Quand il est mort le poète
Του Αντώνη Λιάκου
Η κηδεία του Σαββόπουλου ήταν μια αξιοπρόσεκτη στιγμή που ανακεφαλαίωσε την πολιτισμική πορεία της χώρας από τη Μεταπολίτευση ως σήμερα. Και η διαμάχη που ακολούθησε δείχνει ότι η πορεία αυτή δεν έχει απονεκρωθεί και γι αυτό είναι ακόμη αντικείμενο διεκδίκησης. Διεκδίκησης νοήματος πάνω από μια θάλασσα παθών στην σύγχρονη Ελλάδα, όπου η πολιτισμική πόλωση είναι μεγαλύτερη από την πολιτική.
Είναι μισή η ματιά αν δει κανείς την ιστορία ως επισώρευση γεγονότων. Τόσο ο ίδιος ο Σαββόπουλος, όσο ζούσε, όσο και η συζήτηση γύρω από το θάνατό του περιστράφηκαν γύρω από τέσσερα βασικά συναισθήματα: τραύμα, ενοχή, απώλεια και μνησικακία. Ο ίδιος, τρομαγμένο και ενοχικό παιδί της μετεμφυλιακής Ελλάδας, πρόσφερε απλόχερα, και με μεγάλη δεξιοτεχνία, αποενοχοποίηση στους δεξιούς που δεν ήταν αριστεροί στη πρώιμη Μεταπολίτευση, και στους αριστερούς που επιθυμούσαν την επιστροφή στην απωλεσθείσα αγκαλιά του πατέρα, στην ύστερη Μεταπολίτευση. Η μνησικακία εκφράστηκε από τους μεν, γιατί τους εγκατέλειψε, και από τους δε, γιατί δεν τον τίμησαν οι πρώην φίλοι του, όπως ήθελαν οι τωρινοί.
Είναι αξιοσημείωτο ότι οι συγκρούσεις εξακολουθούν να γίνονται γύρω από τον άξονα αριστερά-δεξιά, των οποίων το περιεχόμενο αλλάζει, οι γραμμές αλληλο- διεισδύουν, αλλά δεν εξαφανίζονται. Και παρ’ όλο που πολλοί καλλιτέχνες στο παρελθόν, με μαζική απήχηση, κινήθηκαν περιστασιακά εκατέρωθεν του άξονα, δεν προκλήθηκαν ανάλογες διχογνωμίες -σχεδόν πόλεμος χαρακωμάτων. Η συζήτηση τώρα ήταν εντονότερη γιατί και το έργο του Σαββόπουλου ήταν ένα συνεχές και άμεσο – σχεδόν πολιτικό σχόλιο στον σχηματισμό και τη διακύμανση των μεταπολιτευτικών ταυτοτήτων. Κι αυτά όμως δεν μας εξηγούν την ένταση των παθών.
Το 1965, όταν ο Σαββόπουλος άρχιζε την πορεία του, ο Ζιλμπέρ Μπεκό τραγουδούσε τον θάνατο ενός ποιητή. Τον Ζαν Κοκτώ: «Όταν πέθανε ο ποιητής, όλοι οι φίλοι του έκλαψαν, ο κόσμος ολόκληρος τον έκλαψε. Το άστρο του ενταφιάστηκε σ’ έναν τόπο με σιτολούλουδα.» Οι πολιτισμικές απηχήσεις του πένθους ενός καλλιτέχνη, είναι επίσης πολιτισμικό γεγονός.
Εντούτοις, υπάρχει ένα πολιτισμικό καλούπι στην Ελλάδα, το οποίο δραματοποιεί και πολιτικοποιεί στο έπακρο ότι μπαίνει σ’ αυτό. Αν ο Σαββόπουλος κηδευόταν σε ένα από τα μέρη που τραγούδησε, λ.χ. στο Πήλιο, ανάμεσα σε πολυάριθμους φίλους και ορχήστρες, το γεγονός δεν θα είχε γίνει λιγότερο αισθητό. Όπως με την κηδεία του Χατζηδάκη στις ανατολικές υπώρειες του Υμηττού που τραγούδησε. Δεν θα είχε όμως τη σφραγίδα της κρατικής επισημότητας με ό,τι σηματοδοτεί Μητρόπολη Αθηνών, ναυτικά αγήματα και στρατιωτικές μπάντες, παρουσία κυβέρνησης, καρτελάκια για τις θέσεις των πολιτικών αρχηγών, κλπ. Εκείνο που πυροδότησε την αντιπαράθεση ήταν ο εγκυβωτισμός του θανάτου του στο πρωτόκολλο του εθνικού πένθους.
Μήπως όμως δεν έχει κηρυχτεί εθνικό πένθος για μεγάλους ποιητές; Η τελευταία έκφραση ποιητικού πένθους ήταν του Σεφέρη, κυρίως ως έκφραση διαμαρτυρίας στη Δικτατορία. Αλλά και του Θεοδωράκη, του οποίου το έργο, κλεισμένο στη σφαίρα του υψηλού, ήταν δυσπρόσιτο στον πολιτικό σχολιασμό. Σε μια ιστορική διαδρομή, ο Σολωμός και ο Παλαμάς (Ελλάδα), ο Σίλλερ (Γερμανία), ο Φόσκολο και ο Βέρντι (Ιταλία), ο Ανταμ Μικίεβιτς (Πολωνία), ο Σαντόρ Πετόφι (Ουγγαρία), ο Χοσέ Μαρτί (Λατινική Αμερική),ο Χρήστο Μπότεφ (Βουλγαρία) τιμήθηκαν με εθνικό πένθος, που πολλές φορές εκδηλώθηκε και πολλά χρόνια μετά το θάνατό τους.
Ωστόσο η εποχή των εθνικών ποιητών έχει παρέλθει. Κι αν προσπαθήσει κανείς να τους ξαναστήσει στα πόδια τους, καρικατούρες θα στήσει. Κάτι σαν «εθνικούς ταγούς», ένα είδος δασκάλων (και διδασκαλισσών) του Γένους, οι οποίοι προσφέρουν άφθονη σοφία, πάντοτε γύρω από τα στερεότυπα της γλώσσας, της ιστορίας και της ευταξίας, ενίοτε και επί παντός επιστητού. Στο βαθμό που υπάρχει ζήτηση από μια κοινωνία στην οποία απουσιάζει η έμπνευση και η καινούργιες ιδέες, ή όπου οι μεγάλες μάχες αντί για το μέλλον αφορούν στο παρελθόν, θα υπάρχει και προσφορά. Αποτελούν όμως παρωχημένες πολιτισμικές μορφές, εθνοκεντρικές και πολιτισμικά άγονες. Ο Σαββόπουλος έχει δώσει καταπληκτικές ποιητικές σελίδες. Αν τις στριμώξεις στον εθνικό διδακτισμό, κάποιος θα βρεθεί να τις σκίσει!
(Άρθρο στη σημερινή Καθημερινή, 2.11.25)