Το έγκλημα των Τεμπών δεν εξειχνιάστηε στις 28 Φεβρουαρίου 2023. Η υπόθεση δεν τελείωσε με την ταφή των 57 νεκρών, ούτε με τις πρώτες ποινικές διώξεις, ούτε καν με το επικοινωνιακό μπαζωμα που επιχείρησαν κυβέρνηση και θεσμοί με το αφήγημα του «σταθμάρχη που έκανε λάθος».
Του Ανατρεπτικού
Όπως εξαιρετικά εύστοχα είπε ο Ευάγγελος Βενιζέλος, πρόκειται για μία Τραγωδία που όπως όλες οι τραγωδίες υπάρχει ΜΟΝΟ ένας τρόπος να κλείσει: Με την Τιμωρία και την Κάθαρση.
«Όποιοι παριστάνουν τον Κρέοντα ως προς την (εκ) ταφή των νεκρών, ας σκεφτούν το ταχύτερο ότι όλα τελούνται στο πλαίσιο μιας τραγωδίας η οποία δεν τελειώνει αν δεν επέλθει κάθαρση», τόνισε χαρακτηριστικά.
Συνεχίζει να αποκαλύπτει κάθε μέρα νέες πτυχές σκοπιμότητας, συγκάλυψης και απανθρωπιάς. Η πρόσφατη απεργία πείνας του Πάνου Ρούτσι, πατέρα ενός εκ των θυμάτων, έφερε ξανά στο προσκήνιο το ένα και μοναδικό ερώτημα που έπρεπε να απασχολεί κάθε δημοκρατικό πολίτη: γιατί δεν επιτρέπουν τη διενέργεια τοξικολογικών και ιστολογικών εξετάσεων στις σορούς;
Κι ας μην βγάλουν τίποτα, ας μην προκύψει απολύτως κανένα νέο στοιχείο. Γιατί το αρνούνται τόσο πεισματικά; Λογική απάντηση δεν υπάρχει. Ή δεν θέλει κανείς να τη δώσει για άγνωστους, μέχρι στιγμής, λόγους που όμως κάνουν και τον τελευταίο πολίτη να αισθάνεται καχυποψία πως και πάλι κάτι κρύβεται πίσω από αυτή την άρνηση.
Τα όσα έγιναν (και δεν έγιναν) είναι γνωστά: οι σοροί παραδόθηκαν βιαστικά και σε κλειστά φέρετρα, χωρίς οι συγγενείς να έχουν το δικαίωμα ούτε να δουν τα παιδιά τους ούτε να ζητήσουν ουσιαστική έρευνα. Όσα αιτήματα γονιών για εκταφές κατατέθηκαν στον Εφέτη Ανακριτή Λάρισας απορρίφθηκαν με το σκεπτικό ότι πρόκειται για «ανακριτικές ενέργειες που παρέλκουν». Δηλαδή, ότι δεν χρησιμεύουν. Σαν να πρόκειται για περιττή διαδικασία, ενώ στην πραγματικότητα θα μπορούσαν να φωτίσουν το πιο κρίσιμο ερώτημα: τι ακριβώς συνέβη μέσα στα βαγόνια που μετατράπηκαν σε φλεγόμενα φέρετρα. Γιατί τόσο γρήγορα εξαφανίστηκαν τα δείγματα γενετικού υλικού, με το πρόσχημα της «προστασίας προσωπικών δεδομένων»; Γιατί να μην επιτραπεί η στοιχειώδης εξέταση που θα μπορούσε να δείξει αν τα σώματα είχαν εκτεθεί σε εύφλεκτες ύλες ή χημικά;
Αντί απαντήσεων, η κοινωνία παρακολουθεί ένα απίστευτο θεσμικό πινγκ-πονγκ. Ο Άρειος Πάγος, η Εισαγγελία του, η κυβέρνηση και οι ανώτεροι δικαστές μεταθέτουν ο ένας στον άλλον την αρμοδιότητα, λες και δεν υπάρχει σαφής νομική οδός. Όμως υπάρχει: ο κατά τόπον αρμόδιος Εισαγγελέας Πρωτοδικών μπορεί να διατάξει εκταφή για λήψη δειγμάτων. Το γνωρίζουν όλοι, αλλά κανείς δεν τολμά να το πει καθαρά. Μέχρι που ο ίδιος ο υπουργός Δικαιοσύνης, Φλωρίδης, άδειασε τους θεσμούς που ο ίδιος ανέδειξε και «έδωσε γραμμή». Και σαν από θαύμα, ο εισαγγελέας Λάρισας έκρινε ότι η εκταφή μπορεί να γίνει, αλλά μόνο για ταυτοποίηση. Όχι για εξετάσεις. Δηλαδή, να ξαναθαφτεί η αλήθεια κάτω από τον τάφο των παιδιών. Αυτό δεν είναι απόφαση δικαιοσύνης· είναι πολιτικός εμπαιγμός.

Το ερώτημα λοιπόν επανέρχεται, κάθε φορά πιο βαρύ και πιο ασήκωτο: γιατί; Γιατί δεν θέλουν να ξέρουμε; Τι φοβούνται ότι θα δείξουν οι τοξικολογικές και ιστολογικές εξετάσεις; Η απόκρυψη στοιχείων, η βιασύνη να θαφτούν οι σοροί χωρίς επαρκή έλεγχο, η καταστροφή των δειγμάτων DNA, όλα δείχνουν ότι δεν πρόκειται για αμέλεια. Πρόκειται για συνειδητή επιλογή. Γιατί αν αποδειχθεί ότι υπήρξαν εύφλεκτες ουσίες, ότι οι συνθήκες θανάτου ήταν διαφορετικές από το επίσημο αφήγημα, τότε το έγκλημα δεν θα είναι απλώς συγκοινωνιακό. Θα είναι βιομηχανικό, πολιτικό, συστημικό. Και αυτό δεν το αντέχει το καθεστώς της συγκάλυψης.
Ο Πάνος Ρούτσις ρισκάρει τη ζωή του για να ακουστεί αυτό το «γιατί». Δεν είναι μόνος. Δίπλα του στέκονται κι άλλοι γονείς που ετοιμάζονται να ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο. Δίπλα τους στέκεται μια κοινωνία που κουράστηκε να βλέπει τα παιδιά της να χάνονται στα Τέμπη, στην Πύλο, στα εργατικά ατυχήματα, στις γυναικοκτονίες, και το κράτος να στέκεται ψυχρό, αδιάφορο και συχνά συνένοχο. Το ερώτημα δεν αφορά πια μόνο τους συγγενείς των θυμάτων. Είναι το ερώτημα μιας ολόκληρης κοινωνίας που διεκδικεί δικαιοσύνη.
Η απεργία πείνας του Ρούτσι, το πείσμα των γονιών, η οργή των πολιτών δεν είναι απλώς συγκινησιακές αντιδράσεις. Είναι η ύστατη προσπάθεια να κρατηθεί ζωντανή η μνήμη, να μην σκεπαστεί ο θάνατος με δεύτερο στρώμα χώματος. Το αίτημα είναι καθαρό, νομικά βάσιμο, επιστημονικά αυτονόητο και ανθρώπινα αδιαπραγμάτευτο: να γίνουν οι εξετάσεις. Και αν η Δικαιοσύνη δεν τολμά να το επιτρέψει, τότε το ερώτημα θα αιωρείται σαν κατηγορία απέναντί της.
Το έγκλημα των Τεμπών δεν σέβεται ούτε τους ζωντανούς ούτε τους νεκρούς. Στοιχειώνει, ενώνει και θα συνεχίσει να επιστρέφει μέχρι να βρεθεί η αλήθεια. Όσο κι αν προσπαθούν να το θάψουν, όσο κι αν επιχειρούν να πείσουν ότι «όλα έγιναν σωστά», θα υπάρχει πάντα αυτό το αμείλικτο ερώτημα: Γιατί δεν επιτρέπουν τις τοξικολογικές και ιστολογικές εξετάσεις;