Η νέα έκθεση της Eurostat αποκαλύπτει τις ανισότητες μέσα στην αγορά εργασίας της ΕΕ και το παράδοξο των «φτωχών εργαζομένων»
Η φτώχεια δεν είναι πλέον συνώνυμο της ανεργίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat για το 2024, το 8,2% των εργαζομένων στην Ευρωπαϊκή Ένωση –είτε μισθωτών είτε αυτοαπασχολούμενων– κινδυνεύει από φτώχεια, καθώς το διαθέσιμο εισόδημά τους βρίσκεται κάτω από το 60% του εθνικού διάμεσου. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που αποκαλύπτει τη ρωγμή στο κοινωνικό συμβόλαιο της ΕΕ: η εργασία δεν εγγυάται πλέον αξιοπρεπή διαβίωση.
Η εικόνα είναι άνιση μεταξύ των κρατών-μελών. Στη Φινλανδία (2,8%), την Τσεχία (3,6%) και το Βέλγιο (4,3%) τα ποσοστά παραμένουν χαμηλά χάρη στα ισχυρά κοινωνικά κράτη. Αντίθετα, το Λουξεμβούργο (13,4%), η Βουλγαρία (11,8%), η Ισπανία (11,2%) και η Ρουμανία (10,9%) βρίσκονται στις κορυφαίες θέσεις, με την Ελλάδα να ακολουθεί στην πέμπτη (10,7%). Η Πορτογαλία, επίσης, με ποσοστό 9,2%, ξεπερνά τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, παρά τη συνεχή άνοδο των μισθών της τελευταίας τριετίας.
Ελλάδα: εργασία χωρίς αξιοπρέπεια
Η Ελλάδα αποτελεί μία από τις πιο ανησυχητικές περιπτώσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως προς την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των εργαζομένων, σύμφωνα με τη νεότερη μελέτη του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ. Το 8,8% των μισθωτών αντιμετωπίζει υλική και κοινωνική στέρηση, ενώ το 29,3% δηλώνει ότι δεν μπορεί να διαθέσει ούτε ένα μικρό ποσό για προσωπική χρήση κάθε εβδομάδα. Σχεδόν ένας στους τέσσερις (23,5%) απέχει από δραστηριότητες αναψυχής, γεγονός που αποτυπώνει το βάθος της καθημερινής πίεσης στα νοικοκυριά.
Η σύγκριση με άλλες χώρες αποκαλύπτει τη διαρκή υστέρηση της Ελλάδας: το ποσοστό κοινωνικής στέρησης είναι σχεδόν διπλάσιο από τον μέσο όρο της ΕΕ και υψηλότερο από χώρες όπως η Ρουμανία (7,8%), η Ουγγαρία (5,4%) και η Σλοβακία (3,3%). Παρά τις βελτιώσεις σε βασικούς δείκτες απασχόλησης, η αγοραστική δύναμη των εργαζομένων παραμένει εξασθενημένη, υπονομεύοντας την ποιότητα ζωής και τη δυνατότητα κοινωνικής συμμετοχής.
Στέρηση και ανασφάλεια: η νέα κανονικότητα
Η ανάλυση της ΓΣΕΕ δείχνει ότι το 2024, το ποσοστό σοβαρής στέρησης για το σύνολο των εργαζομένων ανήλθε στο 9,1%, ενώ για τους αυτοαπασχολούμενους έφτασε το 9,6%. Οι άνεργοι πλήττονται δραματικά, με 41% να βιώνουν υλική στέρηση – πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Ακόμη και στους συνταξιούχους (30,4%) και στους μη οικονομικά ενεργούς πολίτες (20,6%), τα ποσοστά αυξήθηκαν σε σχέση με το 2023. Η κοινωνική πίεση, συνεπώς, δεν περιορίζεται στους μισθωτούς· διαπερνά οριζόντια το σύνολο της κοινωνίας.
Η αύξηση του κόστους ζωής, ιδίως στα τρόφιμα και την ενέργεια, σε συνδυασμό με τη στασιμότητα των πραγματικών μισθών, έχει οδηγήσει σε ένα καθεστώς “εργασιακής επισφάλειας” που υπονομεύει τη βιωσιμότητα της καθημερινότητας. Οι βελτιώσεις στα ποσοστά ανεργίας δεν μεταφράζονται σε βελτίωση της ευημερίας – αντιθέτως, συνυπάρχουν με την αναπαραγωγή της φτώχειας μέσα στην εργασία.
Οι ανισότητες φύλου και εθνικότητας
Στην υπόλοιπη Ευρώπη, οι άνδρες εξακολουθούν να εμφανίζουν υψηλότερο κίνδυνο φτώχειας από τις γυναίκες (9% έναντι 7,3%), με τη Ρουμανία να καταγράφει τη μεγαλύτερη ανισότητα μεταξύ των φύλων. Στην Πορτογαλία, το 10% των ανδρών εργαζομένων κινδυνεύει από φτώχεια, έναντι 8,3% των γυναικών, ενώ στην Ελλάδα οι διαφορές είναι μικρότερες αλλά η συνολική ανασφάλεια παραμένει υψηλή.
Παράλληλα, τα στοιχεία της Eurostat δείχνουν βαθιά ανισότητα και σε ό,τι αφορά την εθνικότητα: το 18,6% των πολιτών της ΕΕ κινδυνεύουν από φτώχεια ή κοινωνικό αποκλεισμό, αλλά το ποσοστό ανεβαίνει στο 26,9% για όσους ζουν σε άλλη χώρα της Ένωσης και στο 43,8% για πολίτες εκτός ΕΕ.
Το κοινωνικό ρήγμα της Ευρώπης
Σύμφωνα με τη Eurostat, 71,1 εκατομμύρια άνθρωποι στην ΕΕ κινδυνεύουν από τη φτώχεια και 93,3 εκατομμύρια από φτώχεια ή κοινωνικό αποκλεισμό – δηλαδή πάνω από το 21% του πληθυσμού. Αυτή η εικόνα, σε συνδυασμό με τα ελληνικά στοιχεία της ΓΣΕΕ, αναδεικνύει ένα ενιαίο πρόβλημα: την αποσύνδεση της εργασίας από την ευημερία.
Το φαινόμενο των “φτωχών εργαζομένων” δεν είναι απλώς μια κοινωνική παρενέργεια, αλλά μια θεμελιώδης κρίση του ευρωπαϊκού μοντέλου ανάπτυξης. Η αύξηση των κατώτατων μισθών, η ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και η ανασυγκρότηση των πολιτικών κοινωνικής προστασίας δεν είναι μόνο οικονομικές επιλογές, αλλά όροι επιβίωσης της ίδιας της ευρωπαϊκής κοινωνικής συνοχής.
Γιατί όταν η εργασία δεν αρκεί για να ζήσεις, η φτώχεια παύει να είναι εξαίρεση — και γίνεται το νέο ευρωπαϊκό πρόσωπο της ανασφάλειας.