Η νέα αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας από τον οίκο Fitch, ο οποίος τοποθέτησε το αξιόχρεο της χώρας στη βαθμίδα BBB με σταθερές προοπτικές, συνιστά μια εξέλιξη με πολιτική, οικονομική και κοινωνική σημασία. Η προηγούμενη αξιολόγηση ήταν BBB- με θετικές προοπτικές, ενώ η χώρα είχε ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα τον Δεκέμβριο του 2023. Η σημερινή κίνηση επιβεβαιώνει ότι η ελληνική οικονομία δεν βρίσκεται απλώς σε «τροχιά ανάκαμψης»· έχει εισέλθει σε φάση σταθερής, θεσμικά αναγνωρισμένης ωρίμανσης.
Σύμφωνα με τον Fitch, η αναβάθμιση στηρίζεται σε μια σειρά παραγόντων που αφορούν τη δημοσιονομική πορεία, την ανθεκτικότητα της ανάπτυξης, τα υψηλά ταμειακά διαθέσιμα, αλλά και τη βελτίωση του τραπεζικού τομέα. Αυτό το «μανιφέστο αξιοπιστίας», όπως αποτυπώνεται στην ανάλυση του οίκου, εξηγεί γιατί η Ελλάδα θεωρείται πλέον πιο ασφαλής προορισμός για επενδυτικά κεφάλαια.
Σταθερή αποκλιμάκωση του χρέους
Το δημόσιο χρέος παραμένει ο μεγάλος δείκτης από τον οποίο κρίνονται οι μακροπρόθεσμες προοπτικές της χώρας. Η Fitch επισημαίνει ότι η Ελλάδα επιτυγχάνει τη μεγαλύτερη μείωση χρέους μεταξύ των χωρών με επενδυτική βαθμίδα: από το ιστορικό υψηλό του 209% του ΑΕΠ το 2020, έχει ήδη υποχωρήσει στο 145% το 2025 και εκτιμάται ότι θα πέσει στο 120% το 2030. Το προφίλ του χρέους είναι εξαιρετικά ευνοϊκό, με μέση διάρκεια περίπου 19 έτη και μέσο επιτόκιο μόλις 1,5%, όταν η ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ υπολογίζεται στο 4%.
Παρά τη θεαματική βελτίωση, το χρέος παραμένει πολύ υψηλό σε σχέση με άλλες χώρες της βαθμίδας ΒΒΒ, των οποίων ο μέσος όρος είναι 52%. Αυτό δείχνει ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να κουβαλάει ένα «βαρύ ιστορικό φορτίο», αλλά η δυναμική αποκλιμάκωσης λειτουργεί καθοριστικά υπέρ της.
Ισχυρή δημοσιονομική επίδοση και σταθερό πλαίσιο
Ένας ακόμη λόγος της αναβάθμισης είναι η εντυπωσιακή δημοσιονομική επίδοση. Ο προϋπολογισμός της Γενικής Κυβέρνησης αναμένεται να κλείσει φέτος με πλεόνασμα κοντά στο 1% του ΑΕΠ, ενώ το πρωτογενές πλεόνασμα τοποθετείται στο 4,8%. Η χώρα ξεπερνά κατά πολύ τον μέσο όρο της κατηγορίας BBB, όπου καταγράφεται έλλειμμα 3,7%.
Η Fitch αποδίδει αυτή τη βελτίωση σε δύο βασικούς άξονες: αποτελεσματικότερη είσπραξη φόρων και συνετή διαχείριση δαπανών. Παράλληλα, η θεσμοθέτηση εγχώριου δημοσιονομικού κανόνα για ισοσκελισμένο πρωτογενές ισοζύγιο ενισχύει ακόμη περισσότερο την αξιοπιστία της δημοσιονομικής πολιτικής.
Οι αποφάσεις για μειώσεις φόρων το 2026 —ιδίως στον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων— δεν θεωρούνται απειλή για τη δημοσιονομική σταθερότητα. Αντίθετα, αξιολογούνται ως μέτρο ενίσχυσης της αγοραστικής δύναμης, άρα και της ανάπτυξης.
Χρηματοδοτικοί κίνδυνοι σε υποχώρηση
Η χώρα διαθέτει από τα μεγαλύτερα ταμειακά αποθέματα στην Ευρωζώνη, περίπου 18% του ΑΕΠ, τα οποία καλύπτουν τις χρηματοδοτικές ανάγκες της τριετίας. Ο συνδυασμός χαμηλού επιτοκίου και μακράς διάρκειας χρέους περιορίζει την έκθεση στις διακυμάνσεις των διεθνών αγορών. Για τον Fitch, αυτό συνιστά ένα από τα ισχυρότερα «αμορτισέρ» της οικονομίας.
Ανάπτυξη πιο ανθεκτική από την Ευρωζώνη
Η ανάπτυξη της Ελλάδας από το 2023 κινείται πέριξ του 2%, σταθερά πάνω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης. Η έκθεση προβλέπει ότι αυτός ο ρυθμός θα διατηρηθεί σταθερός τουλάχιστον έως το 2027. Κύριοι μοχλοί: η εγχώρια ζήτηση, η αύξηση της απασχόλησης, οι επενδύσεις μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και η σταδιακή ενίσχυση των ισολογισμών των νοικοκυριών.
Ωστόσο, η οικονομία εξακολουθεί να εμφανίζει δύο «αδύναμα σημεία»: το υψηλό έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών —περίπου 6% του ΑΕΠ— και τη στενή διασύνδεση κράτους-τραπεζών μέσω των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων. Η Fitch, πάντως, δεν θεωρεί τα ζητήματα αυτά άμεσα απειλητικά, κυρίως χάρη στη σταθερότητα του ευρωπαϊκού πλαισίου.
Ενίσχυση του τραπεζικού συστήματος
Κατά τη διάρκεια του 2025, ο οίκος αναβάθμισε και τις τέσσερις συστημικές τράπεζες σε επενδυτική βαθμίδα. Η ολοκλήρωση της εξυγίανσης των ισολογισμών, τα υγιή κέρδη και η ενίσχυση των κεφαλαίων τους αποτελούν μια ουσιαστική μεταμόρφωση για έναν κλάδο που πριν από λίγα χρόνια αποτελούσε «το υπ’ αριθμόν ένα συστημικό ρίσκο».
Οι πολιτικές αντιδράσεις
Ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κυριάκος Πιερρακάκης, υπογράμμισε ότι η αναβάθμιση «αφορά κάθε πολίτη», καθώς μεταφράζεται σε χαμηλότερο κόστος δανεισμού και ευκολότερη πρόσβαση στη χρηματοδότηση για επιχειρήσεις και επενδυτές. Ο αναπληρωτής υπουργός Νίκος Παπαθανάσης έκανε λόγο για «νέα ψήφο εμπιστοσύνης» στη συνολική οικονομική πολιτική της κυβέρνησης.