Μπροστά σε μια δύσκολη εξίσωση βρίσκεται η ελληνική κυβέρνηση, καθώς οι επόμενοι μήνες θα κρίνουν όχι μόνο την πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων, αλλά και τη θέση της Ελλάδας εντός της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ασφάλειας. Η συζήτηση γύρω από το πρόγραμμα SAFE —το πρώτο βήμα προς την ευρωπαϊκή αμυντική αυτονομία— έχει μετατραπεί σε πεδίο έντονων πιέσεων, πολιτικών υπολογισμών και στρατηγικών διλημμάτων.
Η Αθήνα, επιμένοντας ότι δεν μπορεί να συναινέσει στη συμμετοχή της Τουρκίας όσο παραμένει σε ισχύ η απειλή πολέμου (casus belli), βρίσκεται τώρα αντιμέτωπη με το ενιαίο μέτωπο των Ευρωπαίων εταίρων και του ΝΑΤΟ, οι οποίοι θεωρούν ότι χωρίς την Τουρκία δεν μπορεί να υπάρξει βιώσιμη ευρωπαϊκή άμυνα.
Το νέο πεδίο σύγκρουσης: το πρόγραμμα SAFE
Το SAFE (Security and Armed Forces Enhancement) είναι η νέα ευρωπαϊκή πρωτοβουλία που φιλοδοξεί να αναβαθμίσει τη βιομηχανική και στρατηγική αυτονομία της Ε.Ε., δημιουργώντας κοινά χρηματοδοτικά εργαλεία για την αμυντική παραγωγή και την έρευνα. Πρόκειται για ένα πρόγραμμα που συνδέεται άμεσα με την επιδίωξη της «ευρωπαϊκής στρατηγικής κυριαρχίας», σε μια εποχή που ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει αναδείξει την εξάρτηση της Ευρώπης από τις ΗΠΑ.
Η Άγκυρα, αξιοποιώντας τη θέση της στο ΝΑΤΟ και τις σχέσεις της με μεγάλες ευρωπαϊκές βιομηχανίες όπως οι ιταλικές Leonardo και Piaggio, έχει υποβάλει αίτημα συμμετοχής στο πρόγραμμα. Για την Τουρκία, η ένταξη στο SAFE δεν είναι μόνο οικονομική υπόθεση· αποτελεί συμβολική αναγνώριση της ως απαραίτητου στρατηγικού εταίρου για την ευρωπαϊκή ασφάλεια.
Για την Ελλάδα, ωστόσο, το αίτημα αυτό ισοδυναμεί με πρόκληση: πώς μπορεί μια χώρα που διατηρεί ενεργό το casus belli και αμφισβητεί την κυριαρχία ελληνικών νησιών να χρηματοδοτείται από την Ε.Ε. για εξοπλισμούς;
Οι πιέσεις του Βερολίνου και το αόρατο διπλωματικό παιχνίδι
Η Γερμανία έχει αναλάβει τον ρόλο του άτυπου διαμεσολαβητή ανάμεσα σε Άγκυρα και Βρυξέλλες, αλλά στην πράξη λειτουργεί ως μοχλός πίεσης προς την Αθήνα. Το Βερολίνο θεωρεί ότι η ενσωμάτωση της Τουρκίας στην ευρωπαϊκή άμυνα θα λειτουργήσει ως ανάχωμα απέναντι στη ρωσική επιρροή και ως εργαλείο σταθερότητας στη Μέση Ανατολή.
Η αναβολή της επίσκεψης του Γερμανού υπουργού Εξωτερικών στην Αθήνα, λόγω της Συνόδου για την Ειρήνη στο Σαρμ Ελ Σέιχ, δεν άλλαξε τη βασική θέση του Βερολίνου: η Ελλάδα πρέπει να δείξει «ευρωπαϊκή υπευθυνότητα» και να διευκολύνει τη συμμετοχή της Τουρκίας.
Πίσω από αυτή τη ρητορική, όμως, κρύβονται και οικονομικά συμφέροντα. Η τουρκική αμυντική βιομηχανία έχει ήδη συνάψει συνεργασίες με ευρωπαϊκές εταιρείες, ενώ η Γερμανία είναι ένας από τους σημαντικότερους εμπορικούς εταίρους της Άγκυρας.
Ο Ρούτε, το ΝΑΤΟ και το «διπλό παιχνίδι» των συμμάχων
Το θέμα πήρε νέα διάσταση μετά τη συνάντηση του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Γενικό Γραμματέα του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, στο περιθώριο της Συνόδου της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Κοινότητας στην Κοπεγχάγη. Ο Ρούτε, γνωστός υπέρμαχος της συμμετοχής της Τουρκίας στα ευρωπαϊκά αμυντικά σχέδια, επιδίωξε να «μετρήσει» τις προθέσεις της Αθήνας.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός επανέλαβε για ακόμη μία φορά ότι όσο υπάρχει casus belli, η Ελλάδα δεν θα δώσει το πράσινο φως. Μάλιστα, ανέδειξε και το ζήτημα των «γκρίζων ζωνών» στο Αιγαίο, προκαλώντας δυσαρέσκεια τόσο στην Άγκυρα όσο και σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες που επιθυμούν να κρατήσουν το θέμα εκτός κοινοτικών συζητήσεων.
Η επιμονή του Μητσοτάκη, ωστόσο, δεν έχει περάσει απαρατήρητη. Στο ΝΑΤΟ, αλλά και στον Λευκό Οίκο, η Τουρκία θεωρείται απαραίτητος κρίκος για τη μεταπολεμική αρχιτεκτονική ασφαλείας της Ευρώπης. Από την Αμερική μέχρι το Παρίσι, η άποψη είναι κοινή: χωρίς την Τουρκία, η Ευρώπη δεν μπορεί να σταθεί στρατιωτικά αυτόνομη.
Το «γκρίζο» άρθρο 16 και η ελληνική γραμμή άμυνας
Η Αθήνα, αντιλαμβανόμενη τον κίνδυνο απομόνωσης, επιδιώκει να θωρακιστεί θεσμικά. Μετά από έντονες διαπραγματεύσεις στους Μόνιμους Αντιπροσώπους (COREPER), κατάφερε να εντάξει στον κανονισμό του SAFE το άρθρο 16, το οποίο προβλέπει ότι καμία τρίτη χώρα δεν μπορεί να δρα εναντίον των συμφερόντων κράτους-μέλους της Ε.Ε.
Αν και το άρθρο αυτό είναι νομικά ασαφές —δεν ορίζει ρητά τι συνιστά «δράση» ή «συμφέρον»— αποτελεί ωστόσο ένα εργαλείο για την Ελλάδα, η οποία μπορεί να το επικαλεστεί ως δικλείδα ασφαλείας σε περίπτωση που η Τουρκία επιχειρήσει να ενταχθεί.
Όπως εξηγεί η εκπρόσωπος του ΥΠΕΞ Λάνα Ζιωχού, «η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας δεν ετεροκαθορίζεται». Η Αθήνα δηλώνει αποφασισμένη να ασκήσει βέτο εφόσον απαιτηθεί ομοφωνία για τη συμμετοχή της Τουρκίας.
Το αδιέξοδο του casus belli και οι εσωτερικές δεσμεύσεις
Το casus belli παραμένει ο ακρογωνιαίος λίθος της ελληνικής στάσης. Η απόφαση της τουρκικής Εθνοσυνέλευσης του 1995, που απειλεί με πόλεμο αν η Ελλάδα επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια, δεν είναι μια απλή ρητορική απειλή. Αποτελεί εθνική θέση της Τουρκίας και σύμβολο της πολιτικής της κυριαρχίας στο Αιγαίο.
Η απαίτηση της Αθήνας να αποσυρθεί το casus belli είναι σχεδόν ανέφικτη. Για τον Ερντογάν, κάτι τέτοιο θα συνιστούσε πολιτική ταπείνωση. Αντιστοίχως, για την ελληνική κυβέρνηση, οποιαδήποτε υποχώρηση θα εκλαμβανόταν ως εθνική ήττα, ιδίως μετά τις επανειλημμένες δημόσιες δεσμεύσεις Μητσοτάκη.
Έτσι, η Ελλάδα βρίσκεται εγκλωβισμένη ανάμεσα στις διεθνείς πιέσεις και στην εσωτερική ανάγκη πολιτικής συνέπειας. Κάθε βήμα πίσω θα είχε υψηλό πολιτικό κόστος, ενώ κάθε επιμονή στη σκληρή γραμμή αυξάνει τον κίνδυνο απομόνωσης από τους Ευρωπαίους εταίρους.
Η Τουρκία ως «αναγκαίο κακό» για την ευρωπαϊκή άμυνα
Η Ευρώπη βλέπει την Τουρκία ως γεωπολιτικό αναγκαίο κακό. Η χώρα του Ερντογάν διαθέτει ισχυρή αμυντική βιομηχανία, μεγάλη στρατιωτική δύναμη και γεωγραφική θέση-κλειδί ανάμεσα σε τρεις ηπείρους. Σε μια εποχή που η Ρωσία ανασυντάσσεται και η Μέση Ανατολή φλέγεται, η Άγκυρα αποτελεί για πολλούς Ευρωπαίους την ασφαλιστική δικλείδα της Δύσης.
Από τη Γερμανία έως τη Γαλλία, οι μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες θεωρούν πως η τουρκική συμμετοχή στο SAFE είναι όχι απλώς επιθυμητή, αλλά απαραίτητη. Ο ίδιος ο Εμανουέλ Μακρόν δήλωσε πρόσφατα ότι «δεν υπάρχει βιώσιμη ευρωπαϊκή ασφάλεια χωρίς την Τουρκία».
Αυτή η θέση, όμως, αφήνει την Ελλάδα και την Κύπρο σε δύσκολη θέση, καθώς και οι δύο χώρες βλέπουν στην ενίσχυση της Τουρκίας μια άμεση απειλή για τα εθνικά τους συμφέροντα.
Η κυπριακή διάσταση και οι νέες ευρωπαϊκές ισορροπίες
Η Κύπρος, που παραμένει υπό τουρκική κατοχή σε μεγάλο μέρος του εδάφους της, αξιοποιεί τα ευρωπαϊκά θεσμικά εργαλεία για να εμποδίσει κάθε προοπτική στενότερης συνεργασίας Ε.Ε.-Τουρκίας. Έχει ήδη μπλοκάρει τη σύναψη συμφωνίας μεταξύ του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Άμυνας και της Άγκυρας, ενώ αντιδρά σθεναρά στην ανταλλαγή διαβαθμισμένων πληροφοριών ανάμεσα στο ΝΑΤΟ και την Ε.Ε.
Ωστόσο, η πίεση αυξάνεται. Ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, φέρεται να υπαινίχθηκε ότι αν η τουρκική αμυντική βιομηχανία αποκτήσει πρόσβαση στα κονδύλια του SAFE, τότε η Άγκυρα θα μπορούσε να άρει το βέτο της στην ανταλλαγή ευαίσθητων πληροφοριών μεταξύ των δύο οργανισμών.
Η προοπτική αυτή δημιουργεί νέα δεδομένα: μια Τουρκία που θα ενταχθεί, έστω και εμμέσως, στην ευρωπαϊκή αμυντική προσπάθεια θα μπορούσε να αλλάξει ριζικά τις ισορροπίες στην Ανατολική Μεσόγειο.
Πιθανές παρακάμψεις και τα περιθώρια ελιγμών της Αθήνας
Παρά τη σαφή θέση της ελληνικής κυβέρνησης, στις Βρυξέλλες και τις μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες εξετάζονται ήδη «μέθοδοι παράκαμψης». Το ενδεχόμενο συμμετοχής της Τουρκίας μέσω κοινοπραξιών με ευρωπαϊκές εταιρείες, χωρίς να απαιτείται διμερής συμφωνία, είναι ένα πιθανό σενάριο.
Επιπλέον, σύμφωνα με διπλωματικές πηγές, μόνο το 65% των κονδυλίων του SAFE υπόκειται σε προϋποθέσεις που απαιτούν ομοφωνία· το υπόλοιπο 35% μπορεί να διατεθεί χωρίς τη σύμφωνη γνώμη όλων των κρατών-μελών. Αυτό σημαίνει ότι, ακόμα κι αν η Ελλάδα ασκήσει βέτο, η Τουρκία θα μπορούσε να επωφεληθεί εμμέσως.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Αθήνα προσπαθεί να διαπραγματευτεί ανταλλάγματα —ίσως μια ρητή δέσμευση ότι τα κονδύλια δεν θα χρησιμοποιηθούν εναντίον κράτους-μέλους ή μια πρόσθετη ρήτρα ασφαλείας. Ωστόσο, όπως δείχνει η ευρωπαϊκή εμπειρία, τέτοιες διαβεβαιώσεις σπάνια τηρούνται στην πράξη.
Η επικίνδυνη ισορροπία: ανάμεσα στη σταθερότητα και την απομόνωση
Η ελληνική διπλωματία βαδίζει πάνω σε ένα τεντωμένο σκοινί. Από τη μία, η ανάγκη υπεράσπισης της εθνικής κυριαρχίας και της αποτροπής τουρκικών προκλήσεων· από την άλλη, η υποχρέωση διατήρησης της ευρωπαϊκής συνοχής και της εμπιστοσύνης των συμμάχων.
Η επιμονή στη σκληρή γραμμή ενδέχεται να φέρει την Ελλάδα αντιμέτωπη με το Παρίσι, το Βερολίνο και τη Ρώμη. Η υποχώρηση, όμως, θα μπορούσε να αποδυναμώσει την εθνική της θέση στο Αιγαίο.
Όπως παραδέχονται κυβερνητικές πηγές, «το casus belli δεν είναι διαπραγματεύσιμο». Όμως η πραγματικότητα της ευρωπαϊκής πολιτικής δείχνει πως η γραμμή άμυνας που χαράσσει η Αθήνα ίσως χρειαστεί να γίνει πιο ευέλικτη, εφόσον οι ισορροπίες αλλάξουν.
Προοπτικές και διαπραγματευτικά χαρτιά
Αντί να αντιμετωπίζει το SAFE αποκλειστικά ως απειλή, η Ελλάδα μπορεί να το αξιοποιήσει ως διαπραγματευτικό μοχλό. Μαζί με την Κύπρο, θα μπορούσε να απαιτήσει:
- Ρητή κατοχύρωση της ρήτρας αμοιβαίας συνδρομής της Ε.Ε. (άρθρο 42.7 ΣΕΕ) με επιχειρησιακή ισχύ.
- Εγγυήσεις ασφάλειας για τη μη χρήση ευρωπαϊκών εξοπλισμών εναντίον κρατών-μελών.
- Προώθηση θεσμικής σχέσης Κύπρου–ΝΑΤΟ ως αντιστάθμισμα στη διεύρυνση των τουρκικών δεσμών με την Ε.Ε.
Η διατήρηση αυστηρής στάσης μπορεί να αποδώσει πολιτικά, εφόσον η Αθήνα εμφανιστεί όχι ως «αρνητής της συνεργασίας», αλλά ως υπεύθυνος υπερασπιστής του ευρωπαϊκού δικαίου και της συνοχής της Ένωσης.
Η λεπτή γραμμή της ισορροπίας
Η ελληνική κυβέρνηση καλείται να κινηθεί σε μια λεπτή ισορροπία ανάμεσα στην εθνική σταθερότητα και την ευρωπαϊκή ενότητα. Το διακύβευμα είναι διπλό: αφενός η υπεράσπιση της κυριαρχίας και της αποτρεπτικής αξιοπιστίας της χώρας, αφετέρου η αποφυγή μιας διπλωματικής απομόνωσης που θα έβλαπτε τα ελληνικά συμφέροντα μακροπρόθεσμα.
Το επόμενο διάστημα, η Αθήνα θα χρειαστεί να συνδυάσει σκληρή γραμμή και έξυπνη διπλωματία, επιμένοντας στις αρχές της αλλά και αξιοποιώντας το ευρωπαϊκό πλαίσιο για να μετατρέψει τις πιέσεις σε ευκαιρίες.
Γιατί, όπως φαίνεται, το casus belli δεν είναι απλώς μια νομική απειλή· είναι το σημείο μηδέν μιας ευρύτερης μάχης για το ποιος θα καθορίσει τους κανόνες της ευρωπαϊκής ασφάλειας στον 21ο αιώνα.