Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών έχει εισέλθει στην 28η ημέρα του παρατεταμένου «shutdown» – της παύσης λειτουργίας του δημόσιου τομέα που έχει αφήσει χωρίς εισόδημα εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους και απειλεί πλέον με επισιτιστική κρίση εκατομμύρια φτωχούς Αμερικανούς.
Από την 1η Οκτωβρίου, η αδυναμία έγκρισης του προϋπολογισμού από το Κογκρέσο έχει οδηγήσει σε πάγωμα βασικών επιδομάτων, μεταξύ των οποίων και το Πρόγραμμα Πρόσθετης Διατροφικής Στήριξης (SNAP), από το οποίο εξαρτώνται περισσότεροι από 42 εκατομμύρια άνθρωποι.
Για πολλούς από αυτούς, τα λεγόμενα «κουπόνια τροφίμων» δεν είναι ένα συμπληρωματικό βοήθημα αλλά το μοναδικό μέσο για να εξασφαλίσουν φαγητό. Αν δεν υπάρξει συμφωνία μέχρι την 1η Νοεμβρίου, τα επιδόματα αυτά παύουν να καταβάλλονται, αφήνοντας εκατομμύρια οικογένειες αντιμέτωπες με το φάσμα της πείνας. Παράλληλα, περίπου 670.000 δημόσιοι υπάλληλοι βρίσκονται σε υποχρεωτική άδεια άνευ αποδοχών, ενώ άλλοι 730.000 εργάζονται χωρίς να πληρώνονται. Η ομοσπονδιακή παράλυση έχει μετατραπεί σε εργαλείο πολιτικής επιβολής, καθώς ο Ντόναλντ Τραμπ επιδιώκει να αναμορφώσει εκ βάθρων τον κρατικό μηχανισμό.
SNAP: ένα δίχτυ σωτηρίας που ξηλώνεται
Ένας στους οκτώ Αμερικανούς είναι δικαιούχος του SNAP, ενός προγράμματος που παρέχει ηλεκτρονικές κάρτες με τις οποίες οι πολίτες μπορούν να αγοράζουν βασικά είδη διατροφής. Το 2024, το κόστος του προγράμματος έφθασε τα 100 δισεκατομμύρια δολάρια, ενισχύοντας την κατανάλωση και στηρίζοντας το ΑΕΠ. Το μέσο επίδομα αντιστοιχεί σε περίπου 6 δολάρια ημερησίως ανά άτομο — ένα πενιχρό αλλά ζωτικό ποσό για ανθρώπους που ζουν κάτω ή λίγο πάνω από το όριο της φτώχειας.
Στο Ιλινόις, για παράδειγμα, το μέγιστο επίδομα διατροφής για τετραμελή οικογένεια είναι 1.000 δολάρια το μήνα, όταν το μέσο ενοίκιο για ένα μικρό διαμέρισμα ξεπερνά τα 1.600. Στην Καλιφόρνια, το ανώτατο μηνιαίο εισόδημα για να λάβει κάποιος επίδομα είναι τα 2.500 δολάρια, ενώ η βοήθεια φτάνει τα 975 δολάρια για τετραμελή οικογένεια. Για εκατομμύρια χαμηλόμισθους, το δίλημμα είναι υπαρξιακό: να πληρώσουν το ενοίκιο ή να έχουν φαγητό στο τραπέζι.
Η κυβέρνηση Τραμπ έχει ήδη προειδοποιήσει ότι δεν θα χρησιμοποιήσει τα αποθεματικά του SNAP —μόλις 5 δισ. δολάρια— για να καλύψει το πρόγραμμα, ούτε θα επιτρέψει στις πολιτείες να το χρηματοδοτήσουν προσωρινά με δικά τους κονδύλια. Η στάση αυτή σηματοδοτεί μια σκληρή πολιτική επιλογή: η κοινωνική πρόνοια δεν αποτελεί προτεραιότητα, αλλά εργαλείο πίεσης προς το Κογκρέσο και τους Δημοκρατικούς.
Από το κράτος πρόνοιας στο κράτος πειθαρχίας
Αντίθετα, ο Λευκός Οίκος διαβεβαίωσε ότι δεν θα υπάρξει καθυστέρηση στην πληρωμή των μισθών των στρατιωτικών. Το Πεντάγωνο έχει ήδη χρησιμοποιήσει 6,5 από τα 8 δισ. δολάρια που προορίζονταν για έρευνα και εκπαίδευση, ώστε να καλυφθούν οι μισθοί 1,3 εκατομμυρίων αξιωματικών και οπλιτών. Η κίνηση αυτή, συμβολικά και πολιτικά, είναι αποκαλυπτική: η στρατιωτική ισχύς θεωρείται αναγκαία για τη σταθερότητα του κράτους, όχι όμως και η κοινωνική συνοχή.
Μάλιστα, μια ιδιωτική δωρεά 130 εκατομμυρίων δολαρίων —από έναν «φίλο του προέδρου»— ήρθε να καλύψει μέρος των πληρωμών. Το μήνυμα είναι σαφές: στην Αμερική των δύο ταχυτήτων, η φιλανθρωπία υποκαθιστά το κράτος, και οι ισχυροί αγοράζουν πολιτική επιρροή προσφέροντας ελεημοσύνη.
Η Καλιφόρνια στην πρώτη γραμμή της επισιτιστικής κρίσης
Στην Καλιφόρνια, ο κυβερνήτης Γκάβιν Νιούσομ κινητοποίησε την εθνοφρουρά και εθελοντές για να υποστηρίξουν συσσίτια και τράπεζες τροφίμων, καθώς χιλιάδες οικογένειες ήδη βλέπουν τις κάρτες τους να αδειάζουν. Η Πολιτεία διαθέτει πάνω από 80 εκατομμύρια δολάρια σε έκτακτη ενίσχυση για να καλύψει το κενό, ωστόσο οι τοπικές αρχές παραδέχονται ότι τα αποθέματα τροφίμων μπορεί να εξαντληθούν μέσα σε εβδομάδες.
Το φαινόμενο δεν αφορά μόνο τις ακτές. Από το Τέξας έως τη Νέα Υόρκη, οι τοπικές κοινότητες προετοιμάζονται για μια πρωτοφανή πίεση στα δίκτυα φιλανθρωπίας. Οι εικόνες ατελείωτων ουρών έξω από τα food banks ξυπνούν μνήμες της δεκαετίας του 1930.
Η δικαστική αναχαίτιση των απολύσεων
Την ίδια στιγμή, η ομοσπονδιακή δικαστής Σούζαν Ίλστον από την Καλιφόρνια πάγωσε όλες τις απολύσεις που προγραμματίζει η κυβέρνηση Τραμπ σε 30 υπηρεσίες του δημοσίου, έπειτα από προσφυγές συνδικάτων. Όπως δήλωσε, η κυβέρνηση χρησιμοποιεί το κενό χρηματοδότησης για να προωθήσει την πολιτική της ατζέντα και να περιορίσει το μέγεθος του κράτους, κάτι που «παραβιάζει τις θεμελιώδεις αρχές του κράτους δικαίου».
Η απόφαση αυτή είναι μια προσωρινή ανάσα για περίπου 10.000 εργαζόμενους που βρίσκονται υπό απόλυση, αλλά και μια θεσμική προειδοποίηση προς την εκτελεστική εξουσία ότι το shutdown δεν μπορεί να λειτουργεί ως πολιτικό όπλο. Η κυβέρνηση, από την πλευρά της, επιχειρεί να καθυστερήσει τη δικαστική διαδικασία προβάλλοντας νομικά κωλύματα και παραπέμποντας τα συνδικάτα σε διοικητικά συμβούλια εργασίας.
Το shutdown ως εργαλείο εξουσίας
Η σύγχρονη πρακτική των shutdowns ξεκίνησε τη δεκαετία του 1980, όταν ο γενικός εισαγγελέας Μπέντζαμιν Τσιβιλέτι επί προεδρίας Κάρτερ ερμήνευσε αυστηρά τον νόμο περί δαπανών χωρίς κοινοβουλευτική έγκριση. Όμως, στη σημερινή του μορφή, το shutdown έχει μετατραπεί από τεχνική συνέπεια ενός νομικού κενού σε πολιτικό μοχλό.
Ο Ντόναλντ Τραμπ το χρησιμοποιεί ως μέσο επιβολής της εξουσίας του: για να επιβάλει απολύσεις, να ανακατανείμει κονδύλια κατά το δοκούν και να πλήξει υπηρεσίες που θεωρεί «Δημοκρατικές». «Δεν μπορώ να πιστέψω την ευκαιρία που μου έδωσαν οι ριζοσπάστες της Αριστεράς», έγραψε ο ίδιος στην πλατφόρμα του, δείχνοντας πως αντιμετωπίζει το shutdown όχι ως κρίση αλλά ως ευκαιρία να επανασχεδιάσει την ομοσπονδιακή διοίκηση.
Σε γεύμα με Ρεπουμπλικανούς γερουσιαστές, ο Τραμπ παρουσίασε τον διευθυντή προϋπολογισμού Ράσελ Βόουτ ως «Νταρθ Βέιντερ», υπερηφανευόμενος ότι «κόβει τις προτεραιότητες των Δημοκρατικών και δεν θα τις ξαναπάρουν πίσω ποτέ». Πρόκειται για έναν ανοιχτά πολιτικοποιημένο πόλεμο κατά της δημόσιας διοίκησης, που εκτρέφει ένα νέο είδος προεδρικής αυθαιρεσίας.
Πολιτικές συνέπειες και κοινωνικές ρωγμές
Η παράλυση του κράτους αποδυναμώνει τη δημοκρατική νομιμοποίηση της ίδιας της κυβέρνησης. Οι Δημοκρατικοί στο Κογκρέσο αντιστέκονται, κατηγορώντας τον Τραμπ ότι χρησιμοποιεί τον προϋπολογισμό για να διευρύνει την εκτελεστική εξουσία πέρα από κάθε προηγούμενο. Ο γερουσιαστής Τιμ Κέιν, από τη Βιρτζίνια, περιέγραψε την κατάσταση ως «μια ατέλειωτη πομπή τιμωριών» από τον Λευκό Οίκο: απολύσεις, περικοπές κονδυλίων, πίεση στα πανεπιστήμια και παρεμβάσεις στη δικαιοσύνη.
Το πολιτικό αδιέξοδο όμως έχει πλέον κοινωνικές διαστάσεις. Αν τα επιδόματα διατροφής δεν πιστωθούν, η χώρα θα βρεθεί αντιμέτωπη με φαινόμενα μαζικής πείνας. Η πιθανότητα κοινωνικών ταραχών δεν είναι μακρινή, ιδιαίτερα εάν η ομοσπονδιακή κυβέρνηση επιχειρήσει να απαντήσει με καταστολή.
Μια κοινωνία στο όριο
Το αμερικανικό όνειρο, που κάποτε υποσχόταν ευκαιρίες για όλους, μοιάζει να έχει μετατραπεί σε εφιάλτη για τους πιο αδύναμους. Το χάσμα ανάμεσα στους προστατευμένους και στους αποκλεισμένους βαθαίνει, ενώ η κρατική μηχανή χρησιμοποιείται πλέον ως μέσο ιδεολογικής πειθαρχίας. Ο Τραμπ υπόσχεται ότι «δουλεύει σκληρά για να ξανακάνει την Αμερική μεγάλη και σπουδαία», όμως για 42 εκατομμύρια πολίτες η «μεγαλοσύνη» αυτή μεταφράζεται σε κίνδυνο πείνας.
Το shutdown δεν είναι πια ένα τεχνικό επεισόδιο στη διαμάχη του Κογκρέσου. Είναι το σύμπτωμα μιας Αμερικής που λειτουργεί με δύο ταχύτητες — μιας χώρας όπου ο στρατός πληρώνεται, οι φτωχοί πεινούν και το κράτος δικαίου δοκιμάζεται καθημερινά. Αν δεν βρεθεί άμεσα πολιτική λύση, η 1η Νοεμβρίου μπορεί να αποδειχθεί όχι απλώς το τέλος ενός προγράμματος επιδομάτων, αλλά η αρχή μιας νέας κοινωνικής κρίσης στις Ηνωμένες Πολιτείες.
- Στεγνώνει ο Μόρνος: Μειωμένα κατά 45% σε ένα χρόνο τα αποθέματα νερού
- Η Αμερική των δύο ταχυτήτων: Το παρατεταμένο shutdown, τα κουπόνια τροφίμων και ο κίνδυνος κοινωνικής έκρηξης
- Ισραήλ – Γάζα: Επιστροφή στην εκεχειρία μετά από μια νύχτα βομβαρδισμών και εκατόμβη νεκρών
- Εμπρηστική επίθεση στο γραφείο του Χάρη Θεοχάρη στον Άγιο Δημήτριο
- Φοροαπαλλαγή τριετίας για κλειστά σπίτια: Πώς η νέα ρύθμιση μπορεί να «ξεκλειδώσει» την αγορά κατοικίας