Παρά το γεγονός ότι η εργασία θεωρείται ιστορικά το βασικό μέσο κοινωνικής ένταξης και οικονομικής αυτοδυναμίας, η πραγματικότητα στις σύγχρονες κοινωνίες αποδεικνύεται πολύ πιο σύνθετη.
Το φαινόμενο των «φτωχών εργαζόμενων» – ανθρώπων που, ενώ εργάζονται συστηματικά, δεν καταφέρνουν να εξασφαλίσουν ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης – έχει αναδειχθεί σε κεντρικό κοινωνικοοικονομικό ζήτημα τις τελευταίες δεκαετίες. Από τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου η φτώχεια μεταφράστηκε επί μακρόν σε ατομική αποτυχία, μέχρι την Ευρώπη, όπου η αντιμετώπισή της εντάσσεται στις ευθύνες του κοινωνικού κράτους, η συζήτηση γύρω από τα αίτια και τις μορφές αυτού του φαινομένου είναι πολυεπίπεδη και ανοιχτή.
Η ανάλυση του καθηγητή Μιχάλη Χλέτσου φωτίζει ακριβώς αυτή τη μετάβαση: από την παραδοχή ότι η εργασία αποτελεί «εισιτήριο» προς την κοινωνική κινητικότητα, στην αναγνώριση ότι σε ολοένα και περισσότερες περιπτώσεις δεν αρκεί. Στην Ευρώπη αλλά και στην Ελλάδα, όπου τα στοιχεία δείχνουν επίμονα υψηλά ποσοστά φτωχών εργαζόμενων, συγκλίνουν παράγοντες όπως η προσωρινή ή χαμηλής έντασης απασχόληση, τα χαμηλά επίπεδα εκπαίδευσης, οι διακυμάνσεις της αγοράς εργασίας και οι ευαλωτότητες συγκεκριμένων τύπων νοικοκυριών. Ο συνδυασμός αυτών των παραμέτρων παράγει ένα σταθερό υπόστρωμα οικονομικής ανασφάλειας, ακόμη και σε περιόδους μείωσης της ανεργίας ή ανάπτυξης.
Σε αυτό το πλαίσιο, το ζήτημα δεν αφορά μόνο στατιστικούς δείκτες· αφορά τον τρόπο με τον οποίο οι κοινωνίες αντιλαμβάνονται τη σχέση μεταξύ εργασίας, αξιοπρέπειας και κοινωνικής προστασίας. Η συμβολή του Μιχάλη Χλέτσου εισάγει μια αναγκαία οπτική ισορροπίας: αναγνωρίζει τα δομικά αίτια που γεννούν την «εντός της εργασίας» φτώχεια, χωρίς να παραγνωρίζει τις ιδιαιτερότητες κάθε οικονομίας. Και κυρίως, θέτει στο επίκεντρο ένα ερώτημα που επιστρέφει επίμονα: εάν η εργασία δεν αρκεί για να προστατεύσει από τη φτώχεια, τότε ποιο πρέπει να είναι το επόμενο βήμα των κοινωνικών πολιτικών;
Ολόκληρη η ανάλυση:
- Εργασία και φτώχεια : Μία αντιφατική σχέση ;
Το φαινόμενο των εργαζόμενων φτωχών αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά κοινωνικο-οικονομικά προβλήματα των σύγχρονων κοινωνιών. Από τις αρχές της δεκαετίας του 60 ανακοινώνονται στοιχεία για τη φτώχεια από το United States Census Bureau[1]. Η φτώχεια έγινε εθνικό ζήτημα στις ΗΠΑ μετά τη δημοσίευση του βιβλίου του Michael Harrington (1962) για τη φτώχεια στις ΗΠΑ. Στοιχεία για τους εργαζόμενους φτωχούς στις ΗΠΑ είναι διαθέσιμα τέλος της δεκαετίας του 70 με αρχές της δεκαετίας του 80 (Kenworthy & Marx 2018). Σ’ ότι αφορά τους εργαζόμενους φτωχούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έχουμε στοιχεία από το τέλος του 90 με αρχές του 2000 (Peña-Casas & Latta 2004). Κάθε Αμερικάνος εφόσον το επιθυμεί μπορεί να βρει εργασία. Αυτό αποτελεί κοινωνική πεποίθηση αλλά και πολιτικό ιδεώδες. Στις ΗΠΑ κυριαρχεί η αντίληψη ότι η φτώχεια σχετίζεται με ατομικές αποτυχίες, και όχι με δομικά κοινωνικά αίτια. Αυτό συνδέεται με: α) την αμερικανική κουλτούρα της αυτοδημιούργησης β) την πίστη στην αξιοκρατία και γ) την παραδοσιακή ιδέα ότι η σκληρή δουλειά οδηγεί σε επιτυχία. Ο φτωχός θεωρείται ως ο τεμπέλης, ως το άτομο που δεν θέλει να εργαστεί. Αν κάποιος προσπαθεί αρκετά, τότε δεν θα είναι φτωχός. Η αμερικάνικη κουλτούρα δίνει ιδιαίτερη αξία στην εργασία, που δεν την θεωρεί μόνο μέσου βιοπορισμού αλλά θεμελιώδη προσωπική αξία και πηγή κοινωνικής αναγνώρισης. Η πολιτική των ΗΠΑ εστιάζει κυρίως στην εργασία υποστηρίζοντας ότι μέσω της εργασίας, οποιασδήποτε εργασίας, θα αντιμετωπιστεί και θα περιοριστεί η ανεργία. Η φτώχεια θεωρείται προσωπικό πρόβλημα που λύνεται με περισσότερη εργασία. Η αμερικάνικη πολιτική για την αντιμετώπιση της φτώχειας στηρίζεται στην ενίσχυση της εργασίας, στη σύνδεση της κοινωνικής πολιτικής με την υποχρέωση εργασίας και στη φορολογική πίστωση.
Σ’ αντίθεση με τις ΗΠΑ, η Ευρώπη θεωρεί ότι η φτώχεια είναι κοινωνικό φαινόμενο και είναι ευθύνη του κράτους να την αντιμετωπίσει μέσα από την ανάπτυξη της κοινωνικής προστασίας. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα (αρχές της δεκαετίας του 60 έως το τέλος της δεκαετίας του 80) οι πολιτικές καταπολέμησης της φτώχειας ήταν κυρίως πολιτικές στήριξης του εισοδήματος, ενώ από τις αρχές της δεκαετίας του 90 έλαβαν την μορφή της ενεργούς προνοιακής πολιτικής, δηλαδή τη σύνδεση της στήριξης του εισοδήματος με μέτρα για την ένταξη στην αγορά εργασίας (Χλέτσος 2008).
Παρόλο που η εργασία ιστορικά θεωρείται βασικό μέσο κοινωνικής ένταξης, σ’ ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού δεν εξασφαλίζει ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης. Η εργασία δεν κατορθώνει, όπως πιστεύουν οι Αμερικανοί, να εξαφανίσει τη φτώχεια. Ο αριθμός των εργαζόμενων φτωχών παραμένει σ’ ένα σχετικά υψηλό επίπεδο παρόλη τη μείωση της ανεργίας στις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με τη Eurostat (2025) το 2024 το10,9% των απασχολουμένων ήταν σε κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού. Το 8,2% των απασχολουμένων και των αυτοαπασχολουμένων ήταν σε κίνδυνο φτώχειας. Το Λουξεμβούργο είναι η χώρα που έχει το υψηλότερο ποσοστό απασχολουμένων που είναι σε κίνδυνο φτώχειας (13,4%) και η Φιλανδία το χαμηλότερο (2,8%). Σύμφωνα με το US Bureau of Labor Statistics[2] το 2022 στις ΗΠΑ το 4% του εργατικού δυναμικού ήταν σε κίνδυνο φτώχειας.
- Ορίζοντας τους εργαζόμενους φτωχούς
Η οριοθέτηση του όρου εργαζόμενοι φτωχοί στηρίζεται σε δύο βασικά στοιχεία : α) στην εργασία και β) στη φτώχεια με βάση το οικογενειακό εισόδημα (Peña-Casas & Latta 2004;Liu, J2022). Η έννοια της φτώχειας συνδέεται με τον υπολογισμό του συνολικού εισοδήματος των μελών της οικογένειας ή νοικοκυριού, λαμβάνοντας υπόψη τον αριθμό των μελών της οικογένειας. Ως εκ τούτου φτωχός θεωρείται εκείνος ο οποίος ζει σε οικογένεια ή νοικοκυριό το σταθμισμένο οικογενειακό της εισόδημα είναι μικρότερο του 60% του εθνικού διάμεσου σταθμισμένου οικογενειακού εισοδήματος[3] . Αυτή η συνθήκη μία από τις τρεις που ορίζει η Eurostat για να θεωρηθεί ένα άτομο φτωχό. Σύμφωνα με τη Eurostat 2013 ένα άτομο θεωρείται ότι βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού αν εμπίπτει σε μία από τις τρεις ακόλουθες κατηγορίες:
• Άτομα σε κίνδυνο φτώχειας, τα οποία έχουν ισοδύναμο (ή σταθμισμένο) διαθέσιμο εισόδημα κάτω από το όριο κινδύνου φτώχειας, το οποίο ορίζεται στο 60% του εθνικού διάμεσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος (μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις).
• Άτομα που υφίστανται σοβαρή υλική στέρηση και των οποίων οι συνθήκες διαβίωσης περιορίζονται σοβαρά λόγω έλλειψης πόρων. Βιώνουν τουλάχιστον 4 από τις παρακάτω 9 στερήσεις. Δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά:
i. να πληρώσουν ενοίκιο ή λογαριασμούς κοινής ωφελείας,
ii. να διατηρούν το σπίτι επαρκώς ζεστό,
iii. να καλύψουν απρόσμενες δαπάνες,
iv. να τρώνε κρέας, ψάρι ή ισοδύναμη πηγή πρωτεΐνης μέρα παρά μέρα,
v. να κάνουν διακοπές μιας εβδομάδας μακριά από το σπίτι,
vi. να έχουν αυτοκίνητο,
vii. πλυντήριο ρούχων,
viii. έγχρωμη τηλεόραση ή
ix. τηλέφωνο.
• Άτομα που ζουν σε νοικοκυριά με πολύ χαμηλή ένταση εργασίας, δηλαδή άτομα ηλικίας 0–59 ετών που ζουν σε νοικοκυριά όπου οι ενήλικες εργάστηκαν λιγότερο από το 20% του συνολικού εργασιακού τους δυναμικού κατά το προηγούμενο έτος.
Σύμφωνα με τους (Peña-Casas & Latta (2004, σ.8) η απόλυτη χρηματική προσέγγιση ορίζει τη φτώχεια με βάση την ικανότητα του νοικοκυριού να αγοράζει ένα «καλάθι» αγαθών και υπηρεσιών, το οποίο θεωρείται ως το ελάχιστο απαραίτητο για ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, ενώ η σχετική χρηματική προσέγγιση ορίζει τη φτώχεια μέσω ενός χρηματικού δείκτη (ένα ποσοστό του διάμεσου ή μέσου εισοδήματος), ο οποίος θεωρείται ενδεικτικός του αναγκαίου εισοδήματος για ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης.
Ως εκ τούτου το άτομο χαρακτηρίζεται ως φτωχό ανεξάρτητα του εισοδήματος που έχει, αλλά με βάση το συνολικό διαθέσιμο εισόδημα της οικογένειάς του. Για να χαρακτηριστεί το άτομο ως «εργαζόμενος φτωχός» θα πρέπει να έχει «δαπανήσει» τουλάχιστον έξι μήνες στην αγορά εργασίας είτε ως εργαζόμενος είτε αναζητώντας εργασία.
Στη βιβλιογραφία, οι εργαζόμενοι φτωχοί περιγράφονται ως άτομα που αφιερώνουν τουλάχιστον το μισό έτος σε δραστηριότητες που σχετίζονται με την αγορά εργασίας —είτε εργάζονται είτε αναζητούν εργασία— αλλά παρ’ όλα αυτά εξακολουθούν να διαμένουν σε νοικοκυριά που βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας (Klein & Rones, 1989). Πρόσφατες αναλύσεις του INSEE στη Γαλλία υιοθετούν έναν αντίστοιχο ορισμό: εργαζόμενοι φτωχοί θεωρούνται όσοι συμμετέχουν στην αγορά εργασίας για τουλάχιστον έξι μήνες μέσα στο έτος, είτε ως απασχολούμενοι είτε ως άνεργοι σε αναζήτηση εργασίας, ενώ το επίπεδο διαβίωσης του νοικοκυριού τους παραμένει κάτω από το όριο της φτώχειας (Ponthieux, & Concialdi 2000).
Ως εκ τούτου η οριοθέτηση ενός ατόμου ως εργαζόμενου φτωχού μπορεί να γίνει είτε από την πλευρά της εργασίας, δηλαδή το άτομο είναι εργαζόμενο αλλά λαμβάνει ένα πολύ χαμηλό μισθό, είτε από την πλευρά της φτώχειας δηλαδή το άτομο που είναι εργαζόμενο ή αναζητεί εργασία ζει σε οικογένεια που έχει χαρακτηριστεί ως φτωχή ανεξαρτήτως του δικού του εισοδήματος. Η πρώτη προσέγγιση του ορισμού του εργαζόμενου φτωχού αιτιολογεί τον χαρακτηρισμό του ως εργαζόμενο φτωχό με βάση τους παράγοντες που ευθύνονται στο ότι λαμβάνει πολύ χαμηλό μισθό.
- Οι εργαζόμενοι φτωχοί στην Ελλάδα
Το ποσοστό των εργαζόμενων φτωχών ηλικίας 18 ετών και άνω μειώθηκε από 13,8% επί του συνόλου των εργαζομένων το 2010 σε 10,7% το 2004. Η Ελλάδα είναι μεταξύ των χωρών με τα υψηλότερα ποσοστά εργαζομένων φτωχών. Το Λουξεμβούργο είναι η χώρα με το υψηλότερο ποσοστό (13,4% το 2024) εργαζομένων φτωχών και η Τσεχία με το χαμηλότερο ποσοστό (3,6%). Το ποσοστό των εργαζόμενων φτωχών στην Ελλάδα είναι υψηλότερο από το μέσο όρο της ΕΕ – 27 για όλο το διάστημα 2010 – 2024. Το ακόλουθο γράφημα δείχνει το ποσοστό των εργαζόμενων φτωχών στην ΕΕ-27 την περίοδο 2010 – 2024.
Γράφημα 1 : Ποσοστό εργαζόμενων φτωχών στην ΕΕ-27 την περίοδο 2010 – 2024

Πηγή : Eurostat
Στο ακόλουθο γράφημα παρουσιάζεται το ποσοστό των εργαζόμενων φτωχών στην Ελλάδα σε σχέση με το μέσο όρο των χωρών της ΕΕ-27 την περίοδο 2010 – 2024,
Γράφημα 2 : Ποσοστό εργαζόμενων φτωχών στην Ελλάδα και στην ΕΕ-27 την περίοδο 2010 – 2024

Πηγή : Eurostat
Με βάση το ανωτέρω γράφημα η απόκλιση μεταξύ του ποσοστού των εργαζόμενων φτωχών στην Ελλάδα και του αντίστοιχου ποσοστού στην ΕΕ-27 είναι ιδιαίτερα μεγάλη στα χρόνια της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων, αλλά από το 2018 μειώνεται σημαντικά και συγκλίνει προς το μέσο όρο. Την περίοδο 2020 – 2021 και 2023 – 2024 εμφανίζει μια αυξητική τάση, ενώ στο μέσο όρο των χωρών της Ευρώπης μειώνεται.
Οι γυναίκες εμφανίζουν μικρότερο ποσοστό εργαζόμενων φτωχών σε σχέση με τους άνδρες.
Γράφημα 3 : Ποσοστό εργαζόμενων φτωχών ανά φύλο

Πηγή : Eurostat
Το 2013 υπήρξε σύγκλιση του ποσοστού των εργαζόμενων φτωχών ανδρών με το αντίστοιχο ποσοστό των γυναικών, αλλά από το 2013 η διαφορά μεγάλωσε και παραμένει σχετικά η ίδια για όλο το διάστημα. Το 2023 εμφανίζεται μία τάση απόκλισης δεδομένου ότι το ποσοστό των εργαζόμενων φτωχών στους άνδρες αυξάνεται σε σχέση με το αντίστοιχο ποσοστό στις γυναίκες.
Γράφημα 4 : Ποσοστό εργαζομένων φτωχών ανά ηλικιακή ομάδα

Πηγή : Eurostat
Με βάση τα στοιχεία που παρουσιάζονται στο ανωτέρω γράφημα η ηλικιακή ομάδα που εμφανίζει το μεγαλύτερο ποσοστό εργαζομένων φτωχών είναι τα άτομα ηλικία 65 ετών και άνω. Το ποσοστό αυτό είναι μεγαλύτερο από το αντίστοιχο ποσοστό των υπόλοιπων ηλικιακών ομάδων από το 2013 και έπειτα. Πρέπει όμως να επισημανθεί ότι ο αριθμός των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω που εργάζεται είναι μικρός στο βαθμό που αυτή η ηλικιακή ομάδα είναι στη φάση της συνταξιοδότησης. Επιπρόσθετα δεν έχουμε περαιτέρω στοιχεία για τον υπολογισμό αυτού του ποσοστού, δηλαδή αν το άτομο λαμβάνει χαμηλό μισθό και να έχει ή όχι κάποια σύνταξη ή είναι σε νοικοκυριό που χαρακτηρίζεται ως φτωχό. Το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό εργαζόμενων φτωχών το συναντάμε στην ηλικιακή κατηγορία 55 – 64 ετών.
Το είδος της απασχόλησης καθορίζει σε σημαντικό βαθμό και το ποσοστό των εργαζόμενων φτωχών. Οι απασχολούμενοι σε προσωρινές και όχι μόνιμες εργασίες παρουσιάζουν υψηλότερο ποσοστό εργαζόμενων φτωχών.
Γράφημα 5: Ποσοστό εργαζόμενων φτωχών ανά είδος απασχόλησης

Πηγή : Eurostat
Το ποσοστό των εργαζόμενων φτωχών στην περίπτωση των απασχολουμένων σε προσωρινές θέσεις εργασίας[4] είναι 13,4% το 2010, ενώ στην περίπτωση των απασχολούμενων σε μόνιμη θέση εργασίας είναι 5,1%. Το ποσοστό των εργαζόμενων φτωχών στους απασχολούμενες σε προσωρινές θέσεις εργασίας αυξάνεται σε 15,8% το 2015 και έκτοτε αρχίζει να μειώνεται και φτάνει στο χαμηλότερο σημείο 7,9% το 2022. Στην πρώτη περίοδο της οικονομικής κρίσης το ποσοστό των εργαζόμενων φτωχών που απασχολούνται σε προσωρινές θέσεις εργασίας αυξάνεται έως και το 2015. Από το 2022 και έπειτα δείχνει να υπάρχει κάποια τάση εκ νέου αύξηση του αριθμού των εργαζόμενων φτωχών.
Γράφημα 6 : Ποσοστό εργαζόμενων φτωχών ανά βαθμό έντασης εργασίας

Πηγή : Eurostat
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ[5] «ο όρος απασχολούμενοι με χαμηλή ένταση εργασίας αναφέρεται στο ποσοστό του πληθυσμού ηλικίας 18 – 64 ετών που διαβιεί σε νοικοκυριά που τα μέλη τους εργάστηκαν λιγότερο από 20% της συνήθους απασχόλησης κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους. Η ένταση εργασίας του νοικοκυριού ορίζεται ως ο λόγος μεταξύ του αριθμού των μηνών του προηγούμενου έτους, κατά τη διάρκεια των οποίων όλα τα μέλη εργάζονταν, και του συνολικού αριθμού των μηνών που θα μπορούσαν θεωρητικά να έχουν εργαστεί κατά την ίδια περίοδο». Το ποσοστό των εργαζόμενων φτωχών μεταξύ αυτών που είναι απασχολούμενοι με πολύ χαμηλή και χαμηλή ένταση εργασίας είναι ιδιαίτερα υψηλό. Το ποσοστό αυτό ανέρχεται σε 56,3% το 222 για αυτούς που είναι απασχολούμενοι με πολύ χαμηλό βαθμός έντασης εργασίας και 37,6% το 2024 για τους απασχολούμενους με χαμηλό βαθμό έντασης εργασίας.
Το επόμενο γράφημα δείχνει το ποσοστό των εργαζόμενων φτωχών ανά επίπεδο εκπαίδευσης.
Γράφημα 7 : Ποσοστό εργαζόμενων φτωχών ανά επίπεδο εκπαίδευσης

Πηγή : Eurostat
Με βάση τα στοιχεία του ανωτέρω γραφήματος το υψηλότερο ποσοστό εργαζόμενων φτωχών παρουσιάζεται στους απασχολούμενους με χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης. Αυτό μεταβάλλεται από 26,4% το 2010 σε 29,5% το 2012, 28,4% το 2015 και 22,9% το 2024.
Οι απασχολούμενοι που ανήκουν σε μονογονεϊκή οικογένεια εμφανίζουν και το μεγαλύτερο ποσοστό εργαζόμενων φτωχών, ειδικά το 2012 που αυτό διαμορφώθηκε σε 48,6%. Το ποσοστό των εργαζόμενων φτωχών σ’ αυτό τον τύπο του νοικοκυριού ήταν 21,2% το 2010 και 22% το 2010.
Γράφημα 8 : Ποσοστό εργαζόμενων φτωχών ανά τύπο νοικοκυριού.

Πηγή : Eurostat
Το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό εργαζόμενων φτωχών παρουσιάζεται σε απασχολούμενους που ανήκουν σε νοικοκυριά με τουλάχιστον 2 ενήλικες με εξαρτώμενα παιδιά. Το ποσοστό των εργαζόμενων φτωχών αυτής της κατηγορίας ήταν 17,1% το 2010, 17,9% το 2012 και έκτοτε μειώνεται σε 13,5% το 2024.
- Αίτια και προσδιοριστικοί παράγοντες των εργαζόμενων φτωχών
Οι παράγοντες που καθορίζουν τους εργαζόμενους φτωχούς σχετίζονται με τη δομή της αγοράς εργασίας, με τα ατομικά χαρακτηριστικά των ατόμων και των νοικοκυριών που διαμένουν και με θεσμικούς παράγοντες. Σύμφωνα με τον Lohmann, (2009) τα χαρακτηριστικά των ατόμων, το είδος του νοικοκυριού και θεσμικοί παράγοντες μπορούν να εξηγήσουν τη φτώχεια εντός της εργασίας (in-work poverty). O Spannagel (2013) για να εξηγήσει τη φτώχεια στην εργασία συσχετίσει τα ατομικά και οικογενειακά χαρακτηριστικά με την απασχόληση, την οικογένεια και τη δημόσια κοινωνική προστασία. Τα χαρακτηριστικά της αγοράς εργασίας αποτελούν σημαντικό παράγοντα που μπορεί να εξηγήσει το χαμηλό μισθό που μπορεί να παίρνει ένα άτομο και να παρουσιάζει αυξημένες πιθανότητες να θεωρηθεί ως εργαζόμενος φτωχός.
Η κατάτμηση της αγοράς εργασίας σε πρωτεύουσα και δευτερεύουσα (Piore 2018) με τη δεύτερη να χαρακτηρίζεται από χαμηλούς μισθούς, εργασιακή ανασφάλεια εξηγεί τη φτώχεια στο χώρο της εργασίας για τους απασχολούμενους στη δευτερεύουσα αγορά εργασίας. Οι Horemans et al. (2016) υποστηρίζουν ότι η ένταση της εργασίας και ο τύπος της εργασιακής σχέσης επηρεάζουν τη φτώχεια στην εργασία. Με βάση τα στοιχεία που αφορούν τους εργαζόμενους φτωχούς στην Ελλάδα παρατηρούμε ότι τα μεγαλύτερα ποσοστά φτώχειας στην εργασία τη συναντάμε μεταξύ των ατόμων που έχουν προσωρινή απασχόληση και χαμηλής και πολύ χαμηλής έντασης εργασία. Επίσης το εκπαιδευτικό επίπεδο διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στον καθορισμό της φτώχειας στην εργασία. Όσο υψηλότερο είναι το εκπαιδευτικό επίπεδο του ατόμου τόσο περισσότερες γνώσεις και δεξιότητες έχει και τόσο καλύτερη θέση στην αγορά εργασίας μπορεί να βρει. Σύμφωνα με τα στοιχεία για την Ελλάδα οι απασχολούμενοι που έχουν χαμηλό εκπαιδευτικό επίπεδο παρουσιάζουν το υψηλότερο ποσοστό φτώχειας στην εργασία. Ακολουθούν οι απασχολούμενοι με μέτριο εκπαιδευτικό επίπεδο και στη συνέχεια οι απασχολούμενοι με υψηλό εκπαιδευτικό επίπεδο.
Από την πλευρά των ατομικών χαρακτηριστικών η ηλικία είναι εξίσου καθοριστικός παράγοντας της φτώχειας στην εργασία. Τα άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω και τα άτομα ηλικίας 55 – 64 ετών εμφανίζουν υψηλά ποσοστά εργαζόμενων φτωχών. Ακολουθεί η ηλικιακή κατηγορία 25 – 54 ετών. Είναι ενδιαφέρον ότι η ηλικιακή ομάδα 18 – 24 ετών εμφανίζει υψηλότερα ποσοστά φτώχειας στην εργασία απ’ ότι η ηλικιακή ομάδα 25 – 29 ετών. Δύο πιθανοί παράγοντες που το καθορίζουν είναι ότι : α) το επίπεδο εκπαίδευσης της ηλικιακής ομάδας 18 – 24 ετών είναι χαμηλότερο από το επίπεδο εκπαίδευσης της ηλικιακής κατηγορίας 25 – 29 ετών και β) τα άτομα ηλικίας 18 – 24 ετών δεν έχουν εργασιακή εμπειρία και αμείβονται κατά κανόνα λιγότερο απ’ ότι αμείβονται τα άτομα ηλικίας 25 – 29 ετών.
Αυτό που είναι σχετικά παράδοξο είναι ότι η φτώχεια στην εργασία είναι πιο εκτεταμένη μεταξύ των ανδρών σε σχέση με το πόσο εξαπλωμένη είναι μεταξύ των γυναικών. Ένας πιθανός παράγοντας είναι ότι οι γυναίκες ναι μεν απασχολούνται σε προσωρινές και χαμηλά αμειβόμενες εργασίες, αλλά απασχολούνται εξίσου ως μισθωτές στο δημόσιο τομέα. Οι άνδρες σ’ ένα μεγάλο ποσοστό απασχολούνται ως αυτοαπασχολούμενοι και γενικά ως ελεύθεροι επαγγελματίες.
Ως προς τα χαρακτηριστικά του νοικοκυριού, τα στοιχεία για την Ελλάδα επιβεβαιώνουν αυτό που ισχύει και σ’ άλλες χώρες, δηλαδή ότι το ποσοστό των εργαζόμενων φτωχών είναι υψηλότερο μεταξύ των μονογονεϊκών οικογενειών και των οικογενειών που έχουν τουλάχιστον δύο ενήλικες και εξαρτώμενα παιδιά.
- Αντί επιλόγου
Το ποσοστό των εργαζόμενων φτωχών στην Ελλάδα, αν και βαίνει μειούμενο τα τελευταία χρόνια, είναι εντούτοις υψηλότερο απόν τον αντίστοιχο μέσο όρο στις χώρες της ΕΕ-27. Η υπό διερεύνηση περίοδος στην Ελλάδα είναι η περίοδος της οικονομικής κρίσης και της εφαρμογής των πολιτικών οριζόντιας λιτότητας λόγω των μνημονιακών δεσμεύσεων. Από το 2016 το ποσοστό της φτώχειας στην εργασία μειώνεται στην Ελλάδα και από το 2018 υπάρχει τάση σύγκλισης με το αντίστοιχο μέσο ευρωπαϊκό. Η μείωση της φτώχειας στην εργασία είναι και πρέπει να είναι κεντρικός στόχος όσων ασκούν πολιτική. Αναζητώντας τα αίτια της συντήρησης ή και αύξησης της φτώχειας στην εργασία στην Ελλάδα πρέπει να εστιάσουμε στο παραγωγικό μοντέλο της χώρας και στη δομή της αγοράς εργασίας. Το οικονομικό μοντέλο της χώρας στηρίζεται κυρίως στον τουρισμό, στο εμπόριο και γενικά στις υπηρεσίες όπου οι θέσεις εργασίας που δημιουργούνται είναι χαμηλών δεξιοτήτων και όχι καλά αμειβόμενες. Η παραοικονομία είναι ανεπτυγμένη σε μεγάλο βαθμό ενώ η αγορά εργασίας χαρακτηρίζεται από μία δυαδικότητα όπου ένα μέρος της αγοράς εργασίας χαρακτηρίζεται από θέσεις καλά αμειβόμενες και με σταθερή απασχόληση και το άλλο μέρος χαρακτηρίζεται από ανασφάλιστη εργασία, από θέσεις χαμηλών δεξιοτήτων, από θέσεις προσωρινής απασχόλησης και μεγάλης επισφάλειας. Από την άλλη ο μέσος μισθός και ιδιαίτερα ο κατώτατος μισθός είναι ιδιαίτερα χαμηλός. Το κόστος ζωής για τα τελευταία 2 – 3 χρόνια αυξήθηκε αρκετά, ίσως όχι πάνω από το μέσο όρο της Ευρώπης των 27, με αποτέλεσμα να μειώνει σημαντικά την αγοραστική δύναμη των Ελλήνων και ειδικότερα των χαμηλόμισθων όταν το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων από φόρους προέρχεται από το φόρο κατανάλωσης (ΦΠΑ). Προφανώς οι πολιτικές για τον περιορισμό του αριθμού των εργαζόμενων φτωχών θα πρέπει να λάβει υπόψη του το οικονομικό περιβάλλον αλλά και τη δομή της αγοράς εργασίας. Η εν λόγω εργασία αναφέρθηκε αποκλειστικά και μόνο στην χρηματική ή εισοδηματική φτώχεια και δεν εξετάσαμε καθόλου πόσα νοικοκυριά δεν μπορούν να καλύψουν βασικές τους ανάγκες που είναι η άλλη προϋπόθεση για να χαρακτηριστεί κάποιος ως φτωχός.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Χλέτσος, Μ. (2008). Από την πρόνοια στην εργασία. Νέες τάσεις και προκλήσεις για την κοινωνική προστασία, εκδ. Κριτική, Αθήνα.
Eurofound. (2017). In-work poverty in the EU. Publications Office of the European Union.
Eurostat. (2013). The measurement of poverty and social inclusion in the EU: Achievements and further improvements. United Nations Economic Commission for Europe.
Eurostat. (2025). Key figures on European living conditions. Publications Office of the European Union.
Harrington, M. (1962). The other America: Poverty in the United States. Simon and Schuster.
Horemans, J., Marx, I., & Nolan, B. (2016). Hanging in, but only just: Part-time employment and in-work poverty throughout the crisis. IZA Journal of European Labor Studies, 5(1), 5.
Kenworthy, L., & Marx, I. (2018). In-work poverty in the United States. Edward Elgar Publishing.
Klein, B. W., & Rones, P. L. (1989). A profile of the working poor. Monthly Labor Review, 112(10), 3–13.
Liu, J. (2022). Rethinking the defining contextualization of in-work poverty: The challenge of individualism and globalization. The Journal of Chinese Sociology, 9(1), 1.
Lohmann, H. (2009). Welfare states, labour market institutions and the working poor: A comparative analysis of 20 European countries. European Sociological Review, 25(4), 489–504.
Peña-Casas, R., & Latta, M. (2004). Working poor in the European Union. Office for Official Publications of the European Communities.
Piore, M. J. (2018). The dual labor market: Theory and implications. In Social stratification (pp. 629–640). Routledge.
Ponthieux, S., & Concialdi, P. (2000). Low pay and poor workers: A comparative study of France and the United States. Transfer: European Review of Labour and Research, 6(4), 650–672.
Spannagel, D. (2013). In-work poverty in Europe: Extent, structure and causal mechanisms. COPE.
[1] Βλ. https://www.census.gov/data/tables/time-series/demo/income-poverty/historical-poverty-people.html?utm_source=chatgpt.com
[2] Βλ. https://www.bls.gov/opub/reports/working-poor/2022/
[3] Βλ. https://ec.europa.eu/eurostat/databrowser/product/page/SDG_10_30
[4] Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ «Προσωρινή εργασία: η εργασία μισθωτών που θα τερματιστεί είτε μετά από συγκεκριμένη περίοδο, γνωστή εκ των πρότερων, είτε μετά από μία περίοδο που δεν είναι γνωστή εκ των προτέρων, αλλά προσδιορίζεται από αντικειμενικά κριτήρια (για παράδειγμα, λήξη έργου ή επιστροφή άλλου
υπαλλήλου που είχε αντικατασταθεί προσωρινά)
βλ. https://www.statistics.gr/documents/20181/92b7bbdc-6d60-fefa-0955-67521532be6d?utm
[5] βλ. https://www.statistics.gr/documents/20181/18511140/LivingConditions_0325.pdf/affd26ac-ecdc-9f11-01d9-db64d9b98e32?t=1741349582460&utm