Γράφει ο Κορκολής Παναγιώτης, Γενικός Διευθυντής Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών «ΕΝΑ»
Σε όλη τη Δύση, και στην Ελλάδα, ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας απομακρύνεται από τις λογικές διαχείρισης του κυρίαρχου συστήματος. Σε ένα περιβάλλον γενικευμένης ανασφάλειας και οικονομικής πίεσης κυριαρχούν τα αρνητικά συναισθήματα, ο θυμός και η δυσπιστία απέναντι στο πολιτικό σύστημα. Η ριζοσπαστικοποίηση της κοινωνίας εκδηλώνεται με κάθε ευκαιρία.[1] Το έλλειμμα εμπιστοσύνης απέναντι σε όσους έχουν κυβερνήσει εκμεταλλεύεται η ακροδεξιά προσφέροντας μια μισαλλόδοξη ατζέντα που στρέφει τον θυμό των παραμελημένων εναντίον εσωτερικών και εξωτερικών εχθρών.
Την ίδια στιγμή όμως μελέτες και έρευνες κοινής γνώμης στην Ελλάδα[2] καταγράφουν την ύπαρξη ενός κοινωνικού σώματος με αριστερά – προοδευτικά χαρακτηριστικά που αναζητά αξιόπιστη πολιτική εκπροσώπηση. Με άλλα λόγια, ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας είναι έτοιμο να στηρίξει αναδιανεμητικές πολιτικές, ένα σύγχρονο κοινωνικό κράτος, και δημοκρατικές διεξόδους από την επικρατούσα πολυκρισιακή συνθήκη αρκεί να του προσφερθεί ένα αξιόπιστο πολιτικό εγχείρημα σε επίπεδο προγράμματος, πολιτικού φορέα και προσώπων.
Σε αυτό το σημείο διατυπώνεται ένα κρίσιμο ερώτημα που έρχεται από τα αριστερά του πολιτικού φάσματος.
Τι σημαίνει αξιόπιστη αριστερή – προοδευτική εναλλακτική στο επίπεδο της προγραμματικής πρότασης; Απαιτείται ένας ρεαλιστικός προγραμματικός λόγος που υποδηλώνει σοβαρή ικανότητα διαχείρισης του συστήματος η εναλλακτικοί μετασχηματισμοί στην πορεία προς ένα νέο παράδειγμα κοινωνικής, οικονομικής και δημοκρατικής οργάνωσης;
Με άλλα λόγια πόσο τολμηροί πρέπει να είμαστε στις παρούσες συνθήκες;
Η απάντηση είναι σαφής. Η εποχή απαιτεί τολμηρές – εναλλακτικές – ριζοσπαστικές προγραμματικές προτάσεις αλλά με ορατό αποτέλεσμα.
Ακούγεται καταρχήν παράξενο, αλλά πολλοί προοδευτικοί διανοητές υποστηρίζουν ότι η ακροδεξιά κατάφερε να φέρει την πολιτική ξανά στο επίκεντρο, καθώς με επικεφαλής τον Τραμπ τάραξε τα λιμνάζοντα νερά μετά από δεκαετίες ακινησίας και οικονομικών «μονοδρόμων» Γνωρίζουμε βέβαια ότι η ακροδεξιά πολιτική ατζέντα εξαπατά την κοινωνία, δεν προωθεί ουσιαστικές αλλαγές αλλά μια περισσότερο αποκρουστική εκδοχή του συστήματος η οποία αργά η γρήγορα θα έχει ολέθριες συνέπειες για τα συμφέροντα της κοινωνικής πλειοψηφίας. Αλλά η αίσθηση σε πολλούς παραμένει.
Αυτό που πρέπει να κρατήσουμε από την παραπάνω διατύπωση είναι ότι δεδομένων των αδιεξόδων του κυρίαρχου δυτικού μοντέλου (στα καθ’ ημάς της ελληνικής εκδοχής του) και των επιπτώσεων του στα λαϊκά στρώματα και σε μεγάλο μέρος της «μεσαίας» τάξης δεν μπορεί να επικρατήσει μια λογική συνέχειας της παλιάς κανονικότητας. Αυτή έχει χαθεί μαζί με το ιδεολόγημα των ελίτ ότι η απληστία (κάποιων) οδηγεί στο γενικό καλό και τη συναίνεση της κοινωνίας στο υφιστάμενο καθεστώς ανισότητας, κυνισμού, πελατειοκρατίας, αναποτελεσματικότητας και αντιδημοκρατικών πρακτικών που περισσεύουν στη χώρα μας.
Οι προκλήσεις δε που έχουν σωρευθεί είναι τεράστιες. Η νέα ψηφιακή συνθήκη είναι πιθανό να φέρει νέες ανισότητες μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας ενώ η κλιματική κρίση απειλεί ήδη τους πιο ευάλωτους. Οι εθνικές βεβαιότητες σε σχέση με το γεωπολιτικό περιβάλλον καταρρέουν.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι προοδευτικές αριστερές δυνάμεις πρέπει να ανακτήσουν την εμπιστοσύνη των κοινωνικών στρωμάτων που παραδοσιακά εκπροσωπούν, με προγραμματικό λόγο που πρέπει να απαντά στις προκλήσεις του μέλλοντος δεσμευόμενοι για λύσεις τα αποτελέσματα των οποίων πρέπει να είναι ορατά στο κοινωνικό σύνολο σε βραχύ και μέσο χρόνο.
Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα σε αυτή την κατεύθυνση είναι η άμεση αποκατάσταση των αυτονοήτων στα εργασιακά (πχ επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων) η οποία πρέπει να συνοδεύεται από τολμηρές προτάσεις προσεκτικά σχεδιασμένες σε σχέση πχ με την εγκαθίδρυση του 7ωρου σε κάποιους κλάδους της οικονομίας έστω και σε πιλοτική καταρχήν εφαρμογή.
Στο ζήτημα της στεγαστικής πολιτικής (μια από τις μεγαλύτερες αποτυχίες της κυβέρνησης της Ν. Δημοκρατίας) η προσφορά κοινωνικής στέγης συνιστά μια καινοτομία για την Ελλάδα αλλά όχι για την Ευρώπη. Η προσπάθεια λοιπόν πρέπει να εστιάσει στην μεταφορά καλών πρακτικών από άλλες χώρες και στην προσαρμογή τους στην ελληνική πραγματικότητα αλλά κυρίως στην καθιέρωση ενός άλλου παραδείγματος με βάση την αξία «η στέγη ως δικαίωμα» που περιλαμβάνει ενεργοποίηση του δημοσίου τομέα και των στεγαστικών συνεταιρισμών και απομάκρυνση από την αποκλειστικά αγοραία και κερδοσκοπική αντίληψη της κυβέρνησης επί των ακινήτων.
Στο ζήτημα της ενεργειακής πολιτικής, είναι αυτονόητη (και μπορεί να γίνει άμεσα) η χρήση του δικαιώματος της καταστατικής μειοψηφίας του δημοσίου στην ΔΕΗ με σκοπό αυτή να λειτουργήσει ως φορέας του γενικού συμφέροντος και όχι ως μέρος μιας «ολιγοπωλιακής σύμπραξης» που κερδοσκοπεί σε βάρος των καταναλωτών. Αλλά την ίδια στιγμή πρέπει να μαζικοποιηθεί ο θεσμός των ενεργειακών κοινοτήτων που επιτρέπουν στους καταναλωτές πολίτες αγρότες και τις ΜμΕ να είναι ταυτόχρονα και παραγωγοί και να μειώσουν έτσι τους λογαριασμούς τους και την εξάρτησή τους προάγοντας ένα άλλο παράδειγμα παραγωγής συμμετοχικό – ισότιμο – δημοκρατικό.
Στο ζήτημα της ψηφιακής πολιτικής μια ριζοσπαστική πρόταση μπορεί να στοχεύσει στην προώθηση του ανοιχτού λογισμικού. Όλες οι προμήθειες του δημοσίου πρέπει να στραφούν σε ανοιχτά συστήματα λογισμικού και το σχετικό οικοσύστημα μπορεί να στηριχθεί πολλαπλώς με στόχο την αύξηση της εγχώριας καινοτομίας, της εθνικής ψηφιακής κυριαρχίας και την μείωση της εξάρτησης από τις μεγάλες εταιρείες των ΗΠΑ που χρεώνουν εκατοντάδες εκατομμύρια το ελληνικό δημόσιο.
Όλες οι παραπάνω προτάσεις παρουσιάζουν τολμηρά και ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά με κύριο στοιχείο αυτό της σύγκρουσης με μεγαλύτερα ή μικρότερα συμφέροντα (κάποιους εργοδότες, το ολιγοπώλιο της ενέργειας, τους αμερικανικούς ψηφιακούς κολοσσούς και τους εγχώριους εκπροσώπους τους κλπ). Πρέπει να τονιστεί εδώ ότι το στοιχείο της διαφοροποίησης και της ρήξης είναι αυτό που κάνει διακριτή την πολιτική πρόταση και όχι μια θεωρητική θέση υπέρ του ρεαλισμού ή του ριζοσπαστισμού.
Επιπλέον, προσφέρουν οφέλη στην κοινωνική πλειοψηφία άμεσα, αλλά ταυτόχρονα ανοίγουν μετασχηματιστικούς δρόμους καθώς προωθείται ένα νέο υπόδειγμα οργάνωσης της παραγωγικής διαδικασίας εναλλακτικό – αποκεντρωμένο – δημοκρατικό.
Πολλές τέτοιες προτάσεις έχουν το τελευταίο διάστημα κατατεθεί σε ημερίδες συνέδρια και εκδηλώσεις κάθε είδους από ινστιτούτα και πρωτοβουλίες του αριστερού – προοδευτικού χώρου που αφορούν τόσο την παραγωγική διαδικασία και την διανομή εισοδημάτων όσο και την αναδιανομή τους μέσα από το κοινωνικό κράτος τη φορολογία αλλά και την παιδεία και τον πολιτισμό.
Η ανασύνθεση λοιπόν της αριστερής – προοδευτικής παράταξης πρέπει να στηριχθεί σε μια τολμηρή προγραμματική βάση με στόχο να πείσει τους πολίτες ότι αλλαγές σε προοδευτική κατεύθυνση που θα καλυτερεύσουν τις ζωές τους είναι εφικτές άμεσα και ταυτόχρονα να δείξει ότι παραδείγματα μετασχηματισμών που προάγουν σύγχρονες συλλογικές αξίες και ιδέες απέναντι στην ατομικότητα και την ανασφάλεια είναι δυνατόν να ευδοκιμήσουν σε ορατό χρόνο και να δώσουν ελπίδα για το μέλλον.
*Το άρθρο βασίστηκε σε σχετική τοποθέτηση στη διημερίδα «Παραγωγική Ελλάδα 2030: Μετασχηματισμός με όραμα, δικαιοσύνη και αποτελεσματικότητα » που πραγματοποιήθηκε στις 10-11 Οκτωβρίου και διοργάνωσαν τα Ινστιτούτα ΙΝΕΡΠΟΣΤ, ΕΝΑ και η Πρωτοβουλία για το Πρόγραμμα.
[1] Έρευνα Ινστιτούτου ΕΝΑ: Οι πολλαπλές όψεις του ριζοσπαστισμού: Προκλήσεις & ευκαιρίες για τη δημοκρατία https://enainstitute.org/publication/oi-pollaples-opseis-tou-rizospastismou-prokliseis-efkairies-gia-ti-dimokratia
[2] πχ Έρευνα Ινστιτούτου ΕΝΑ: Το αριστερό ημισφαίριο στην ελληνική κοινωνία https://enainstitute.org/publication/erevna-ena-to-aristero-imisfairio-sti