Η εκλογή του Ζοράν Μαμντάνι στη δημαρχία της Νέας Υόρκης δεν είναι απλώς μια τοπική πολιτική ανατροπή. Είναι ένα γεγονός με διεθνή αντανάκλαση, που φέρνει στο προσκήνιο τα ερωτήματα γύρω από τη νέα κοινωνική δυναμική, τη συμμετοχή των νέων και την ανάγκη ανανέωσης του πολιτικού λόγου.
Ένας 34χρονος μουσουλμάνος, με ριζοσπαστική ρητορική κοινωνικής δικαιοσύνης, κατάφερε να εκφράσει ένα ευρύ, πολυσυλλεκτικό ακροατήριο και να εκλεγεί σε μια από τις πιο σύνθετες και απαιτητικές πόλεις του κόσμου. Την ίδια στιγμή, στην Ελλάδα, τα υψηλά ποσοστά αποχής και αποστασιοποίησης από τα κόμματα γεννούν το ερώτημα αν θα μπορούσε να υπάρξει ένα αντίστοιχο πολιτικό ρεύμα ανατροπής. Ο Ζαχαρίας Ζούπης, πολιτικός αναλυτής και διευθυντής ερευνών της Opinion Poll, επιχειρεί μια ψύχραιμη ανάγνωση του φαινομένου Μαμντάνι και των δεδομένων της ελληνικής πραγματικότητας:
Άρθρο του Διευθυντή Ερευνών της OPINION POLL- Πολιτικού Αναλυτή Ζαχαρία Ζούπη
Η εκλογή του Μαμντάνι ως Δήμαρχος Νέας Υόρκης αποτελεί ένα ενδιαφέρον πολιτικό φαινόμενο που έχει τροφοδοτήσει σειρά αναλύσεων και διαφορετικών προσεγγίσεων.
Τόσο στις Η.Π.Α όσο και σε άλλες χώρες, ανάμεσα στις οποίες και την δική μας. Στις Η.Π.Α ο Τραμπ για παράδειγμα τον χαρακτηρίζει « κομμουνιστή» λόγω των θέσεων που πρόβαλε και μάλιστα του επιτέθηκε προεκλογικά , ενώ ανάμεσα στους Δημοκρατικούς υπάρχει μεγάλος προβληματισμός για την γραμμή που πρέπει να ακολουθήσουν. Δεν είναι τόσο απλό. Ας έρθουμε στην θέση τους. Στην Νέα Υόρκη ένας άγνωστος Δημοκρατικός κατέβηκε ως ανεξάρτητος , ξεπέρασε τον επίσης Δημοκρατικό Κουόμο και κέρδισε την Δημαρχεία της Νέας Υόρκης. Ωστόσο στην ίδια ώρα νίκησαν σε δύο Πολιτείες με « κεντρώους» υποψηφίους. Οι επιτυχίες τους στις 4 Νοεμβρίου, από την εκλογή του Ζοράν Μαμντάνι στη Νέα Υόρκη έως τη νίκη της Αμπιγκεϊλ Σπάνμπεργκερ στη Βιρτζίνια και της Μίκι Σέριλ στο Νιου Τζέρσεϊ, δεν αναιρούν τα διαρθρωτικά προβλήματα του κόμματος. Ας αφήσουμε όμως τους Δημοκρατικούς να επιλύσουν μόνοι τους τα προβλήματά τους και να απαντήσουν στα διλλήματά τους;
Είναι χαρακτηριστική όμως η συζήτηση που διεξάγεται δημόσια στις Η.Π.Α. Ο Economist για παράδειγμα εκφράζει τη μία οπτική, βλέποντας «μια καλή μέρα» που μπορεί να αποδειχθεί παραπλανητική· από την άλλη, οι Financial Timesδιαβάζουν τα αποτελέσματα ως σημάδι ανανέωσης και στρατηγικής ωρίμανσης. Οι δύο προσεγγίσεις αναδεικνύουν όχι μόνο διαφορετικές εκτιμήσεις για την πορεία του κόμματος, αλλά και μια βαθύτερη ιδεολογική διαφωνία για το πώς οι Δημοκρατικοί πρέπει να αντιμετωπίσουν την εποχή του Ντόναλντ Τραμπ. Για αρκετούς , ενδέχεται η εκλογή Μαμντάνι και η πλατφόρμα του να ενισχύσει την ψευδαίσθηση ότι η στροφή προς την αριστερή, λαϊκιστική ρητορική είναι μια απάντηση στον Τραμπ, Η νίκη του Μαμντάνι, είναι μεν εντυπωσιακή, αλλά δεν απαντά στο βασικό ερώτημα: «Πώς θα κερδίσουν οι Δημοκρατικοί την εξουσία σε εθνικό επίπεδο;». Το κύριο ερώτημα είναι πως θα εκφραστούν ταυτόχρονα οι πιο μετριοπαθείς και εργαζόμενοι της Περιφέρειας και οι πιο ριζοσπάστες, αριστερόστροφοι.
Τελικά όμως τι συνέβη στην Ν. Υόρκη και εκλέχτηκε Δήμαρχος ένας 34χρονος μουσουλμάνος γόνος οικογένειας που ανήκει στην οικονομική και πολιτική ελίτ της πόλης, που λίγους μήνες πριν είχε μόλις 1% στις δημοσκοπήσεις; Προφανώς το « μυστικό » βρίσκεται στην ατζέντα που επέλεξε και η οποία βασίστηκε σε μια ατζέντα κοινωνικής δικαιοσύνης και οικονοπ0μικής ανακούφισης. Βασικές δεσμεύσεις που επαναλάμβανε με σταθερότητα ήταν: Πάγωμα των ενοικίων σε καθεστώς ελέγχου, Διεύρυνση προγραμμάτων προσιτής κατοικίας Δωρεάν μετακίνηση με δημοτικά λεωφορεία, αύξηση φορολόγησης υψηλών εισοδημάτων. Μαζί με την ατζέντα ας προσθέσουμε την επικοινωνιακή χαρισματικότητά του , την δυνατότητα να εκφράσει ιδιαίτερα νέους , μετανάστες και μειονότητες, κάθε δημότη που νιώθει ότι ζει πια δύσκολα στην Ν. Υόρκη , δηλαδή τους φτωχούς , αλλά ταυτόχρονα και όσους έχουν ετήσια εισοδήματα πάνω από 100.000 δολάρια. Σ΄αυτές τις κατηγορίες πήρε και τα μεγαλύτερα ποσοστά του. Ωστόσο υπάρχει κάτι πολύ σημαντικό. Στις εκλογές αυτές ψήφισαν πάνω από 2 εκατομ. ψηφοφόροι περισσότεροι από τις προηγούμενες εκλογές, με καταλυτικό τον παράγοντα της συμμετοχής των κάτω από 30 ετών και την ενθουσιώδη υποστήριξή τους στον Μαμντάνι. Όπως πολύ σημαντικό είναι και ότι αναφερόμαστε για ένα ρεύμα με κοινωνικά χαρακτηριστικά βάσης που δεν δημιουργήθηκε από άνωθεν κινήσεις.
Πολλοί σπεύδουν να χαρακτηρίσουν ως ανεφάρμοστο το πρόγραμμά του και ικανό λαϊκιστή τον νέο Δήμαρχο που σύντομα θα οδηγηθεί σε μεγάλα αδιέξοδα. Θα δούμε… Κάθε βιαστική εκτίμηση μπορεί να οδηγήσει σε λάθη. Ο Μαμντάνι έχει ένα τεράστιο Προϋπολογισμό Δήμου και αρμοδιότητες που έχει και άλλες όμως που δεν έχει. Όπως και θα δέχεται μεγάλες πιέσεις από το κίνημα που τον ανέδειξε γιατί πίστεψε σε όσα υποσχέθηκε. Καλό είναι να πράξουμε το ίδιο και στην Ελλάδα, γιατί πολλοί τον εμφανίζουν ως φάρο και πυξίδα πολιτικής και άλλοι ως παράδειγμα προς αποφυγή. Άλλοι πάλι μιλάνε σαν να είναι περίπου οι Μαμντάνι της Ελλάδας.
Τι δεδομένα έχουμε στην χώρα που θα μπορούσαν να τροφοδοτήσουν ένα αντίστοιχο ρεύμα; Με τα μέχρι τώρα δεδομένα και με τον χρόνο που απομένει μέχρι τις Βουλευτικές εκλογές , δεν φαίνεται κάποια ρεαλιστική προοπτική μίας συγκλονιστικής αλλαγής συσχετισμών. Υπάρχουν όμως δεδομένα που δεν μπορεί να περνάνε απαρατήρητα, αντίθετα πρέπει να μας απασχολεί και να μας προβληματίζει . Στις δημοσκοπήσεις φαίνεται μια γκρίζα ζώνη της τάξης του 23%-26% και αναποφάσιστοι που φτάνουν τώρα το 18% έως το 21%. Είναι τα μεγαλύτερα ποσοστά γκρίζας ζώνης και αναποφασίστων που έχουμε δε επί δεκαετίες. Πολλοί από αυτούς φαίνεται να έχουν πάρει πιθανότατα διαζύγιο από τα κόμματα που είχαν ψηφίσει στις Βουλευτικές εκλογές ή και στις Ευρωεκλογές και σε κάθε περίπτωση έχουν πολύ χαμηλό βαθμό κομματικής ταύτισης. Ταυτόχρονα υπάρχει μια σημαντική κρίση εμπιστοσύνης στην Κυβέρνηση, στο πολιτικό σύστημα , στους θεσμούς που οδηγεί σε κρίση πολιτικής εκπροσώπησης. Άρα αντικειμενικά η Κυβέρνηση προηγείται μακράν του δεύτερου κόμματος , η Αντιπολίτευση βρίσκεται σε μια πρωτοφανή κατάσταση κατακερματισμού, αδυναμίας να εμφανίσει πειστική , ρεαλιστική προγραμματική πρόταση που να στηρίζει μια εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης. Ταυτόχρονα , ας μη μας διαφεύγει ένας παράγοντας που θα μπορούσε να τροποποιήσει πολλά. Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια η συμμετοχή στις Βουλευτικές εκλογές έχει μειωθεί κατά 1.770.907 ψηφοφόρους ( 7.044.606 το 2009 , 5.273.699 το 2023). Μιλάμε για συγκλονιστική μείωση, που αντικειμενικά τροφοδοτεί το ερώτημα: Τι θα γινόταν αν έστω οι μισοί από αυτούς επανεμφανίζονταν σε εκλογές ;
Λένε ότι ποτέ μη λες ποτέ , τόσο στην ζωή, όσο και στην Πολιτική. Ωστόσο, ένα παλιρροιακό κύμα στην Ελλάδα θα μπορούσε πιθανά να υπάρχει, αλλά τα προαπαιτούμενα είναι τόσα πολλά που καθιστούν μια τέτοια μεταβολή αδύναμη. Απαιτεί άλλο υπόδειγμα πολιτικού διαλόγου από αυτόν που διεξάγεται στη χώρα μας και κινείται περισσότερο στη λογική της παραπολιτικής και πολιτικού κουτσομπολιού, παρά σ’ εκείνη της πολιτικής αυτής καθαυτήν και ουσιαστικές προτάσεις οι οποίες αφορούν την ευρύτερη κοινωνία που τις έχει ανάγκη. Στην Ελλάδα δυστυχώς δίνεται η εικόνα , ότι κόμματα σέρνονται πίσω από την επικοινωνία και δεν ασχολούνται τόσο με την παραγωγή πολιτικής. Προϋποθέτει ανανέωση σε ιδέες και πρόσωπα. Απαιτεί εστίαση στα κεντρικά προβλήματα που απασχολούν την κοινωνία, όπως για παράδειγμα στην Νέα Υόρκη οι ψηφοφόροι δεν κινήθηκαν μόνο ή κυρίως από τον φόβο για την Δημοκρατία , αλλά από την καθημερινή πίεση της ακρίβειας, την μάχη επιβίωσης και την προσιτότητα σε βασικά αγαθά. Ας σημειωθεί δε , ότι το πρόβλημα για τους πολίτες δεν φαίνεται να είναι πια γενικά η ιδεολογία , αλλά οι λύσεις, ότι υπάρχει κάποιος, ότι υπάρχουν κάποιοι που τους ακούν και ενδιαφέρονται.
Δεν ξέρω αν είναι πολλές οι προϋποθέσεις και δύσκολες. Στην Ν. Υόρκη πάντως ο Μαμντάνι τα κατάφερε.