Τουλάχιστον τρεις βαριές υπογραφές της Wall Street συναγωνίστηκαν την περασμένη εβδομάδα για το ποιος θα χτυπήσει δυνατότερα το καμπανάκι του κινδύνου. Ο Τζέιμι Ντάιμον της JPMorgan, η Τζέιν Φρέιζερ της Citigroup και ο Μαρκ Ρόουαν της Apollo προειδοποίησαν για τους κινδύνους που κρύβονται κάτω από τη φαινομενική ηρεμία της αγοράς.
Ο Ντάιμον, ο πιο εμβληματικός τραπεζίτης της εποχής, ήταν ο πρώτος που μίλησε. Με αφορμή τις πρόσφατες χρεοκοπίες εταιρειών όπως η Tricolor και η First Brands, προειδοποίησε ότι «όταν βλέπεις μία κατσαρίδα, υπάρχουν κι άλλες». Η φράση αυτή, σχεδόν κινηματογραφική, έγινε το νέο σύνθημα φόβου στη Wall Street. Και όχι άδικα: η εικόνα μιας αγοράς όπου τα πρώτα κρούσματα χρεοκοπιών υποδηλώνουν ένα πλήθος αφανών προβλημάτων αποτυπώνει με ακρίβεια το κλίμα των ημερών.
Το αμερικανικό προοίμιο της ανησυχίας
Η αναφορά του Ντάιμον δεν ήταν ένα απλό λεκτικό εύρημα. Στις ΗΠΑ, δύο ακόμη περιφερειακές τράπεζες, η Zions Bancorp και η Western Alliance, ανακοίνωσαν ζημίες και έρευνες για πιθανά κρούσματα απάτης. Την ίδια στιγμή, η JPMorgan υποχρεώθηκε σε απομείωση ύψους 170 εκατομμυρίων δολαρίων λόγω της πτώχευσης της Tricolor, ενώ τα funds που επενδύουν στο λεγόμενο private credit —το σκιώδες σύστημα δανεισμού εκτός τραπεζικού ελέγχου— βλέπουν τις αποδόσεις τους να υποχωρούν κατά 15% από τις αρχές του έτους.
Οι αγορές, κουρασμένες από την επιθετική νομισματική πολιτική και τη μακροχρόνια άνοδο των επιτοκίων, αρχίζουν να ανακαλύπτουν τα όριά τους. Το «εύκολο χρήμα» της προηγούμενης δεκαετίας, που τροφοδότησε ένα κύμα μόχλευσης και υπερεκτίμησης περιουσιακών στοιχείων, αποσύρεται βίαια. Και πίσω του αφήνει τα πρώτα αποκαΐδια.
Από τη Wall Street στη Φρανκφούρτη
Η ανησυχία δεν άργησε να περάσει τον Ατλαντικό. Την Παρασκευή, ο δείκτης Stoxx Europe 600 Banks υποχώρησε κατά 2,5%, καταγράφοντας βαριές απώλειες για Deutsche Bank, Société Générale, UBS και άλλους τραπεζικούς κολοσσούς. Οι επενδυτές φοβούνται πως οι «κατσαρίδες» του αμερικανικού private credit —δηλαδή τα κακοδομημένα δάνεια, οι υπερτιμημένες εξασφαλίσεις και η υπερέκθεση μη τραπεζικών θεσμών— μπορεί να μεταφερθούν, με κάποια μορφή, και στα ευρωπαϊκά χαρτοφυλάκια.
Η ανησυχία αυτή ενισχύεται από την αδιαφάνεια του τομέα. Όπως σημειώνει η Moody’s, η εποχή της αφθονίας για τους private credit επενδυτές «οδεύει στο τέλος της», ενώ σύμφωνα με το ΔΝΤ, οι μισές αμερικανικές τράπεζες έχουν έκθεση προς μη τραπεζικά ιδρύματα μεγαλύτερη από τα ίδια τους τα κεφαλαιακά αποθέματα. Αν αυτή η αλυσίδα δανεισμού σπάσει, το κύμα δεν θα σταματήσει στα σύνορα των ΗΠΑ.
Η ψυχολογία του φόβου και η ευρωπαϊκή αντανάκλαση
Η Ευρώπη, παρότι έχει διαφορετική δομή τραπεζικού συστήματος και αυστηρότερη ρύθμιση, δεν είναι άτρωτη. Ο Filippo Alloatti της Federated Hermes προειδοποίησε πως οι επικεφαλής των τραπεζών πρέπει να μετατοπίσουν το βλέμμα τους «από τους μακροοικονομικούς δείκτες στους μικροκινδύνους των χαρτοφυλακίων».
Οι UniCredit, Barclays, Lloyds και NatWest ανοίγουν την αυλαία της περιόδου αποτελεσμάτων, σε μια στιγμή όπου το κόστος χρηματοδότησης ανεβαίνει, τα περιθώρια επιτοκίων στενεύουν και οι εμπορικές σχέσεις επιβαρύνονται από γεωπολιτικούς τριγμούς. Ο Johann Scholtz της Morningstar προειδοποιεί ότι οι δασμοί και οι εμπορικοί περιορισμοί μπορεί να επηρεάσουν δυσανάλογα τα πιο ευάλωτα τμήματα των δανειακών βιβλίων των ευρωπαϊκών τραπεζών —ιδίως στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Το τέλος της χρυσής εποχής του private credit
Η έκρηξη του private credit ήταν το «παιδί» των μηδενικών επιτοκίων. Όταν οι τράπεζες περιόρισαν τα ρίσκα τους, οι θεσμικοί επενδυτές, τα συνταξιοδοτικά ταμεία και τα private funds ανέλαβαν να γεμίσουν το κενό, δανείζοντας επιχειρήσεις που δεν μπορούσαν να βρουν χρηματοδότηση αλλού. Το αποτέλεσμα ήταν μια αγορά ύψους άνω των 1,6 τρισ. δολαρίων παγκοσμίως, χτισμένη όμως πάνω σε επισφαλή θεμέλια.
Σήμερα, καθώς τα επιτόκια παραμένουν υψηλά και η ρευστότητα σπανίζει, η μόχλευση αυτών των σχημάτων μετατρέπεται σε παγίδα. Τα “σκιώδη” funds βρίσκονται αντιμέτωπα με αυξημένες καθυστερήσεις πληρωμών και υποχρεώσεις που δεν μπορούν να αναχρηματοδοτήσουν εύκολα. Κι όπως έδειξε η ιστορία της Tricolor, η πτώχευση ενός μεσαίου μεγέθους δανειολήπτη μπορεί να πυροδοτήσει απομειώσεις δισεκατομμυρίων.
Η λεπτή γραμμή ανάμεσα στη διαφάνεια και τον πανικό
Προς το παρόν, οι περισσότεροι αναλυτές συμφωνούν ότι δεν βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα συστημική κρίση. Οι χρεοκοπίες παραμένουν περιορισμένες, οι ευρωπαϊκές τράπεζες διαθέτουν ισχυρά κεφαλαιακά μαξιλάρια, και όπως σημειώνει η Wellington Management, οι περισσότερες ζημίες συνδέονται με κακή αξιολόγηση κινδύνου ή μεμονωμένες απάτες — όχι με δομική ασθένεια του συστήματος.
Ωστόσο, η εμπιστοσύνη είναι ένα εύθραυστο νόμισμα. Οι απάτες και οι αστοχίες εμφανίζονται συνήθως στα τέλη των οικονομικών κύκλων, όταν η ρευστότητα μειώνεται και οι επενδυτές προσπαθούν να διασώσουν αποδόσεις. Ο Μαρκ Ρόουαν της Apollo το διατύπωσε εύστοχα: «Όταν υπάρχει υπερβολικό χρήμα που κυνηγά λίγα assets, πάντα γίνονται παραλείψεις». Τώρα που το χρήμα σπανίζει, αυτές οι παραλείψεις αρχίζουν να αποκαλύπτονται.
Το τεστ ψυχραιμίας των ευρωπαϊκών τραπεζών
Οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν περάσει μια δεκαετία εξυγίανσης. Μετά την κρίση χρέους, ανακεφαλαιοποιήθηκαν, ενίσχυσαν τη διαφάνεια και υπέστησαν διαδοχικά stress tests από την ΕΚΤ. Όμως η συγκυρία παραμένει εύθραυστη. Η αύξηση του κόστους χρηματοδότησης, η επιβράδυνση της ανάπτυξης και η γεωπολιτική αστάθεια δημιουργούν συνθήκες πίεσης που δύσκολα απορροφώνται χωρίς συνέπειες.
Η UniCredit, που ανοίγει την αυλαία των ανακοινώσεων, βρίσκεται ήδη στο επίκεντρο. Εκτός από τα οικονομικά της αποτελέσματα, θα κριθεί και για την εξαγορά επιπλέον μεριδίου στην ελληνική Alpha Bank, μια κίνηση που δείχνει εμπιστοσύνη στις αγορές της Νότιας Ευρώπης αλλά προκαλεί ερωτήματα για τον βαθμό ανάληψης κινδύνου. Ο διευθύνων σύμβουλος Andrea Orcel έχει δηλώσει πως «η Ευρώπη χρειάζεται τραπεζική ενοποίηση», αλλά οι επενδυτές φοβούνται ότι οι συγχωνεύσεις ενδέχεται να φέρουν και τα προβλήματα που αυτές προσπαθούν να λύσουν.
Στο Λονδίνο, η Lloyds προετοιμάζεται να ανακοινώσει ζημία 1,95 δισ. λιρών, μετά την απόφαση της βρετανικής εποπτικής αρχής να επιβάλει αποζημιώσεις για τη λανθασμένη πώληση δανείων αυτοκινήτου. Η υπόθεση αυτή, με εκτιμώμενο συνολικό κόστος 11 δισ. λιρών για τον τραπεζικό κλάδο, είναι ενδεικτική του πόσο λεπτή είναι η γραμμή ανάμεσα στη ρύθμιση και την υπερβολή.
Η σκιά της ιστορίας και ο κίνδυνος επανάληψης
Όσοι θυμούνται το 2007 γνωρίζουν ότι οι κρίσεις δεν ξεκινούν ποτέ με κραυγαλέα γεγονότα. Τότε, η φούσκα των subprime δανείων θεωρούνταν περιφερειακό φαινόμενο· σήμερα, το private credit αντιμετωπίζεται με παρόμοια επιπολαιότητα. Οι Financial Times σημείωσαν πρόσφατα πως «ίσως πρόκειται για ιδιοσυγκρασιακές περιπτώσεις, όχι για τερμίτες που έχουν φάει τα θεμέλια». Το ίδιο έλεγαν και για τα subprime. Μέχρι που αποδείχθηκε ότι οι «τερμίτες» ήταν παντού.
Η φράση του Ντάιμον, λοιπόν, είναι κάτι περισσότερο από αφορισμός. Είναι υπενθύμιση της συλλογικής τύφλωσης που προηγείται κάθε κρίσης. Οι πρώτες κατσαρίδες —οι πτωχεύσεις της Tricolor και της First Brands— ίσως είναι μόνο η αρχή. Και αν η Ευρώπη θέλει να αποφύγει μια νέα κρίση εμπιστοσύνης, οφείλει να μην υποτιμήσει τα σήματα καπνού που έρχονται από τη Wall Street.
Ανάμεσα στον ρεαλισμό και την αυτοπαγίδευση
Το ερώτημα που τίθεται σήμερα δεν είναι αν υπάρχει κρίση, αλλά αν το σύστημα έχει μάθει να τη διαχειρίζεται προτού αυτή γενικευτεί. Οι ρυθμιστικές αρχές και οι τράπεζες έχουν σαφώς μεγαλύτερη ανθεκτικότητα από ό,τι το 2008. Αλλά η παγκόσμια αγορά παραμένει αλληλένδετη, τα κεφάλαια ρέουν με απίστευτη ταχύτητα και οι επενδυτές λειτουργούν με ψυχολογία αγέλης.
Αρκεί ένα λάθος, ένα σκάνδαλο ή μια απρόβλεπτη χρεοκοπία για να ξαναξυπνήσουν οι φόβοι. Και τότε, όπως πάντα, οι κατσαρίδες δεν θα είναι μόνες. Θα είναι απλώς οι πρώτες που φαίνονται όταν ανάψουν τα φώτα.
με πληροφορίες από το CNBC