νέα σχήματα. - Η δυναμική της Καρυστιανού μπορεί να λειτουργήσει καταλυτικά
Αν αποφασίσει να προχωρήσει, θα αλλάξει άμεσα τις ισορροπίες. Αν όχι, οι ψηφοφόροι που δηλώνουν διαθεσιμότητα για αυτήν θα αναζητήσουν άλλον χώρο.
Η εικόνα που προκύπτει από τις τελευταίες δημοσκοπήσεις είναι γόνιμα αντιφατική. Από τη μία, η Νέα Δημοκρατία διατηρεί προβάδισμα. Από την άλλη, όμως, ένα τεράστιο τμήμα της κοινωνίας αναζητά νέες πολιτικές εκφράσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, οι δυναμικές γύρω από τα πιθανά κόμματα Τσίπρα, Σαμαρά και Καρυστιανού δεν είναι απλές υποθέσεις· είναι ενδείξεις ενός πολιτικού συστήματος που ετοιμάζεται να ζήσει νέες αναταράξεις.
Το πού θα καταλήξει αυτή η αναζήτηση δεν είναι ακόμη ξεκάθαρο. Εκείνο όμως που είναι σαφές είναι ότι η κοινωνία δεν είναι αδρανής· είναι σε φάση αναμονής, αναζήτησης και μετακίνησης. Και σε τέτοιες περιόδους, η πολιτική ιστορία αλλάζει συχνά όχι από το αναμενόμενο, αλλά από το απρόβλεπτο.