Ο Ολλανδός πολιτικός επιστήμονας και συγγραφέας Ρόι Κρέιμερ, στο νέο του βιβλίο Why Wilders does win, επιχειρεί να εξηγήσει γιατί η άνοδος του Γκερτ Βίλντερς και άλλων λαϊκιστών ηγετών δεν είναι τυχαία. Η επιτυχία τους, υποστηρίζει, δεν οφείλεται τόσο στις θέσεις τους όσο στον τρόπο που μιλούν — στη γλώσσα, τον ρυθμό και την αφήγηση που χρησιμοποιούν.
«Η γλώσσα μετράει», λέει χαρακτηριστικά, τονίζοντας πως οι κεντρώες δυνάμεις της Ευρώπης ηττώνται όχι επειδή έχουν λάθος επιχειρήματα, αλλά επειδή τα διατυπώνουν με τρόπο που δεν συγκινεί.
Μιλώντας σε πρόσφατο συνέδριο του φιλελεύθερου κόμματος D66, ο Κρέιμερ υποστήριξε ότι τα δημοκρατικά κόμματα του κέντρου επί 25 χρόνια χάνουν έδαφος, επειδή εγκλωβίζονται σε έναν «εγκεφαλικό λόγο» που απευθύνεται στους ήδη πεπεισμένους. Αντίθετα, οι λαϊκιστές, όπως ο Βίλντερς, «χτίζουν» μια αφήγηση συναισθηματική, άμεση και απλή, με σαφείς ήρωες και εχθρούς. «Έχουν οι ίδιοι τον ρόλο του ήρωα και αντιπαραθέτουν έναν κοινό εχθρό: την πολιτική ελίτ», σημειώνει.
Η απλότητα ως στρατηγική
Ο Κρέιμερ επισημαίνει ότι το «όπλο» των λαϊκιστών είναι η απλότητα. Χρησιμοποιούν σύντομες φράσεις, λέξεις που κατανοεί ο καθένας, και ταυτόχρονα αξιοποιούν τα κοινωνικά δίκτυα για να πολλαπλασιάσουν την απήχησή τους. Με αυτόν τον τρόπο, καταφέρνουν να μοιάζουν πιο «ανταγωνιστικοί», πιο κοντά στους ανθρώπους της καθημερινότητας. «Το πολιτικό μήνυμά τους είναι σαφές και εύκολα προσβάσιμο – και αυτό κάνει τη διαφορά», τονίζει.
Κατά τον ίδιο, το πρόβλημα δεν αφορά μόνο τους φιλελεύθερους αλλά και τους σοσιαλιστές ή τους μετριοπαθείς συντηρητικούς. Όλοι αυτοί, όπως λέει, απευθύνονται όλο και περισσότερο στους μορφωμένους αστούς, αφήνοντας εκτός δύο τρίτα του πληθυσμού που δεν διαθέτουν πανεπιστημιακή μόρφωση. Οι παραδοσιακοί πολιτικοί χώροι έχουν μετατραπεί, λέει, σε «περιφραγμένες κοινότητες των υψηλά μορφωμένων» — κάτι που δημιουργεί ένα χάσμα ταυτότητας και κατανόησης.
Η πολιτική του “χαμένου στη μετάφραση”
Ο Κρέιμερ περιγράφει μια Ευρώπη που πάσχει από πολιτικό «lost in translation». Οι κεντρώοι και δημοκρατικοί ηγέτες, με τις καλύτερες προθέσεις, διατυπώνουν πολιτικές προτάσεις με γλώσσα που δεν αγγίζει τα βιώματα της πλειοψηφίας. Δεν είναι ότι οι πολίτες διαφωνούν επί της ουσίας — αλλά ότι δεν αναγνωρίζουν τον εαυτό τους στα πρόσωπα που τους μιλούν. Δεν ταυτίζονται με τη γλώσσα, το ύφος και το πλαίσιο. Έτσι, η απόσταση μεγαλώνει.
Ο συγγραφέας προτείνει μια επιστροφή στην «κοινή λογική» και στην αφήγηση που ξεκινά από την εμπειρία του μέσου πολίτη: «Ξεκινήστε από τη ζωή των ανθρώπων, όχι από τα δεδομένα των πανεπιστημίων», λέει. «Αν δεν συνδεθείς με την καθημερινότητα, θα χάσεις, όχι γιατί οι πολίτες διαφωνούν, αλλά γιατί δεν σε καταλαβαίνουν».
Η ανησυχία για το αύριο της δημοκρατίας
Η ανάλυση του Κρέιμερ δεν είναι απλώς γλωσσολογική ή επικοινωνιακή — είναι βαθιά πολιτική. Προειδοποιεί ότι ο λαϊκισμός κερδίζει διαρκώς έδαφος σε Ευρώπη, ΗΠΑ και Ιαπωνία, οδηγώντας σε μια επικίνδυνη κανονικοποίηση της πολιτικής πόλωσης. Η επιτυχία του Βίλντερς, του Τραμπ ή της Μελόνι δεν οφείλεται σε κάποιο «ανίκητο» μήνυμα, αλλά στην ικανότητά τους να αφηγούνται ιστορίες που δημιουργούν ταύτιση.
Η δημοκρατία, υπογραμμίζει, δεν απειλείται μόνο από τα ψεύδη των λαϊκιστών, αλλά και από την αδυναμία των αντιπάλων τους να επικοινωνήσουν την αλήθεια με τρόπο που να συγκινεί. Αν οι κεντρώες δυνάμεις δεν επανεφεύρουν τη γλώσσα τους —αν δεν μιλήσουν πιο ανθρώπινα, πιο απλά και πιο κατανοητά— τότε η ήττα τους δεν θα είναι συγκυριακή, αλλά δομική.
Η μάχη της αφήγησης
Η πολιτική, καταλήγει ο Κρέιμερ, είναι πια πρωτίστως μια μάχη αφήγησης. Εκεί όπου η γλώσσα γίνεται συναίσθημα, η απλότητα γίνεται δύναμη και η ταύτιση καθορίζει το αποτέλεσμα. Και όσο οι φιλελεύθεροι και οι σοσιαλδημοκράτες συνεχίζουν να μιλούν σε ένα μικρό, μορφωμένο ακροατήριο, ο Γκερτ Βίλντερς —και όσοι μιλούν «τη γλώσσα του δρόμου»— θα συνεχίσουν να κερδίζουν.