Υπάρχει ένα παλιό σλόγκαν στους κύκλους της κριτικής που λέει ότι οι δημιουργοί δεν πρέπει να πραγματοποιούν τα «όνειρά» τους, γιατί η πραγματικότητα ποτέ δεν θα φτάσει τη φαντασία και θα απογοητεύσει το κοινό.
Ο Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο διαψεύδει πανηγυρικά αυτή την ιδέα με τον Φρανκεστάιν. Το φιλμ του είναι μία αναζωογονητική επανερμηνεία του κλασικού μύθου που νομίζαμε ότι γνωρίζαμε καλά.
Η ταινία δεν προδίδει την «ψυχή» της Μαίρης Σέλεϊ, χωρίς όμως να τηρεί και το γράμμα του μυθιστορήματος που έχει ως κεντρικό ήρωα τον επιστήμονα Βίκτορ Φρανκεστάιν (Όσκαρ Άιζακ) ο οποίος αξιοποιεί την ηλεκτρική ενέργεια για να δημιουργήσει ένα αθάνατο πλάσμα.
Η αφήγηση ξεκινά κοντά από το τέλος του μυθιστορήματος, στον Αρκτικό Κύκλο, όπου δημιουργός και δημιούργημα εναλλάσσονται σε ρόλους κυνηγού και θηράματος. Ο Ντελ Τόρο χτίζει την ιστορία με τρόπους που την κάνουν όχι μόνο τρομακτική, αλλά και βαθιά συγκινητική, επεκτείνοντας την ανθρώπινη διάσταση που είχε επιτύχει ο Τζέιμς Γουέιλ στις κλασικές ταινίες Frankenstein και Bride of Frankenstein της δεκαετίας του 1930. Οι φίλοι των ταινιών τρόμου θα αναγνωρίσουν οπτικά στοιχεία από τον Γουέιλ και τις ταινίες Hammer, αλλά ο Ντελ Τόρο δεν αρκείται στην αναφορά· πιστεύει βαθιά στην ιστορία του και εξερευνά όλες τις φιλοσοφικές και πνευματικές της πτυχές.
Το πλάσμα του Τζέικομπ Ελορντί, μεγαλόσωμο αλλά ευάλωτο, γεννιέται και ζει μέσα στην απόλυτη δυστυχία από έναν «θεό»-άνθρωπο που απαιτεί απόλυτη υπακοή. Όταν αποκτά συνείδηση η πραγματική του οδύνη αρχίζει: αδυνατεί να βρει τη θέση του στον κόσμο, καταδικάζοντας τον εαυτό του ως τέρας — ένας αιώνιος ξένος, παρεξηγημένος και καταδικασμένος. Ο Ελορντί αποδίδει με εξαιρετική ακρίβεια τη νοημοσύνη, την ευαισθησία και την έμφυτη τρυφερότητα του τέρατος — η σκηνή όπου κρατάει και χαϊδεύει ένα ποντικάκι είναι συγκλονιστική — αλλά μεταδίδει και τη δύναμη και την οργή με την ίδια μαεστρία.
Ο Άιζακ είναι ένας μανιακός Βίκτορ, όχι μόνο αποροφημένος από την επιστημονική του αναζήτηση αλλά και εμμονικός να πείσει τους άλλους για τη «ηθική» φύση της πράξης του. Οι ηθικές συμβάσεις δεν ισχύουν όταν μιλάμε για αιώνια ζωή — γι’ αυτό η Σέλεϊ υπέγραψε το μυθιστόρημα ως Or, A Modern Prometheus. Ο Κρίστοφ Βαλτς προσφέρει μια από τις πιο συμπαθητικές του ερμηνείες, ως μέντορας με κρυφές προθέσεις, και η Μία Γκοθ δίνει πνοή στην Ελίζαμπεθ, με τις ιδιαιτερότητες και τις σκοτεινές εμμονές της.
Ο Ντελ Τόρο, με τη συνεργασία της Τάμαρα Ντεβέρελ και της Κέιτ Χόουλι, δημιουργεί συνεχείς οπτικές εκπλήξεις. Το σώμα του πλάσματος μοιάζει με σύγκλιση τεκτονικών πλακών,. Τα πλάνα πλημμυρίζουν στο κόκκινο και το μαύρο, σε ένα εικαστικό, παραμυθένιο εφιάλτη που μπορείς να λιώσεις μέσα του. Η μουσική του Αλεξάντερ Ντεσπλά συμπληρώνει τη δραματική ένταση με επιμονή.
Ο Φρανκεστάιν του Ντελ Τόρο συνδυάζει στιλ, πάθος και βαθιά πίστη στο όραμά του. Η ταινία ισορροπεί μεταξύ μελόδράματος και υπερφυσικής σαγήνης, ενώ η ηθική ερώτηση ποιος είναι πραγματικά το «τέρας» — ο δημιουργός ή το δημιούργημα; — ωθεί τον θεατή να καταλήξει : τελικά, ίσως κανείς από τους δύο.
Ο ίδιος ο Ντελ Τόρο είχε πει: «Ονειρεύομαι ότι μπορώ να φτιάξω τον μεγαλύτερο Φρανκεστάιν ποτέ. Αλλά μόλις τον φτιάξεις, τον έφτιαξες. Δεν μπορείς πια να ονειρευτείς γι’ αυτό». Στην προκειμένη περίπτωση, το όνειρο έγινε πραγματικότητα, και η τραγωδία μετατράπηκε σε θρίαμβο. Και ναι, πάντα μπορούμε να ονειρευτούμε ξανά.