Η άφιξη του μεγαλύτερου και πιο προηγμένου αεροπλανοφόρου του αμερικανικού ναυτικού, του USS Gerald R. Ford, στα νερά της Καραϊβικής, σηματοδοτεί μια νέα φάση κλιμάκωσης στις ήδη τεταμένες σχέσεις μεταξύ Ουάσιγκτον και Καράκας. Επισήμως, η ανάπτυξη της αμερικανικής ναυτικής δύναμης εντάσσεται στην «επιχείρηση καταπολέμησης της ναρκοτρομοκρατίας», που έχει εξαγγείλει ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Ντόναλντ Τραμπ. Για τη Βενεζουέλα, όμως, πρόκειται για απροκάλυπτη επίδειξη ισχύος, που ισοδυναμεί με απειλή εισβολής.
Το USS Gerald Ford, συνοδευόμενο από τρία πυραυλοφόρα αντιτορπιλικά και τέσσερις μοίρες μαχητικών αεροσκαφών, εντάχθηκε στις δυνάμεις της SOUTHCOM, της Διοίκησης των Αμερικανικών Ενόπλων Δυνάμεων για τη Νότια Αμερική. Από τον Αύγουστο, οι ΗΠΑ έχουν ήδη αναπτύξει οκτώ πολεμικά πλοία, πυρηνοκίνητο υποβρύχιο και μαχητικά F-35 στο Πουέρτο Ρίκο, συγκροτώντας μια εντυπωσιακή δύναμη πυρός που δεν έχει προηγούμενο στην περιοχή από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου.
Η Ουάσιγκτον επιμένει ότι ο στόχος είναι η εξάρθρωση δικτύων διακίνησης ναρκωτικών που, μέσω της Καραϊβικής, διοχετεύουν κοκαΐνη στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το Καράκας, ωστόσο, βλέπει πίσω από αυτή τη ρητορική την πραγματική επιδίωξη της αμερικανικής κυβέρνησης: την αποσταθεροποίηση του καθεστώτος Μαδούρο και, εν τέλει, την αλλαγή εξουσίας σε μια χώρα που διαθέτει τα μεγαλύτερα αποθέματα πετρελαίου στον πλανήτη.
Το «Σχέδιο Ανεξαρτησίας 200» και ο στρατιωτικός συναγερμός
Η απάντηση της Βενεζουέλας δεν άργησε. Ο πρόεδρος Νικολάς Μαδούρο ανακοίνωσε την ενεργοποίηση του «Σχεδίου Ανεξαρτησίας 200», ενός εκτεταμένου αμυντικού σχεδίου που προβλέπει πλήρη κινητοποίηση όλων των κλάδων των ενόπλων δυνάμεων, καθώς και των πολιτοφυλακών. Πάνω από 200.000 στρατιώτες συμμετείχαν σε γυμνάσια «μαζικής ανάπτυξης» σε όλη τη χώρα, ενώ τα κρατικά μέσα ενημέρωσης προβάλλουν διαρκώς εικόνες στρατιωτών σε επιφυλακή, αρμάτων μάχης και εκτοξευτών πυραύλων.
Ο υπουργός Άμυνας Βλαντιμίρ Παντρίνο δήλωσε ότι η Βενεζουέλα «είναι έτοιμη να νικήσει» σε περίπτωση επίθεσης, ενώ ο Μαδούρο υπέγραψε νόμο που συγκροτεί νέο σώμα άμυνας με αποστολή την «αντιμετώπιση κάθε ιμπεριαλιστικής απειλής». Παράλληλα, οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας αναπτύσσουν παλαιά ρωσικά συστήματα, μεταξύ των οποίων πυραύλους Igla, μαχητικά Sukhoi και άρματα μάχης δεκαετιών, ενώ φέρεται να προετοιμάζονται για μια μορφή ασύμμετρης άμυνας – ανταρτοπόλεμο ή, όπως το ονομάζουν κυβερνητικοί αξιωματούχοι, «παρατεταμένη αντίσταση».
Μια δύναμη άνιση
Η σύγκριση των δύο στρατών είναι άνιση. Ο αμερικανικός στρατός διαθέτει υπερσύγχρονα μέσα, εκπαίδευση και εμπειρία, ενώ ο βενεζουελάνικος στρατός αντιμετωπίζει σοβαρές ελλείψεις. Οι μισθοί των στρατιωτών δεν ξεπερνούν τα 100 δολάρια τον μήνα, ο εξοπλισμός είναι πεπαλαιωμένος και, σύμφωνα με πηγές που επικαλείται το Reuters, πολλοί αξιωματικοί αναγκάζονται να διαπραγματεύονται με τοπικούς παραγωγούς για τη σίτιση των στρατευμάτων. Παρά ταύτα, η κυβέρνηση προσπαθεί να ενισχύσει το ηθικό, επιστρατεύοντας το εθνικό φρόνημα και την κληρονομιά του ήρωα της ανεξαρτησίας, Σιμόν Μπολιβάρ.
Ο Μαδούρο ισχυρίζεται ότι οκτώ εκατομμύρια πολίτες έχουν εκπαιδευτεί ως πολιτοφύλακες έτοιμοι να υπερασπιστούν τη χώρα, αν και δυτικές πηγές υπολογίζουν ότι η πραγματική δύναμη τέτοιων μονάδων δεν ξεπερνά τις επτά χιλιάδες. Τα σχέδια που περιήλθαν στην κατοχή διεθνών ΜΜΕ περιγράφουν την πιθανή «αναρχοποίηση» της χώρας, σε περίπτωση εισβολής: σποραδικές επιθέσεις, σαμποτάζ, δημιουργία χάους στους δρόμους της πρωτεύουσας, ώστε να καταστεί αδύνατη η διακυβέρνηση από ξένη δύναμη.
Ο Τραμπ παίζει σε δύο ταμπλό
Από την πλευρά του, ο Ντόναλντ Τραμπ, που παραμένει αινιγματικός ως προς τις προθέσεις του, έχει δηλώσει ότι οι «μέρες του Μαδούρο είναι μετρημένες», αλλά αποφεύγει να δεσμευθεί για χερσαία εισβολή. Την ίδια στιγμή, έχει επιβεβαιώσει ότι ενέκρινε μυστικές επιχειρήσεις της CIA στο εσωτερικό της Βενεζουέλας, ενώ σύμφωνα με τη Washington Post, υπάρχουν ήδη χαρτογραφημένοι στόχοι «ναρκοτρομοκρατίας» που θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο επιθέσεων.
Η Ουάσιγκτον διατείνεται ότι τα πλήγματα που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί εναντίον πλεούμενων «διακινητών ναρκωτικών» είναι νόμιμα. Όμως, όπως σημειώνει ο Ύπατος Αρμοστής του ΟΗΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα Φόλκερ Τουρκ, υπάρχουν «ισχυρές ενδείξεις» ότι πρόκειται για εξωδικαστικές εκτελέσεις. Από τον Σεπτέμβριο, οι αμερικανικές δυνάμεις έχουν εξαπολύσει περίπου είκοσι αεροπορικά πλήγματα στην Καραϊβική και στον Ειρηνικό, με τουλάχιστον 76 νεκρούς.
Αντιδράσεις από Ρωσία, Λατινική Αμερική και Ευρώπη
Η Ρωσία, βασικός σύμμαχος του Μαδούρο, χαρακτήρισε τις αμερικανικές επιχειρήσεις «απαράδεκτες» και κατηγόρησε την Ουάσιγκτον ότι ενεργεί «ως χώρα που θεωρεί εαυτήν υπεράνω των νόμων». Ο Σεργκέι Λαβρόφ διαμήνυσε ότι η Μόσχα είναι έτοιμη να ανταποκριθεί σε αιτήματα στρατιωτικής βοήθειας της Βενεζουέλας, ζητώντας ταυτόχρονα «αποφυγή περαιτέρω κλιμάκωσης». Ήδη από τον Μάιο, οι δύο χώρες έχουν υπογράψει νέα συμφωνία στρατιωτικής συνεργασίας, που περιλαμβάνει επισκευές ρωσικών μαχητικών και αναβάθμιση ραντάρ.
Ανησυχία προκαλεί η κλιμάκωση και σε άλλες χώρες της περιοχής. Ο Βραζιλιάνος πρόεδρος Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα παρακολουθεί τις εξελίξεις με επιφύλαξη, ενώ η Κολομβία ανέστειλε την ανταλλαγή πληροφοριών με τις ΗΠΑ «όσο συνεχίζονται οι πυραυλικές επιθέσεις». Ακόμη και η Βρετανία, στενός σύμμαχος της Ουάσιγκτον, πάγωσε την ανταλλαγή δεδομένων για κινήσεις πλοίων στην Καραϊβική, μην επιθυμώντας –όπως αναφέρει το CNN– να θεωρηθεί συνένοχη σε επιχειρήσεις που παραβιάζουν το διεθνές δίκαιο.
Το φάντασμα μιας νέας κρίσης
Η Βενεζουέλα, βυθισμένη σε χρόνια οικονομική ύφεση, πολιτική αστάθεια και μαζική φυγή πληθυσμού, βρίσκεται πλέον στο επίκεντρο ενός νέου γεωπολιτικού ψυχροπολεμικού παιγνίου. Η παρουσία του USS Gerald Ford στην Καραϊβική ενισχύει την εντύπωση ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες προετοιμάζονται για κάτι περισσότερο από μια «επιχείρηση κατά των ναρκωτικών».
Η ρητορική και των δύο πλευρών κλιμακώνεται: ο Μαδούρο μιλά για «ιερό αγώνα εναντίον του ιμπεριαλισμού», ενώ ο Τραμπ δηλώνει ότι «ο χρόνος της δικτατορίας στη Βενεζουέλα τελειώνει». Αν οι απειλές μετατραπούν σε πράξεις, η Καραϊβική θα μπορούσε να γίνει το σκηνικό μιας νέας κρίσης, με απρόβλεπτες συνέπειες για ολόκληρη τη Λατινική Αμερική — και, ίσως, για τον κόσμο.