Καθώς οι προϋπολογισμοί των κρατών–μελών πιέζονται από ελλείμματα, δημόσια χρέη και περικοπές δαπανών, η διαρκής ανάγκη χρηματοδότησης της Ουκρανίας προκαλεί έντονο προβληματισμό ακόμη και στις πιο φιλοουκρανικές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Οι αναθεωρημένοι υπολογισμοί για την άμυνα και τα εξοπλιστικά προγράμματα της ΕΕ περιορίζουν τα διαθέσιμα κονδύλια, ενώ η οικονομική βοήθεια προς το Κίεβο μοιάζει να μετατρέπεται σε έναν «βυθό χωρίς πάτο».
«Η κρίση δεν ξεκινά στα μέτωπα, αλλά στη Δύση»
Ο γνωστός αναλυτής Τίμοθι Άς, στρατηγικός αναλυτής Αναδυόμενων Αγορών στην RBC BlueBay Asset Management και εταίρος του Chatham House, επισημαίνει στο άρθρο του στο Europe’s Edge πως η Ευρώπη βρίσκεται μπροστά σε ένα «τρομακτικό οικονομικό αδιέξοδο». Αν και ο ίδιος υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής της Ουκρανίας, αναγνωρίζει ότι το βάρος του πολέμου απειλεί πλέον να συντρίψει τα ίδια τα θεμέλια της ευρωπαϊκής οικονομίας.
«Μια κρίση πλησιάζει. Θα ξεσπάσει στην Ουκρανία, αλλά δεν θα ξεκινήσει από τα μέτωπα του πολέμου. Η επερχόμενη κρίση εκκολάπτεται στη Δύση, όπου η υποχώρηση των ΗΠΑ και η διστακτικότητα της Ευρώπης απειλούν πλέον με οικονομική κατάρρευση», γράφει χαρακτηριστικά.
Ανεπαρκής χρηματοδότηση και εξωπραγματικές εκτιμήσεις
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το οποίο πρόσφατα υπέγραψε νέο δανειακό πρόγραμμα με το Κίεβο, παραδέχθηκε ότι οι αρχικές του εκτιμήσεις για τις χρηματοδοτικές ανάγκες έως το 2027, ύψους 150 δισ. δολαρίων, ήταν υπερβολικά αισιόδοξες. Ο Άς εξηγεί ότι οι προβλέψεις στηρίχθηκαν σε μια εσφαλμένη παραδοχή: ότι ο πόλεμος θα αποκλιμακωνόταν από το 2025, μειώνοντας σταδιακά τις ανάγκες της Ουκρανίας. «Η εκτίμηση αυτή ήταν ηρωική και εντελώς άστοχη», σημειώνει. Αντίθετα, καθώς ο πόλεμος παρατείνεται, οι ανάγκες αυξάνονται τόσο σε μέγεθος όσο και σε διάρκεια.
Η Ουκρανία καταγράφει δημοσιονομικά ελλείμματα της τάξης των 3–4 δισ. δολαρίων τον μήνα, δηλαδή 36–48 δισ. ετησίως. Αυτά τα ποσά πρέπει να καλύπτονται πέραν της υπάρχουσας οικονομικής βοήθειας, ενώ πολλοί Ευρωπαίοι αξιωματούχοι αναγνωρίζουν πλέον ότι μεγάλο μέρος των χρημάτων που δόθηκαν στο Κίεβο, κυρίως μέσω δανείων, δεν θα επιστραφούν ποτέ.
Το πραγματικό κόστος: 100 δισ. δολάρια τον χρόνο
Σύμφωνα με τον Άς, η συνολική ανάγκη χρηματοδότησης της Ουκρανίας ξεπερνά κατά πολύ τις επίσημες εκτιμήσεις. «Με βάση δεδομένα από το Ινστιτούτο Παγκόσμιας Οικονομίας του Κιέλου, το ετήσιο κόστος για τη Δύση ώστε να στηρίξει την Ουκρανία προσεγγίζει τα 100 δισ. δολάρια — υπερδιπλάσιο από τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ». Το Ταμείο, όπως αναφέρει, εστιάζει μόνο στις ανάγκες του προϋπολογισμού και του ισοζυγίου πληρωμών, αγνοώντας τη στρατιωτική διάσταση που αποτελεί κρίσιμο μέρος της συνολικής δαπάνης.
Ακόμη και για να φτάσει η Ουκρανία στο τέλος του προγράμματος του ΔΝΤ το 2027, η Δύση θα πρέπει να εξασφαλίσει νέα κεφάλαια ύψους έως 37 δισ. δολαρίων. Με την κυβέρνηση Τραμπ να δηλώνει ότι δεν θα συνεχίσει τη χρηματοδότηση, το μεγαλύτερο μέρος αυτού του ποσού θα πρέπει να καλυφθεί από την Ευρώπη — μια προοπτική που μοιάζει οικονομικά και πολιτικά αδύνατη.
«Η Ευρώπη δεν μπορεί να επωμιστεί αυτό το βάρος»
«Η Ευρώπη δεν μπορεί – και δεν θα – επωμιστεί αυτό το βάρος», υπογραμμίζει ο Άς. «Η σκληρή πολιτική, κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα καθιστά αδύνατη μια τέτοια μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση. Τα δημοσιονομικά ελλείμματα διευρύνονται, η ανάπτυξη παραμένει υποτονική και η λαϊκιστική στροφή των ευρωπαϊκών κοινωνιών πιέζει για εσωτερικές επενδύσεις». Ο αναλυτής προειδοποιεί πως το ΔΝΤ ίσως αδυνατεί να εξασφαλίσει τις απαραίτητες εγγυήσεις για τη συνέχιση του προγράμματος, κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει σε νέα κρίση χρηματοδότησης για την Ουκρανία και να πλήξει την ικανότητά της να αμύνεται έναντι της Ρωσίας.
Η αμφιλεγόμενη λύση των παγωμένων ρωσικών κεφαλαίων
Ως «τελευταία λύση», ο Άς προτείνει την κατάσχεση και αξιοποίηση των 330 δισ. δολαρίων που ανήκουν στη Ρωσική Κεντρική Τράπεζα και βρίσκονται σε δυτικές δικαιοδοσίες. Πρόκειται για πρόταση που επανέρχεται σταθερά στη δημόσια συζήτηση, αλλά συναντά σφοδρές αντιδράσεις από ευρωπαϊκές χώρες και θεσμούς, όπως το Βέλγιο, η Γαλλία, η Euroclear και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Οι επικριτές προειδοποιούν ότι μια τέτοια ενέργεια θα παραβίαζε το διεθνές δίκαιο και θα υπονόμευε την αξιοπιστία της Ευρώπης ως ασφαλούς καταφυγίου για επενδυτές.
Η Μόσχα έχει ήδη χαρακτηρίσει την ιδέα «ξεκάθαρη κλοπή», προειδοποιώντας για αντίποινα και αγωγές. Ο Εμανουέλ Μακρόν υπήρξε από τους πλέον κατηγορηματικούς αντιπάλους της κατάσχεσης: «Δεν μπορείς να κατασχέσεις τα περιουσιακά στοιχεία μιας κεντρικής τράπεζας. Είναι ζήτημα αξιοπιστίας και σεβασμού του διεθνούς δικαίου. Όταν δεν σεβόμαστε τους κανόνες, ανοίγουμε τον δρόμο στην αναρχία».
Η Ευρώπη σε σταυροδρόμι
Παρά τις αντιρρήσεις, η Κομισιόν και η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν συνεχίζουν να πιέζουν για τη χρήση των παγωμένων ρωσικών κεφαλαίων. Η συζήτηση θα επανέλθει στις επόμενες Συνόδους, καθώς τα ταμεία αδειάζουν και η πίεση να διατηρηθεί η στήριξη προς το Κίεβο αυξάνεται. Η Ευρώπη, όμως, βρίσκεται μπροστά σε μια οδυνηρή επιλογή: να αναλάβει μόνη της ένα βάρος που απειλεί την ίδια της τη σταθερότητα ή να αναζητήσει νέες ισορροπίες στην πολιτική της για την Ουκρανία.