Ο Ρίτσαρντ Λίνκλεϊτερ και ο Φατίχ Ακίν εγκαινιάζουν τη χειμερινή σεζόν με δύο εντελώς διαφορετικά, αλλά εξίσου απαιτητικά φιλμ – το ένα ερωτικό γράμμα στην ιστορία του κινηματογράφου, το άλλο μια συγκλονιστική πολιτική αλληγορία για τη γέννηση του φασισμού.
Η νέα «Nouvelle Vague» του Λίνκλεϊτερ
Ο Ρίτσαρντ Λίνκλεϊτερ, ο πιο ρομαντικός σινεφίλ της αμερικανικής κινηματογραφίας, επιστρέφει με το Nouvelle Vague, μια ασπρόμαυρη ταινία που ταξιδεύει το κοινό στα παρασκήνια των γυρισμάτων του θρυλικού Με κομμένη την ανάσα του Ζαν-Λικ Γκοντάρ. Είναι ένα έργο που μιλά με ευγένεια, ειρωνεία και νοσταλγία για την εποχή όπου το σινεμά έπαιρνε σάρκα και οστά μέσα από το πάθος και το ρίσκο των δημιουργών.
Με τετράγωνο κάδρο, αισθητική ’60s και κέφι που παραπέμπει στα νεανικά φιλμ του ίδιου του Λίνκλεϊτερ, η ταινία λειτουργεί ως καθρέφτης του ίδιου του σινεμά: μιας τέχνης που τρέφεται από τις εμμονές, την ανυπομονησία και την επαναστατικότητα των δημιουργών της. Στο επίκεντρο βρίσκεται ο νεαρός Γκοντάρ (Γκιγιόμ Μαρμπέκ), ένας άντρας που διψά να φτιάξει κάτι που θα ταράξει τα νερά, ακόμη κι αν χρειαστεί να συγκρουστεί με όλους.
Το φιλμ ξεδιπλώνει τη δημιουργική φρενίτιδα των ημερών που γέννησαν το Με κομμένη την ανάσα — τη ρήξη με τις αφηγηματικές συμβάσεις, τις αυτοσχέδιες σκηνές, τη χρήση φυσικού φωτός, την απόρριψη του «σωστού» κινηματογράφου. Ο Λίνκλεϊτερ, όμως, δεν μένει στη ρετρό αναπαράσταση. Βάζει το βλέμμα του στο σήμερα, υπενθυμίζοντας πως οι σημερινοί σκηνοθέτες, μέσα στα πλέγματα των πλατφορμών και των τεχνοκρατών παραγωγών, έχουν ξεχάσει τη σημασία της ανυπακοής.
Η Ζόι Ντόιτς, πειστική και γεμάτη χάρη, ενσαρκώνει την Τζιν Σίμπεργκ, ενώ ο Ομπρί Ντιλέν προσδίδει ανθρώπινη διάσταση στον Μπελμοντό. Ο σκηνοθέτης φτιάχνει μια ταινία-επιστολή αγάπης, γεμάτη κινηματογραφικά κλείσιματα ματιού, που καταφέρνει να λειτουργήσει τόσο ως φόρος τιμής όσο και ως αυτοκριτική του ίδιου του σινεμά.
Το Nouvelle Vague είναι ένα φιλμ που προκαλεί συγκίνηση όχι γιατί «θυμάται», αλλά γιατί ζει μέσα στην ίδια τη νοσταλγία του. Ο Γκοντάρ, που πιθανόν θα το απέρριπτε για τη ρομαντική του ματιά, θα αναγνώριζε ωστόσο τη σπίθα της ελευθερίας που υπήρξε πάντοτε το ζητούμενο της κινηματογραφικής τέχνης.
Το αντιφασιστικό παραμύθι του Φατίχ Ακίν
Από το Παρίσι του 1959 στο παγωμένο νησί του Αμρούμ, ο Φατίχ Ακίν, σκηνοθέτης με ρίζες στην τουρκική και τη γερμανική εμπειρία, παρουσιάζει ένα έργο που κινείται στα όρια του παραμυθιού και του πολιτικού ρεαλισμού. Το Στο Νησί του Αμρούμ είναι μια ιστορία ενηλικίωσης τοποθετημένη στα τελευταία χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μα στην πραγματικότητα είναι μια αλληγορία για το πώς ο φασισμός διαμορφώνει χαρακτήρες και κοινωνίες.
Ο δωδεκάχρονος Νάνινγκ (Τζάσπερ Μίλερμπεκ) ζει σε ένα απομονωμένο νησί της Βόρειας Θάλασσας, γόνος οικογένειας ναζί. Η μητέρα του (η εξαιρετική Ντάιαν Κρούγκερ, έστω και σε ολιγόλεπτη εμφάνιση) του εμφυσά το εθνικό φρόνημα και την πίστη στον Φύρερ, ώσπου η είδηση της συνθηκολόγησης και η κατάρρευση του καθεστώτος θα αλλάξουν ριζικά τον κόσμο του. Μέσα από μια φωτογραφία και τις ιστορίες του θαλασσοπόρου θείου του, θα ανακαλύψει τη σκοτεινή πλευρά της οικογενειακής του κληρονομιάς.
Ο Ακίν, με μαεστρία και λεπτότητα, δεν διδάσκει· παρατηρεί. Χρησιμοποιεί το βλέμμα του παιδιού για να δείξει πώς οι ιδέες μπορούν να ριζώσουν ανεπαίσθητα, μέσα από το σπίτι, τη θρησκεία, την παράδοση, τα ήθη. Όπως στη «Λευκή Κορδέλα» του Χάνεκε, έτσι κι εδώ, ο τρόμος γεννιέται μέσα στην αθωότητα.
Η φωτογραφία του Καρλ Βάλτερ δημιουργεί ένα ελεγειακό τοπίο, ανάμεσα στο όνειρο και στην απώλεια, ενώ η σκηνοθεσία του Ακίν ισορροπεί ανάμεσα στο λυρικό και το σκληρό. Παρά τη θεματολογία του, το Νησί του Αμρούμ δεν είναι μια σκοτεινή ταινία, αλλά μια πράξη αντίστασης μέσω της τρυφερότητας. Ο σκηνοθέτης μας υπενθυμίζει πως η μνήμη δεν είναι πολυτέλεια, αλλά υποχρέωση – ιδιαίτερα σε μια Ευρώπη όπου τα φαντάσματα του παρελθόντος επανέρχονται απειλητικά.
Η μαύρη κωμωδία από την Αργεντινή: «Σκοτώστε τον Τζόκεϊ»
Μαζί με τα δύο μεγάλα φιλμ, ξεχωρίζει και η μαύρη κωμωδία Σκοτώστε τον Τζόκεϊ του Λουίς Ορτέγκα. Ο σκηνοθέτης του αινιγματικού Άγγελου υπογράφει ένα φιλμ που φλερτάρει με το σουρεαλιστικό, το γκανγκστερικό και το ψυχεδελικό. Ο Ναουέλ Πέρεζ Μπεσκαγιάρ, σε μια εκρηκτική ερμηνεία, υποδύεται έναν θρυλικό τζόκεϊ που, μετά από ένα ατύχημα, ξυπνά από κώμα μεταμορφωμένος… σε γυναίκα.
Ο Ορτέγκα πειραματίζεται, μπλέκει τους ρόλους των φύλων, τον υπόκοσμο και το θέαμα, με αποτέλεσμα ένα κινηματογραφικό χάος που άλλοτε γοητεύει κι άλλοτε κουράζει. Όμως εκεί ακριβώς κρύβεται και η δύναμή του: στην παραδοχή πως η ταυτότητα –όπως και το ίδιο το σινεμά– είναι μια διαρκής μεταμόρφωση.
Ένα πλούσιο σινεφίλ ξεκίνημα
Η έναρξη της φετινής χειμερινής σεζόν δείχνει να τιμά τους γνήσιους λάτρεις του κινηματογράφου. Από τον φόρο τιμής του Λίνκλεϊτερ στη γαλλική πρωτοπορία, μέχρι τη βαθιά πολιτική συγκίνηση του Ακίν και τη σουρεαλιστική τρέλα του Ορτέγκα, ο θεατής καλείται να θυμηθεί γιατί πηγαίνει σινεμά: όχι μόνο για να ψυχαγωγηθεί, αλλά για να συγκρουστεί, να σκεφτεί, να νιώσει.
Το φθινόπωρο στους κινηματογράφους ξεκινά με τρεις ταινίες που αποδεικνύουν ότι, ακόμη κι αν το σινεμά δεν αλλάζει πια τον κόσμο, εξακολουθεί να τον φωτίζει με τρόπους που μόνο αυτό γνωρίζει.
 
								 NewsEdit
                                        NewsEdit