Μια ανάρτηση του Ντόναλντ Τραμπ στο Truth Social στις 30 Οκτωβρίου —«Η G-2 ΘΑ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕΙ ΣΥΝΤΟΜΑ!»— προκάλεσε αμηχανία και ερωτήματα στον διπλωματικό κόσμο. Ο Αμερικανός πρόεδρος, λίγο πριν από τη συνάντησή του με τον Σι Τζινπίνγκ στη Νότια Κορέα, ξέθαψε έναν μάλλον ξεχασμένο όρο με ιστορικό βάρος: την G-2, μια υποθετική «Ομάδα των Δύο» όπου Ηνωμένες Πολιτείες και Κίνα θα μοιράζονταν την ευθύνη της παγκόσμιας διακυβέρνησης.
Η φράση, αν και εκτοξεύτηκε με τον γνωστό, επιδεικτικό τρόπο του Τραμπ, επανέφερε στο προσκήνιο μια ιδέα που άλλοτε φάνταζε ουτοπική και ταυτόχρονα επικίνδυνη: τον κόσμο ως διπολική σύμπραξη με δύο σφαίρες επιρροής, όχι αντιπαράθεση.
Από το 2008 στην εποχή των κρίσεων
Η σύλληψη της G-2 ανήκει στον οικονομολόγο C. Fred Bergsten, στενό συνεργάτη του Χένρι Κίσινγκερ, ο οποίος το 2005 είχε προβλέψει ότι η σταθερότητα της παγκόσμιας οικονομίας θα εξαρτηθεί από τη συνεργασία Ουάσινγκτον και Πεκίνου. Η πρόταση επανήλθε με τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, όταν η Δύση κάλεσε την ανερχόμενη Κίνα να αναλάβει μέρος της ευθύνης για τη διάσωση του συστήματος.
Στο πλευρό του Bergsten τάχθηκαν προσωπικότητες όπως ο Ζμπίγκνιου Μπρζεζίνσκι, ο Νιλ Φέργκιουσον και ο τότε πρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας Ρόμπερτ Ζέλικ. Όλοι μίλησαν για μια «διεύθυνση δύο ταχυτήτων» του κόσμου, όπου η Αμερική και η Κίνα θα λειτουργούσαν ως συγκυβερνήτες της διεθνούς τάξης.
Όμως το Πεκίνο του 2008 δεν ήταν έτοιμο. Καθοδηγούμενο από την αρχή taoguang yanghui – «κρύψε το ταλέντο σου και περίμενε την ώρα σου» – προτίμησε την εσωτερική ανάπτυξη και την αποφυγή εξωτερικών δεσμεύσεων. Ο τότε πρωθυπουργός Ουέν Ζιαμπάο το έθεσε ξεκάθαρα: «Η ιδέα ότι οι παγκόσμιες υποθέσεις μπορούν να διοικούνται μόνο από την Κίνα και τις ΗΠΑ είναι λανθασμένη. Η πολυπολικότητα είναι η τάση της εποχής».
Η Ουάσινγκτον, από την πλευρά της, δίσταζε για διαφορετικούς λόγους: η αναγνώριση της Κίνας ως ισότιμου εταίρου θα σήμαινε την παραδοχή ενός νέου διπολισμού – κάτι που η αμερικανική υπεροχή δεν μπορούσε να ανεχτεί. Έτσι, η G-2 έμεινε ένα θεωρητικό πείραμα των δεξαμενών σκέψης, χωρίς πολιτική εφαρμογή.
Ο Σι Τζινπίνγκ αλλάζει το κινεζικό αφήγημα
Με την άνοδο του Σι Τζινπίνγκ το 2012, η Κίνα εγκατέλειψε τη στρατηγική της αφάνειας. Ο νέος ηγέτης επεδίωξε ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση της παγκόσμιας διακυβέρνησης, προτείνοντας ένα «νέο είδος σχέσεων μεγάλων δυνάμεων» – ουσιαστικά, μια κινεζική εκδοχή της G-2.
Σύμφωνα με τον Σι, Ουάσινγκτον και Πεκίνο όφειλαν να συμπεριφέρονται ως ίσοι, να αποφεύγουν την αντιπαράθεση και να συνεργάζονται για τη σταθερότητα του διεθνούς συστήματος. Η πρόταση αυτή, όμως, έπεσε στο κενό. Η κυβέρνηση Ομπάμα προτίμησε να παρουσιάσει την Κίνα ως «υπεύθυνο ενδιαφερόμενο μέρος» υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, παρά ως ισότιμο διαχειριστή του κόσμου.
Έτσι, η ιδέα ξεθώριασε. Και μέσα στην επόμενη δεκαετία, οι σχέσεις ΗΠΑ–Κίνας επιδεινώθηκαν όσο ποτέ.
Από τη σύμπραξη στην αντιπαλότητα
Η προεδρία Τραμπ (2017–2021) εγκαινίασε έναν ψυχρό οικονομικό πόλεμο: δασμοί, τεχνολογικοί περιορισμοί, επιθετική ρητορική. Η εποχή Μπάιντεν δεν διαφοροποιήθηκε ουσιαστικά· οι ΗΠΑ συνέχισαν να θεωρούν την Κίνα «στρατηγικό ανταγωνιστή», ενισχύοντας παράλληλα τις ασιατικές συμμαχίες τους (AUKUS, QUAD) για να περιορίσουν την επιρροή του Πεκίνου.
Το Πεκίνο απάντησε με τη στρατηγική του «παγκόσμιου Νότου»: την Πρωτοβουλία «Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος», τη σύσφιξη σχέσεων με τη Ρωσία και την ίδρυση νέων θεσμών, όπως η Παγκόσμια Πρωτοβουλία Ανάπτυξης και Ασφάλειας. Αντί για μια G-2, ο κόσμος οδηγήθηκε σε μια νέα ψυχροπολεμική αντιπαράθεση δύο ανταγωνιστικών συστημάτων.
Ο Τραμπ ανασύρει το φάντασμα
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η επίκληση της G-2 από τον Τραμπ το 2025 αποκτά ξεχωριστή σημασία. Για πρώτη φορά μετά από δεκαπέντε χρόνια, ένας Αμερικανός πρόεδρος αναφέρεται δημόσια σε μια ιδέα συνδιαχείρισης με το Πεκίνο — έστω και με την ασάφεια που χαρακτηρίζει τον Τραμπ.
Η αναφορά θα μπορούσε να ερμηνευθεί με τρεις τρόπους:
- Ως ρητορική υπερβολή, χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο·
- Ως ένδειξη αναγνώρισης της Κίνας ως πραγματικού ισότιμου παίκτη·
- Ή ως προοίμιο μιας συναλλακτικής πολιτικής, στην οποία ο Τραμπ θα επιδιώξει νέες συμφωνίες – από το εμπόριο μέχρι την ασφάλεια – με όρους προσωπικού παζαριού.
Η δεύτερη προεδρία του Τραμπ είναι ήδη γεμάτη από συμβολισμούς και απρόβλεπτες κινήσεις. Μια φωτογραφία με τον Σι στο φόντο της Σεούλ αρκεί για να αναβιώσει το «φάντασμα» μιας εποχής που η Ουάσινγκτον ήλπιζε ότι είχε ξεχάσει.
Πώς βλέπει το Πεκίνο τη νέα G-2
Η Κίνα, αυτή τη φορά, δεν απορρίπτει την προοπτική. Ο εκπρόσωπος του Υπουργείου Εξωτερικών Γκούο Τζιακούν δήλωσε πως «Κίνα και Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να εμπλακούν σε θετικές αλληλεπιδράσεις, να επιδείξουν την ευθύνη τους ως μεγάλες δυνάμεις και να συνεργαστούν για πρακτικά και ωφέλιμα αποτελέσματα».
Η γλώσσα του Πεκίνου θυμίζει περισσότερο αυτοπεποίθηση παρά επιφυλακτικότητα. Η Κίνα εμφανίζεται ως παγκόσμιος συνδιαμορφωτής, όχι απλός συνομιλητής. Ο Σι Τζινπίνγκ έχει επανειλημμένα τονίσει ότι η χώρα του επιδιώκει «πολυπολικό κόσμο και συμπεριληπτική παγκοσμιοποίηση» — φράσεις που στην πράξη σημαίνουν: όχι αποκλεισμούς, αλλά και όχι ηγεμονίες.
Η αποδοχή μιας «G-2» από τον Τραμπ θα αποτελούσε για το Πεκίνο διπλωματικό τρόπαιο, μια ντε φάκτο επικύρωση της ανόδου του στον θρόνο των μεγάλων δυνάμεων.
Μια αβέβαιη συνύπαρξη
Παρά τον συμβολισμό, λίγα δείχνουν ότι οι δύο υπερδυνάμεις είναι έτοιμες να συνδιαχειριστούν τον πλανήτη. Οι γεωπολιτικές αντιθέσεις παραμένουν οξείες:
- Η Ταϊβάν, όπου η Ουάσινγκτον ενισχύει τη στρατιωτική της παρουσία·
- Η τεχνολογία, με τους αμερικανικούς περιορισμούς στα κινεζικά chips·
- Και η ευρύτερη αρχιτεκτονική ασφάλειας της Ασίας, που η Κίνα θεωρεί ότι στρέφεται εναντίον της.
Από την άλλη, ο Τραμπ δεν είναι πολιτικός της συνέπειας. Οι δηλώσεις του σπάνια αντιστοιχούν σε σταθερή στρατηγική. Το «G-2» μπορεί να είναι απλώς ένα επικοινωνιακό εργαλείο, όχι η γέννηση ενός νέου δόγματος.
Το μέλλον της παγκόσμιας διπολικότητας
Αν κάτι όμως καθιστά τη ρητορική αυτή επικίνδυνα ενδιαφέρουσα, είναι το υπόβαθρο της εποχής. Ο κόσμος του 2025 είναι πιο κατακερματισμένος από ποτέ: η Ρωσία συνεχίζει τον πόλεμο στην Ουκρανία, η Μέση Ανατολή βράζει, και ο παγκόσμιος Νότος διεκδικεί φωνή. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η προοπτική μιας διπολικής συνεννόησης μπορεί να φαίνεται ελκυστική – ή απλώς ανεφάρμοστη.
Η G-2, όπως την οραματίστηκαν οι θεωρητικοί του 2008, δεν υπήρξε ποτέ. Αλλά το φάντασμά της επανέρχεται, κάθε φορά που ο κόσμος ταλαντεύεται ανάμεσα στο χάος και την τάξη.
Και ίσως, αυτή τη φορά, η ανάκλησή της να λέει περισσότερα για την αβεβαιότητα της εποχής μας, παρά για την πραγματική βούληση των δύο ηγετών να μοιραστούν την εξουσία.
Σε έναν κόσμο όπου η πολυπολικότητα διεκδικεί το μέλλον, το «G-2» είναι μια ιδέα που έρχεται από το μακρινό παρελθόν — αλλά ένα παρελθόν που δεν λέει να ξεχαστεί.