Νέο απόσπασμα από το νέο βιβλίο του «Ιθάκη» που κυκλοφορεί τις επόμενες ημέρες
Τις πιο φορτισμένες στιγμές της διαπραγμάτευσης του 2015, αλλά και το ανθρώπινο βάρος που κουβαλούσε εκείνη την περίοδο, αποκαλύπτει ο Αλέξης Τσίπρας στο βιβλίο του «Ιθάκη», από το οποίο δημοσιεύεται σήμερα χαρακτηριστικό απόσπασμα. Το βιβλίο κυκλοφορεί τις επόμενες ημέρες από τις εκδόσεις Gutenberg και θα είναι διαθέσιμο και σε audiobook μέσω της πλατφόρμας Bookvoice.
Στο κεφάλαιο με τίτλο «Ώρα αποφάσεων», ο πρώην πρωθυπουργός περιγράφει με λεπτομέρειες το κλίμα στην καρδιά των συνόδων κορυφής πριν από το δημοψήφισμα και μεταφέρει τον έντονο διάλογό του με τον τότε πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ. Το περιστατικό, όπως λέει, τον σημάδεψε.
«The game is over»: Η στιγμή της σύγκρουσης
Ο Αλέξης Τσίπρας γράφει ότι ο Ντόναλντ Τουσκ άνοιξε τις εργασίες της Συνόδου με τη φράση «The game is over», χαρακτηρίζοντας ουσιαστικά «παιχνίδι» τη διαπραγμάτευση με την ελληνική κυβέρνηση. «Ήταν μία από τις στιγμές που ένιωσα την οργή να με κυριεύει», αναφέρει ο πρώην πρωθυπουργός, σημειώνοντας ότι αντέδρασε αμέσως, υπενθυμίζοντας στον Ευρωπαίο αξιωματούχο ότι «μια ολόκληρη χώρα κρέμεται από μια κλωστή».
Όπως περιγράφει, η προσπάθεια του Τουσκ να ενσωματωθεί στο ανακοινωθέν της Συνόδου μια ανύπαρκτη «απόφαση» αποτέλεσε σημείο καμπής. «Δεν υπήρχε συμφωνία. Υπήρχε ένα τελεσίγραφο», σημειώνει, εξηγώντας ότι η ελληνική πλευρά καλούνταν να αποδεχθεί όρους οι οποίοι, κατά την άποψή του, ισοδυναμούσαν με πολιτική ταπείνωση και απειλή κατά της δημοκρατικής νομιμοποίησης της κυβέρνησης.
Η γέννηση της ιδέας του δημοψηφίσματος
Στο ίδιο κεφάλαιο περιγράφεται το κυβερνητικό συμβούλιο όπου ελήφθη η απόφαση για το δημοψήφισμα – μια απόφαση που ο Τσίπρας χαρακτηρίζει «δική μου, προσωπική, βαθιά επεξεργασμένη και ψυχικά δύσκολη». Όπως αναφέρει, αντιμετώπιζε το δημοψήφισμα όχι ως μέσο πολιτικής νομιμοποίησης, αλλά ως «ασπίδα για τη σωτηρία της χώρας», ένα εργαλείο που θα ανάγκαζε τους Ευρωπαίους εταίρους να κατανοήσουν ότι δεν είχαν απέναντί τους απλώς μια κουρασμένη κυβέρνηση, αλλά έναν ολόκληρο λαό.
«Το μόνο που μας απέμενε ήταν το ηθικό μας πλεονέκτημα», γράφει. Η απόφαση, ωστόσο, δεν ήταν χωρίς κόστος. Είχε πλήρη επίγνωση –όπως σημειώνει– ότι θα ακολουθούσαν πιέσεις, επιθέσεις και προσπάθειες αποδόμησης.
Στο απόσπασμα περιγράφεται επίσης η κρίσιμη σύσκεψη της 25ης Ιουνίου στις Βρυξέλλες, όταν ο Τσίπρας ζήτησε από τους συνεργάτες του να αφήσουν τα κινητά εκτός αίθουσας και τους ανακοίνωσε: «Προτείνω να πάμε σε δημοψήφισμα. Δεν υπάρχει άλλη λύση». Η αντίδραση ήταν αρχικά σιωπή. «Ήταν εκείνη η σιωπή που δεν είναι αμηχανία, είναι βάρος», σημειώνει.
Ο στόχος, όπως τους εξήγησε, ήταν ξεκάθαρος: «Να κερδίσουμε το δημοψήφισμα και να αναγκαστούν οι εταίροι, υπό το βάρος της διεθνούς κοινής γνώμης, να επιστρέψουν με πρόταση βιώσιμη και λογική».
Η ανθρώπινη διάσταση: «Είχα ξεχάσει τα γενέθλια του παιδιού μου»
Μέσα στη δίνη των γεγονότων, ο Αλέξης Τσίπρας αποκαλύπτει ότι είχε χάσει ακόμη και την επαφή με την καθημερινότητά του. «Είχα ξεχάσει μέσα σε όλο αυτό ακόμα και τα γενέθλια του παιδιού μου», γράφει χαρακτηριστικά.
Περιγράφει τη στιγμή που η σύζυγός του, Μπέττυ Μπαζιάνα, πέρασε από το Μέγαρο Μαξίμου για να του αφήσει τα τρία κεράκια της τούρτας του μικρού Ορφέα. Εκείνος, απορροφημένος από την πίεση της επικείμενης απόφασης, αρνήθηκε να τη δεχτεί στο γραφείο, φοβούμενος διαρροές και μπροστά στο βάρος της στιγμής. Μόνο όταν εκείνη σήκωσε ψηλά τα κεράκια, συνειδητοποίησε τι είχε παραλείψει.
«Έπρεπε να περάσω μέσα από ναρκοπέδιο»
Στο κείμενο ο πρώην πρωθυπουργός επανέρχεται στη δική του προσωπική ευθύνη εκείνη την περίοδο. «Δεν είμαι άνθρωπος που παίρνει βιαστικές αποφάσεις ή κάνει άλματα στο κενό», σημειώνει. «Ξεψαχνίζω κάθε λεπτομέρεια, βασανίζω και βασανίζομαι για κάθε μου απόφαση». Παρ’ όλα αυτά, γνώριζε, όπως γράφει, ότι για να φτάσει η χώρα στη «δική της Ιθάκη» έπρεπε να διασχίσει ένα πολιτικό ναρκοπέδιο.
Το βιβλίο «Ιθάκη» αναμένεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς αποτελεί την πιο ολοκληρωμένη μέχρι σήμερα εξιστόρηση των γεγονότων του 2015 από τον ίδιο τον πρωταγωνιστή τους. Οι αναφορές στα δραματικά παρασκήνια της διαπραγμάτευσης, τον εξαντλητικό μαραθώνιο των Συνόδων Κορυφής και τη λήψη της απόφασης για το δημοψήφισμα αναμένεται να ανοίξουν εκ νέου συζήτηση για μια από τις πιο καθοριστικές στιγμές της σύγχρονης ελληνικής πολιτικής ιστορίας.
Το βιβλίο θα είναι διαθέσιμο και με την μορφή audiobook από την πλατφόρμα της Bookvoice.
Ιθάκη : Ώρα αποφάσεων
«Ο Τουσκ, με ύφος που ισορροπούσε ανάμεσα στην αποφασιστικότητα και την αγένεια, θέλοντας ίσως να πάρει τη ρεβάνς από το δικό μου σκληρό τηλεφώνημα, πριν τις 20 Φεβρουαρίου, πήρε τον λόγο στην έναρξη της Συνόδου για να ανακοινώσει με στόμφο: «The game is over».
Ήταν μια από τις στιγμές που ένιωσα την οργή να με κυριεύει. Ποιος ακριβώς νόμιζε ότι ήταν και από πού αντλούσε το θράσος να περιγράφει ως παιχνίδι το δράμα ενός ολόκληρου λαού;
Σκέφτηκα, όχι μόνο ως πολιτικός αλλά και ως απλός Έλληνας, ότι η πατρίδα μου, με όλα της τα λάθη, δεν ύψωσε ποτέ το δάχτυλο σε καμία ευρωπαϊκή χώρα. Κι εγώ, προσωπικά, εκπροσωπούσα έναν λαό μιας χώρας, που κάποτε είχε ψηφίσει υπέρ της ένταξης της δικής του χώρας, της Πολωνίας, στην Ε.Ε., σε μια στιγμή που εκείνοι ζητούσαν στήριξη και αλληλεγγύη. Του απάντησα στο ύφος που άξιζε η δήλωσή του.
Του είπα πως δεν είχε το δικαίωμα να αποκαλεί παιχνίδι μια διαπραγμάτευση από την οποία κρεμόταν η ζωή ενός ολόκληρου λαού. «Αυτό δεν είναι παιχνίδι. Μια ολόκληρη χώρα κρέμεται από μια κλωστή», του είπα, ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής μου. Και σαν να μην έφτανε αυτό, έκανε και το λάθος, ή την πρόκληση, να ενσωματώσει στο ανακοινωθέν της Συνόδου την «απόφαση», σαν να είχε επιτευχθεί Συμφωνία.
Μα δεν υπήρχε συμφωνία. Υπήρχε ένα τελεσίγραφο. Ένα τελεσίγραφο το οποίο εμείς καλούμασταν να αποδεχτούμε. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα κάτι βαθύτερο: ότι το δημοψήφισμα δεν ήταν απλώς ένα εργαλείο πολιτικής αποδοχής και στήριξης, ή απόρριψης, των κυβερνητικών επιλογών.
Ούτε βέβαια των δικών μου προσωπικών αποφάσεων. Ήταν η ασπίδα για την ίδια τη σωτηρία της χώρας. Οι εταίροι έπρεπε να καταλάβουν ότι δεν είχαν απέναντί τους μια Κυβέρνηση εξαντλημένη από μήνες διαπραγματεύσεων, έτοιμη είτε να συνθηκολογήσει είτε να καταρρεύσει. Είχαν απέναντί τους έναν ολόκληρο λαό. Και αν ήθελαν να προχωρήσουν χωρίς να υπολογίζουν τις συνέπειες, θα έπρεπε πλέον να κάνουν μια ξεκάθαρη επιλογή: να αμφισβητήσουν ανοιχτά όχι απλώς μια Κυβέρνηση, αλλά την ίδια τη Δημοκρατία και τη λαϊκή κυριαρχία, σε μια ευρωπαϊκή χώρα που, ας μην το ξεχνάμε, είναι η χώρα που γέννησε τη Δημοκρατία.
Το δημοψήφισμα ήταν δική μου απόφαση. Προσωπική, βαθιά επεξεργασμένη και ψυχικά δύσκολη. Το βασάνισα, όχι μόνο στο μυαλό, αλλά και στην καρδιά μου. Ήταν μια απόφαση με λογική και με ευαισθησία, δημοκρατική ευαισθησία. Πρώτοι το έμαθαν οι πιο κοντινοί μου συνεργάτες. Τους είπα καθαρά: το πρόβλημα είναι πολιτικό. Δεν μπορούσαμε να συμφωνήσουμε σε αυτά που μας ζητούσαν, όχι γιατί δεν θέλαμε, αλλά γιατί αυτό που ζητούσαν ήταν η ταπείνωση του λαού και η πολιτική μας εξαφάνιση. Η απόφαση δεν μου ήταν εύκολη.
Δεν είμαι άνθρωπος που παίρνει βιαστικές αποφάσεις ή κάνει άλματα στο κενό, το αντίθετο. Βασανίζω και βασανίζομαι για κάθε μου απόφαση. Ζυγίζω την κάθε κίνηση, υπολογίζω την κάθε λεπτομέρεια, καμιά φορά περισσότερο από όσο χρειάζεται. Συνυπολόγισα, λοιπόν, τι θα ακολουθούσε: τις επιθέσεις, τις πιέσεις, την προσπάθεια αποδόμησης. Όχι μόνο σε μένα, κυρίως στη χώρα.
Ήξερα πως έπρεπε να περάσω μέσα από ναρκοπέδιο, αν ήθελα να δώσω αίσιο τέλος στην Οδύσσεια αυτής της Ελλάδας, να την οδηγήσω στην Ιθάκη της. Εκείνο το απόγευμα της 25ης Ιουνίου, μέσα μου έκλεισε ο κύκλος της αναμονής. Ήρθε η ώρα, είπα. Ζήτησα από τους συνεργάτες μου να συγκαλέσουν εκτάκτως νωρίς το επόμενο πρωί σύσκεψη της διαπραγματευτικής ομάδας και όλων των στελεχών της ελληνικής αποστολής, στο ξενοδοχείο The Hotel, στον τελευταίο όροφο, στην αίθουσα όπου συνεδρίαζε η αντιπροσωπεία μας. Ήταν από τις πιο δύσκολες στιγμές της διαδρομής μου. Είχα την απόλυτη πεποίθηση ότι πράττω σωστά για έναν λαό που δεν μπορούσε να εξευτελίζεται από τον κάθε υπάλληλο των Βρυξελλών, τον κάθε τεχνοκράτη που πίστευε ότι η Ελλάδα συνιστά ένα είδος πειραματόζωου. Αλλά, την ίδια στιγμή, ήξερα ότι το κόστος αυτής της επιλογής θα ήταν βαρύ. Και ότι εγώ, προσωπικά, έπρεπε να είμαι έτοιμος να το σηκώσω.
[….] Ξεκίνησε η σύσκεψη. […] Ζήτησα να φύγουν τα κινητά από την αίθουσα για τον κίνδυνο των υποκλοπών. «Προτείνω να πάμε για δημοψήφισμα. Δεν υπάρχει άλλη λύση», τους είπα. Και συνέχισα: «Δεν γίνεται η παραμικρή νύξη στο χρέος. Επιλέγουν αυτήν τη στάση, όχι επειδή πιστεύουν πως η πρόταση τους είναι μια λύση, αλλά επειδή θέλουν να μας τελειώσουν. Οπότε, αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να γυρίσουμε πίσω στην Ελλάδα και αφού μας έδωσαν ένα τελεσίγραφο να θέσουμε το τελεσίγραφό τους στην κρίση του ελληνικού λαού».
Τα λόγια μου πάγωσαν την αίθουσα. Έπεσε σιωπή. Ήταν εκείνη η σιωπή που δεν είναι αμηχανία, είναι βάρος. Ύστερα άρχισαν τα πρώτα ερωτήματα. «Ποιος είναι ο στόχος μας;» με ρώτησαν. «Ο στόχος», συνέχισα, «είναι να κερδίσουμε το δημοψήφισμα. Να αναγκαστούν υπό το βάρος της διεθνούς κοινής γνώμης να κάνουν πίσω και να επιστρέψουν στο τραπέζι με μια νέα πρόταση, βιώσιμη και λογική».
Τους εξήγησα καθαρά: «Δεν έχουμε πλέον διαπραγματευτικά όπλα. Δεν μπορούμε να τους πιέσουμε. Το μόνο που μας απομένει είναι το ηθικό μας πλεονέκτημα. Η εικόνα μιας χώρας που, αντί να υπογράψει την ταπείνωσή της, ζητά από τον λαό της να αποφασίσει. Αυτό είναι το όπλο μας».
[….] Δεν είχαμε λεπτό για χάσιμο. Τα γεγονότα πλέον μας καταδίωκαν. Εκείνο το πρωινό ακολουθούσε η Σύνοδος Κορυφής στις Βρυξέλλες, ενώ εγώ συγκάλεσα εκτάκτως για το ίδιο βράδυ το Κυβερνητικό Συμβούλιο στην Αθήνα, με σκοπό τη λήψη απόφασης για την εξαγγελία του δημοψηφίσματος. Ζούσα τότε σε έναν άλλο κόσμο, σκληρό, απαιτητικό, απομονωμένο, τον κόσμο της διαπραγμάτευσης. Ήμουν απορροφημένος πλήρως, λες και τίποτε άλλο δεν υπήρχε γύρω μου. Εκείνη τη μέρα είχε γενέθλια ο Ορφέας, ο μικρότερος γιος μου, αλλά το είχα ξεχάσει εντελώς. Δεν σκέφτηκα ούτε ένα τηλεφώνημα, ούτε ένα «Χρόνια πολλά». Από το αεροπλάνο πήγα κατευθείαν στο Μαξίμου.
Η Μπέττυ, βλέποντας πως δεν απαντούσα στα τηλέφωνα, πέρασε από εκεί για να μου θυμίσει κάτι που δεν έπρεπε να ξεχαστεί. Λίγο πριν ξεκινήσει η κρίσιμη συνεδρίαση του Κυβερνητικού Συμβουλίου, κι ενώ ήμουν στην αίθουσα συνεδριάσεων, άνοιξε η πόρτα και εμφανίστηκε η Ελένη, η γραμματέας μου: «Η Μπέττυ είναι απ’ έξω και θέλει να σου πει κάτι για μισό λεπτό». Ήμουν κατηγορηματικός: «Όχι τώρα, αργότερα. Κανείς δεν μπαίνει». Ήμουν συγκεντρωμένος, ή μάλλον εγκλωβισμένος, στον φόβο να μη διαρρεύσει τίποτα πριν από την ανακοίνωση. Από τη χαραμάδα της μισάνοιχτης πόρτας την είδα να μου κάνει νόημα. «Μόνο μισό λεπτό». Κι εγώ, επίμονα, της έγνεφα «Όχι, φύγε». Τότε, έβγαλε από την τσάντα της ένα μικρό σακουλάκι. Μέσα είχε τρία κεράκια γενεθλίων. Τα έβγαλε και τα σήκωσε ψηλά. Δαγκώθηκα, ένιωσα άσχημα. Είχα ξεχάσει μέσα σε όλο αυτό ακόμα και τα γενέθλια του παιδιού μου.».