Η πανηγυρική υποδοχή του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ προς τον de facto ηγέτη της Σαουδικής Αραβίας, τον πρίγκιπα διάδοχο Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, στον Λευκό Οίκο, στόχευε ξεκάθαρα να στείλει μήνυμα: η Ουάσινγκτον θεωρεί την εμβάθυνση της σχέσης με το Ριάντ κεντρικό στοιχείο της στρατηγικής της στη Μέση Ανατολή. Ωστόσο, πίσω από τις εντυπωσιακές δηλώσεις, τα φιλόδοξα επενδυτικά νούμερα και την υπόσχεση για πιθανή προμήθεια F-35, αναλυτές βλέπουν περισσότερα ερωτήματα παρά απαντήσεις.
Η επίσκεψη του Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν ήταν η πρώτη στις ΗΠΑ από το 2018 — χρονιά κατά την οποία δολοφονήθηκε ο Σαουδάραβας δημοσιογράφος και σφοδρός επικριτής του καθεστώτος, Τζαμάλ Κασόγκι. Η υπόθεση, την οποία η αμερικανική μυστική υπηρεσία CIA συνέδεσε ευθέως με εντολή του πρίγκιπα διαδόχου, εξακολουθεί να αποτελεί ηθική και πολιτική σκιά πάνω από τις διμερείς σχέσεις. Ωστόσο, για τον Τραμπ, η πραγματικότητα είναι πιο πραγματιστική: «τεράστιες επενδύσεις», «ιστορικές συμφωνίες» και ένας στρατηγικός άξονας που «πρέπει να ενισχυθεί».
Υποσχέσεις 1 τρισ. δολαρίων: περισσότερη πολιτική παρά οικονομική πραγματικότητα;
Σύμφωνα με τον Λευκό Οίκο, η Σαουδική Αραβία δεσμεύτηκε να αυξήσει από τα 600 δισ. στα 1 τρισ. δολάρια τον όγκο των επενδύσεών της στις ΗΠΑ — ένα ποσό σχεδόν ταυτόσημο με το σύνολο του σαουδαραβικού ΑΕΠ το 2023 (1,07 τρισ.). Το μήνυμα της Ουάσινγκτον ήταν ότι η αύξηση αυτή αντικατοπτρίζει «εμβάθυνση εμπιστοσύνης» προς την αμερικανική ηγεσία.
Μόνο που υπάρχει ένα πρόβλημα: κανείς δεν γνωρίζει ούτε χρονοδιάγραμμα, ούτε δεσμευτικούς όρους, ούτε συγκεκριμένα έργα.
Ο Πολ Ντόνοβαν, επικεφαλής οικονομολόγος της UBS Global Wealth Management, σχολίασε σκωπτικά ότι τέτοιου τύπου υποσχέσεις έχουν γίνει ρουτίνα στη διεθνή πολιτική, ακόμη και όταν δεν συνοδεύονται από μηχανισμούς εφαρμογής:
«Για να καταλάβουμε την κλίμακα, η δέσμευση αυτή ισοδυναμεί με το σύνολο του ετήσιου ΑΕΠ της Σαουδικής Αραβίας. Δεν είναι βέβαιο ότι θα τιμηθεί στο άμεσο μέλλον».
Σαουδαραβικές επενδύσεις στις ΗΠΑ δεν είναι ασυνήθιστες — το Public Investment Fund (PIF) αποτελεί έναν από τους πιο δραστήριους κρατικούς επενδυτικούς φορείς στον κόσμο. Ωστόσο, η μετάβαση από τα γενικά επενδυτικά ανοίγματα σε επενδύσεις αξίας ενός τρισεκατομμυρίου απαιτεί βαθιές μεταρρυθμίσεις, οικονομική ρευστότητα, αλλά και σταθερό γεωπολιτικό περιβάλλον — παράγοντες που δεν είναι καθόλου δεδομένοι.
Η νέα “μεγάλη συμφωνία”: F-35 στη Σαουδική Αραβία;
Πέρα από τις οικονομικές ανακοινώσεις, η πραγματική βαρύτητα της επίσκεψης βρίσκεται στον αμυντικό τομέα. Ο Τραμπ και ο Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν συζήτησαν μια πιθανή συμφωνία για την προμήθεια έως και 48 μαχητικών αεροσκαφών F-35 — τη “ναυαρχίδα” των αμερικανικών stealth δυνατοτήτων και το κορυφαίο στρατιωτικό πλεονέκτημα των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή.
Παρά την ενθουσιώδη διατύπωση του Λευκού Οίκου («ισχυροποιείται η αμερικανική αμυντική βιομηχανία», «η Σαουδική Αραβία συνεχίζει να αγοράζει αμερικανικά όπλα»), κανένα στοιχείο δεν αποκαλύφθηκε για αριθμούς, χρονοδιαγράμματα ή τεχνολογικούς όρους.
Και εδώ ξεκινούν οι δυσκολίες.
Το εμπόδιο που λέγεται Ισραήλ — και το “Qualitative Military Edge”
Το Ισραήλ είναι μέχρι σήμερα η μοναδική χώρα της Μέσης Ανατολής που διαθέτει F-35. Η ιδέα πως το Ριάντ θα αποκτήσει την ίδια τεχνολογία αποτελεί “κόκκινη γραμμή” για πολλούς στο Τελ Αβίβ.
Αξιωματούχοι των IDF έχουν εκφράσει ανοιχτά ότι κάτι τέτοιο θα έθετε σε κίνδυνο την ισραηλινή αεροπορική υπεροχή, θεμέλιο της περιφερειακής στρατηγικής ασφάλειας του Ισραήλ από τη δεκαετία του ’70.
Αυτό συνδέεται με έναν θεσμικό μηχανισμό: ο λεγόμενος Qualitative Military Edge (QME), ο οποίος υποχρεώνει τις ΗΠΑ — νομοθετικά — να διασφαλίζουν ότι το Ισραήλ διατηρεί την ποιοτική στρατιωτική υπεροχή έναντι οποιουδήποτε γείτονα.
Ο Τραμπ, πάντως, υποβάθμισε τις ανησυχίες. «Θα πουλήσουμε F-35», δήλωσε, προσθέτοντας χαρακτηριστικά: «Η Σαουδική Αραβία είναι μεγάλος σύμμαχος — και το Ισραήλ επίσης». Πρόσθεσε μάλιστα ότι κατανοεί την ισραηλινή επιθυμία για “μειωμένης ισχύος” μοντέλα, αλλά «και οι δύο είναι σε επίπεδο που δικαιούνται κορυφαίας τεχνολογίας».
Για πολλούς αναλυτές, αυτή η τοποθέτηση ισοδυναμεί με διπλωματική ακροβασία χωρίς δίχτυ ασφαλείας.
Η εξίσωση Κίνα–Σαουδική Αραβία–ΗΠΑ
Ένας επιπλέον παράγοντας που καθιστά τη συμφωνία περίπλοκη είναι η ενίσχυση των σχέσεων Ριάντ–Πεκίνου. Η Σαουδική Αραβία έχει υπογράψει μεγάλες συμφωνίες τεχνολογίας, ενέργειας και άμυνας με την Κίνα — γεγονός που προκαλεί καχυποψία στην Ουάσινγκτον, ιδιαίτερα όταν αφορά τεχνολογίες αιχμής όπως οι stealth δυνατότητες των F-35.
Ο Μπράντλεϊ Μπόουμαν, ανώτερος διευθυντής στο Foundation for Defense of Democracies, προειδοποίησε ότι οι ΗΠΑ πρέπει να επιμείνουν σε προϋποθέσεις:
«Πριν παραδοθούν F-35 στη Σαουδική Αραβία, πρέπει να αντιμετωπιστούν ζητήματα που αφορούν τις σχέσεις Ριάντ με την Κίνα, να διασφαλιστεί ότι τηρείται ο νόμος για το Qualitative Military Edge και να προηγηθεί εξομάλυνση των σχέσεων Σαουδικής Αραβίας–Ισραήλ».
Το μήνυμα είναι σαφές: κανένα F-35 πριν τις νέες “Συμφωνίες του Αβραάμ”.
Μπορεί το Ριάντ να κάνει το βήμα προς εξομάλυνση;
Οι ΗΠΑ προσπαθούν εδώ και χρόνια να επιτύχουν μια “μεγάλη συμφωνία”: εξομάλυνση των σχέσεων Σαουδικής Αραβίας και Ισραήλ, σε αντάλλαγμα για ισχυρές αμυντικές εγγυήσεις και οικονομικά ανταλλάγματα από την Ουάσινγκτον. Ο Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν έχει δηλώσει κατά καιρούς ότι δεν αποκλείει το ενδεχόμενο, αλλά ορίζει ορισμένες προϋποθέσεις — κυρίως πρόοδο στο Παλαιστινιακό.
Η κυβέρνηση Τραμπ, όμως, φαίνεται τελικά να επιδιώκει μια λύση που παρακάμπτει τη συζήτηση γύρω από το κράτος της Παλαιστίνης. Αυτό δημιουργεί ένα χάσμα μεταξύ των ανακοινώσεων και της πραγματικότητας: κανένα Ριάντ δεν θα ήθελε να εμφανιστεί ότι “αδειάζει” τον αραβικό κόσμο χωρίς έστω συμβολικές πολιτικές παραχωρήσεις.
Η “μακριά διαδρομή” των εξοπλιστικών συμφωνιών
Στην πραγματικότητα, όπως τονίζουν ειδικοί, η απόσταση ανάμεσα στις ανακοινώσεις και στις παραδόσεις αεροσκαφών μπορεί να είναι τεράστια.
Ο Πολ Μάσγκρεϊβ, καθηγητής στο Georgetown University Qatar, το έθεσε απλά:
«Μπορεί να ανακοινωθεί μια μεγάλη συμφωνία, αλλά άλλο πράγμα η ανακοίνωση και άλλο να βλέπουμε F-35 να απογειώνονται από σαουδαραβικές βάσεις. Ανάμεσα στα δύο υπάρχουν τεράστιες λεπτομέρειες που μπορούν να τινάξουν μια συμφωνία στον αέρα».
Σύμφωνα με τον ίδιο, το αμερικανικό Κογκρέσο — όπου το φιλοϊσραηλινό κλίμα παραμένει ισχυρό — θα απαιτήσει ρήτρες, περιορισμούς τεχνολογίας και πλήρη έλεγχο της διαδικασίας. Ακόμη κι αν υπάρξει τελική πολιτική συμφωνία, η υλοποίηση μπορεί να καθυστερήσει “χρόνια”.
Το πολιτικό στοίχημα του Τραμπ
Για τον Τραμπ, η σχέση με τη Σαουδική Αραβία είναι μια ευκαιρία επίδειξης αμερικανικής ισχύος, αλλά και μια στρατηγική για την ενίσχυση της αμερικανικής βιομηχανίας όπλων. Σε ένα περιβάλλον όπου η Κίνα ενισχύει την επιρροή της στον Κόλπο και το Ιράν επιχειρεί να εκμεταλλευτεί κάθε ρήγμα, η Ουάσινγκτον θέλει τον Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν “δεμένο” στο αμερικανικό άρμα.
Ωστόσο, η πολιτική αυτή έχει κόστος. Η υπόθεση Κασόγκι παραμένει “αγκάθι”, ιδιαίτερα για τους Δημοκρατικούς, ενώ η προμήθεια F-35 μπορεί να πυροδοτήσει αντιδράσεις ακόμη και μέσα στο ίδιο το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα.
Η νέα γεωπολιτική πραγματικότητα
Η Μέση Ανατολή σήμερα δεν μοιάζει με αυτήν της δεκαετίας του 2000 — ούτε με αυτήν του 2015. Το Ριάντ και το Άμπου Ντάμπι ακολουθούν μια πιο αυτόνομη στρατηγική, όπου η συνεργασία με τις ΗΠΑ είναι σημαντική, αλλά όχι αποκλειστική. Παράλληλα, ο πόλεμος Γάζας–Ισραήλ, οι περιφερειακές συγκρούσεις, η ανάδυση της Κίνας και η επαναδιαμόρφωση των συμμαχιών δημιουργούν ένα πιο ρευστό σκηνικό από ποτέ.
Σε αυτό το τοπίο, η Ουάσινγκτον προσπαθεί να στήσει μια νέα “αρχιτεκτονική ασφάλειας”, όπου η Σαουδική Αραβία θα αποτελεί κεντρικό πυλώνα. Αλλά αυτή η στρατηγική προϋποθέτει:
- εξομάλυνση με το Ισραήλ,
- αποστασιοποίηση από την Κίνα σε κρίσιμες τεχνολογίες,
- σταθερότητα στο εσωτερικό του βασιλείου,
- και αποδοχή από το αμερικανικό Κογκρέσο.
Τίποτα από αυτά δεν είναι δεδομένο.
Μεγάλα λόγια, αβέβαιες προοπτικές
Η επίσκεψη του Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν στον Λευκό Οίκο συνοδεύτηκε από εικόνες ισχύος, φανταχτερά νούμερα και την υπόσχεση για μια στρατηγική συνεργασία χωρίς προηγούμενο. Όμως, το πραγματικό περιεχόμενο των συμφωνιών παραμένει θολό — τόσο στα επενδυτικά όσο και στα εξοπλιστικά σχέδια.
Τόσο οι οικονομολόγοι όσο και οι ειδικοί στην άμυνα συμφωνούν σε ένα σημείο: η απόσταση ανάμεσα στις ανακοινώσεις και στην υλοποίηση είναι τεράστια. Και η γεωπολιτική πραγματικότητα της Μέσης Ανατολής — ασταθής και γεμάτη συγκρούσεις — καθιστά το “μεγάλο άλμα” ΗΠΑ–Σαουδικής Αραβίας πιο περίπλοκο από ποτέ.
Αν η ιστορία έχει δείξει κάτι, είναι ότι τέτοιου τύπου συμφωνίες κερδίζουν πρωτοσέλιδα — αλλά όχι πάντα ορίζονται από αυτές οι ισορροπίες της περιοχής.