Γράφει ο Θεόδωρος Α. Κουτρούκης*
Μετά και την πρόσφατη κυβερνητική πρωτοβουλία να επιτρέψει την 13ωρη ημερήσια απασχόλησης, οι εξελίξεις στην αγορά εργασίας μας παρέχουν ενδιαφέροντα στοιχεία.
Ενδεικτικό είναι πως μια τελευταία έρευνα του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ αποτυπώνει ανάγλυφα την υλική και κοινωνική στέρηση, που βιώνουν μισθωτοί και συνταξιούχοι, παρά τη βελτίωση της απασχόλησης και τη μείωση της ανεργίας. Φαίνεται πως αυτές οι εξελίξεις αποτυπώνονται αισθητά στο πεδίο της αγοραστικής δύναμης σε συνδυασμό με την επιλεκτική -πλην όμως επίμονη- ανατίμηση σε πολλά βασικά καταναλωτικά αγαθά. Είναι φανερό πως παρά τις θετικές εξελίξεις στο πεδίο της αγοράς εργασίας, η αύξηση της απασχόλησης δεν συνοδεύεται πάντοτε από τη δημιουργία ποιοτικών θέσεων εργασίας με χαρακτηριστικά αμοιβής και συνθηκών δουλειάς, οι οποίες θα διασφάλιζαν ένα επαρκές επίπεδο διαβίωσης των μισθοσυντήρητων.
Και ορισμένα στοιχεία όμως που δόθηκαν πρόσφατα στη δημοσιότητα από το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής έδειξαν, επιπλέον, μια σημαντική υστέρηση στη συμμετοχή των γυναικών στην απασχόληση σε σχέση με τους άντρες. Η επιβράδυνση των μισθολογικών αυξήσεων στην Ευρωζώνη και η πολύ χαμηλή κάλυψη των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις εργασίας (που σύμφωνα με το Δείκτη Μισθών της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας έχει πέσει στο 10,6%).
Σύμφωνα με το Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της Τράπεζας της Ελλάδος το πρώτο εξάμηνο του 2025 υπογράφηκαν 148 νέες επιχειρησιακές συμβάσεις και από αυτές μόνο 64 πρόβλεψαν αυξήσεις μισθών, ενώ οι υπόλοιπες διατήρησαν τους μισθούς «παγωμένους». Στο πεδίο των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων για το 2025 έχουμε μόνο 25 ενεργές κλαδικές συμβάσεις. Όλα αυτά συμβαίνουν, ενώ παραμένει εκρηκτικό το πρόβλημα της χαμηλής παραγωγικότητας, που βρίσκεται περίπου στο ήμισυ του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Η εξέλιξη στην παραγωγικότητα οφείλεται στη μεγάλη πτώση των επενδύσεων σε κεφαλαιουχικό εξοπλισμο (κυρίως κατά τη δεκαετία της Κρίσης-Μνημονίων), την κυριαρχία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στό εγχώριο παραγωγικό σύστημα, τον προσανατολισμού της ελληνικής οικονομίας προς τις υπηρεσίες (δηλ. σε κλάδους -κατά κανόνα- έντασης εργασίας, ττην καθυστέρηση υιοθέτησης προηγμένων και ψηφιακών τεχνολογιών και τα δομικά προβλήματα, που σχετίζονται με το ανθρώπινο κεφάλαιο και την αναντιστοιχία των ζητούμενων και προσφερόμενων δεξιοτήτων στην αγορά εργασίας.
Αν οι παραγωγικοί φορείς και οι κοινωνικοί εταίροι της χώρας μας δεν ενορχηστρώσουν πρωτοβουλίες για την αύξηση της παραγωγικότητας, τότε οι ελπίδες για την αύξηση των πραγματικών αμοιβών των εργαζομένων σε μεσοπρόθεσμη κλίμακα θα αποδειχτούν πιθανότατα φρούδες.

*Καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης