Η Γερμανία μοιάζει να απομακρύνεται από τις ακραίες δεξιές ιδεολογίες, αλλά ταυτόχρονα βυθίζεται σε μια κρίση εμπιστοσύνης προς τη δημοκρατία της.
Μια νέα έρευνα του Ιδρύματος Φρίντριχ Έμπερτ (Friedrich-Ebert-Stiftung), που πρόσκειται στους Σοσιαλδημοκράτες (SPD), δείχνει ότι ο σκληρός δεξιός εξτρεμισμός περιορίζεται. Ωστόσο, πίσω από αυτή τη φαινομενικά θετική εξέλιξη κρύβεται μια ανησυχητική κοινωνική μετατόπιση: η απογοήτευση, η ανασφάλεια και η αυξανόμενη κανονικοποίηση της ρητορικής του μίσους διαβρώνουν την εμπιστοσύνη στους θεσμούς.
Μείωση των σκληρών εξτρεμιστών
Η «Mitte-Studie 2024–25» καταγράφει καθαρή πτώση του ποσοστού όσων εκφράζουν ξεκάθαρα ακροδεξιά κοσμοθεωρία: από 8,3% το 2022, στο 3,3% σήμερα. Πρόκειται για μια θεαματική μείωση που θα μπορούσε να εκληφθεί ως νίκη της δημοκρατικής παιδείας και της κοινωνικής ανθεκτικότητας.
Όμως η έρευνα αποκαλύπτει και κάτι λιγότερο ενθαρρυντικό. Ένα 20% των Γερμανών αποφεύγει να τοποθετηθεί απέναντι σε προτάσεις που αντικατοπτρίζουν την ακροδεξιά ιδεολογία. Δεν απορρίπτει, αλλά ούτε και υιοθετεί φράσεις όπως «οι ξένοι αλλοιώνουν την ταυτότητα της χώρας» ή «η Γερμανία χρειάζεται πιο σκληρή ηγεσία». Η λεγόμενη «γκρίζα ζώνη» είναι εκείνη που προβληματίζει περισσότερο τους ερευνητές: ένας χώρος αβεβαιότητας, ευάλωτος στη ριζοσπαστικοποίηση, ιδιαίτερα σε περιόδους κοινωνικών αναταράξεων.
Χαρακτηριστικά, μόνο το 6,6% των ερωτηθέντων απέρριψε κατηγορηματικά όλες τις 18 σαφώς ακροδεξιές διατυπώσεις που τέθηκαν στο ερωτηματολόγιο. Με άλλα λόγια, οι «καθαροί δημοκράτες» δεν είναι η πλειονότητα.
Το εύθραυστο Κέντρο
Η μελέτη εντοπίζει την ύπαρξη «σημείων καμπής» — στιγμές που, υπό πίεση, η κοινωνική πλειοψηφία μπορεί να αλλάξει κατεύθυνση. Τα σημεία αυτά μπορεί να είναι κρίσεις —μια νέα πανδημία, μια τρομοκρατική επίθεση, μια ενεργειακή αστάθεια— ή μια σταδιακή κανονικοποίηση της ακροδεξιάς γλώσσας.
Σχεδόν το ένα τέταρτο των συμμετεχόντων (23%) συμφωνεί με τη δήλωση ότι «ο στόχος της γερμανικής πολιτικής πρέπει να είναι να αποκτήσει η χώρα τη δύναμη και την επιρροή που της αξίζει». Παράλληλα, ένας στους έξι (15%) εκφράζει νοσταλγία για τον «ισχυρό ηγέτη που κυβερνά με πυγμή για το καλό όλων» — μια διατύπωση που υπονοεί αποδοχή αυταρχικής διακυβέρνησης.
Πίσω από αυτές τις στάσεις δεν βρίσκεται απαραίτητα μια ιδεολογική ταύτιση με τον φασισμό, αλλά μάλλον η κούραση από τη δημοκρατική πολυπλοκότητα. Είναι η διάθεση «να μπει τάξη», ακόμη κι αν αυτό σημαίνει λιγότερη ελευθερία.
Μετανάστευση και «κανονικοποιημένος» ρατσισμός
Το μεταναστευτικό παραμένει το πιο ευάλωτο πεδίο. Το 33% των ερωτηθέντων πιστεύει ότι «οι πρόσφυγες εκμεταλλεύονται το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας», ενώ άλλο ένα 36% δηλώνει αναποφάσιστο. Δηλαδή, σχεδόν επτά στους δέκα δεν απορρίπτουν ενεργά μια θέση που στηρίζεται σε στερεότυπα και ρατσιστικούς υπαινιγμούς.
Η έρευνα προειδοποιεί πως τέτοιες αντιλήψεις, που παλαιότερα θεωρούνταν περιθωριακές, σήμερα εκφέρονται δημόσια χωρίς κοινωνικό κόστος. Όταν ο ρατσισμός και η ξενοφοβία αρχίζουν να αντιμετωπίζονται ως «φυσιολογικές απόψεις», τότε το πολιτικό Κέντρο παύει να λειτουργεί ως ανάχωμα και μετατρέπεται σε γέφυρα προς τον εξτρεμισμό.
Οι νέοι στο στόχαστρο της ακροδεξιάς
Η μεγαλύτερη ανησυχία της μελέτης αφορά τη νεότερη γενιά. Στους πολίτες 18 έως 34 ετών, το ποσοστό εκείνων που ασπάζονται ακροδεξιά κοσμοθεωρία φτάνει το 7% — διπλάσιο από τον γενικό μέσο όρο. Οι ερευνητές εξηγούν ότι οι νέοι εκτίθενται μαζικά σε ακροδεξιό και λαϊκιστικό περιεχόμενο μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, όπου οι αφηγήσεις αυτές διαδίδονται με χιούμορ, αισθητική «αντισυστημικότητας» και συνθήματα περί «αληθινής ελευθερίας».
Οι εξτρεμιστές στοχεύουν συνειδητά τους νέους, αξιοποιώντας την απογοήτευσή τους από την πολιτική, την οικονομική ανασφάλεια και την ανάγκη για ταυτότητα. Η ψηφιακή κουλτούρα διευκολύνει τη διείσδυση της προπαγάνδας, καθώς τα όρια μεταξύ πληροφορίας, σατιρικού περιεχομένου και προπαγάνδας είναι θολά.
Επιπλέον, το κοινωνικό υπόβαθρο παίζει ρόλο: άτομα που μεγάλωσαν σε αυστηρά, αυταρχικά ή υπερβολικά ανταγωνιστικά περιβάλλοντα εμφανίζουν, σύμφωνα με την έρευνα, μεγαλύτερη προδιάθεση να αποδεχθούν αυταρχικές αξίες ως ενήλικες.
Δημοκρατία υπό αμφισβήτηση
Παρότι το 79% των ερωτηθέντων δηλώνει ότι «υποστηρίζει τη δημοκρατία», σχεδόν ένας στους τέσσερις (24%) πιστεύει ότι «η δημοκρατία στη Γερμανία δεν λειτουργεί». Μόλις το 52% τη θεωρεί αποτελεσματική, ενώ η εμπιστοσύνη στους θεσμούς έχει πέσει από το 62% το 2021 στο 50,5% σήμερα.
Πρόκειται για μια επικίνδυνη αντιφατικότητα: οι πολίτες εξακολουθούν να θεωρούν τη δημοκρατία το καλύτερο πολίτευμα, αλλά δεν εμπιστεύονται πια τον τρόπο που λειτουργεί. Όταν η δημοκρατία αντιμετωπίζεται ως κάτι θεωρητικά σωστό, αλλά πρακτικά δυσλειτουργικό, ανοίγει ο δρόμος για αυταρχικές λύσεις που υπόσχονται «αποτελεσματικότητα».
Η απογοήτευση από την πολιτική τάξη και το αίσθημα ότι «τα πράγματα δεν είναι δίκαια» θολώνουν την έννοια της δημοκρατίας: από αξία μετατρέπεται σε διαχειριστικό σύστημα, που κρίνεται με βάση την αποδοτικότητα.
Ο αυταρχισμός του νεοφιλελεύθερου ατομικισμού
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα ευρήματα της έρευνας είναι η άνοδος μιας ιδιότυπης νοοτροπίας που οι συντάκτες αποκαλούν «φιλελεύθερη-αυταρχική». Το 25% των ερωτηθέντων υιοθετεί την πεποίθηση ότι η αξία ενός ανθρώπου εξαρτάται από την απόδοσή του.
Πρόκειται για μια κοσμοθεωρία που συνδυάζει νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις περί ατομικής ευθύνης με αυταρχική ιεράρχηση της κοινωνίας. Η ιδέα της κοινωνικής αλληλεγγύης υποβαθμίζεται, ενώ προβάλλεται η αξία του ανταγωνισμού και της «χρησιμότητας». Στον πυρήνα της βρίσκεται μια εκφυλισμένη εκδοχή της ελευθερίας: ο καθένας για τον εαυτό του, χωρίς συλλογική ευθύνη.
Οι ερευνητές προειδοποιούν ότι αυτή η στάση —που δεν ταυτίζεται εξωτερικά με τον εξτρεμισμό— λειτουργεί ως ιδεολογική «γέφυρα». Το 13% αυτής της ομάδας, σημειώνεται, εκφράζει αυξημένη προδιάθεση για πολιτική βία και ανοχή σε ακροδεξιές ιδέες.
Η πρόκληση της δημοκρατικής εμπιστοσύνης
Η γενική εικόνα της «Mitte-Studie» είναι διφορούμενη. Από τη μια, η καθαρή υποχώρηση του σκληρού εξτρεμισμού αποτελεί θετική ένδειξη για την κοινωνική ωριμότητα. Από την άλλη, η διάβρωση της εμπιστοσύνης στους θεσμούς, η κανονικοποίηση του αυταρχισμού και η άνοδος της πολιτικής αδιαφορίας συνθέτουν ένα περιβάλλον εύθραυστο.
Η γερμανική κοινωνία δεν απειλείται τόσο από τους δηλωμένους εχθρούς της δημοκρατίας, όσο από εκείνους που χάνουν σταδιακά την πίστη τους σε αυτήν. Αν η δημοκρατία πάψει να εμπνέει εμπιστοσύνη, θα πάψει σιγά σιγά και να λειτουργεί.
Η πρόκληση για τα δημοκρατικά κόμματα —και όχι μόνο στη Γερμανία— είναι να ξανακερδίσουν αυτό το σιωπηλό, μετέωρο Κέντρο. Γιατί εκεί, στη «γκρίζα ζώνη» ανάμεσα στην ελπίδα και στην κούραση, κρίνεται το μέλλον της δημοκρατίας.
(Πηγή: Deutschlandfunk, Friedrich-Ebert-Stiftung, Mitte-Studie 2024–25)