Η απόφαση της κυβέρνησης Τραμπ να μειώσει τη στρατιωτική βοήθεια προς τη Λετονία, τη Λιθουανία και την Εσθονία δεν είναι ένα απλό τεχνικό μέτρο. Αποτελεί μια στρατηγική στροφή με ευρύτερες προεκτάσεις για την ευρωπαϊκή ασφάλεια, τη συνοχή του ΝΑΤΟ και τη δυναμική της αντιπαράθεσης με τη Ρωσία.
Ενώ οι Βαλτικές χώρες βρίσκονται στην πρώτη γραμμή απέναντι στη ρωσική απειλή, η Ουάσινγκτον επιλέγει να επαναπροσδιορίσει τις προτεραιότητές της, αφήνοντας την Ευρώπη να αναλάβει μεγαλύτερο βάρος.
Απόφαση με πολιτικό βάθος
Τέλη Αυγούστου, Αμερικανοί αξιωματούχοι ενημέρωσαν Ευρωπαίους διπλωμάτες για την πρόθεση περιορισμού της αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας στις Βαλτικές χώρες. Ο Ντέιβιντ Μπέικερ, εκπρόσωπος του Πενταγώνου, έστειλε το μήνυμα ότι η Ευρώπη πρέπει να μειώσει την εξάρτησή της από την Ουάσινγκτον. Σύμφωνα με την αμερικανική στρατηγική υπό τον Τραμπ, το βάρος θα πέσει πρωτίστως στην άμυνα των ίδιων των ΗΠΑ και όχι στην άμεση υποστήριξη περιφερειακών συμμάχων.
Η Ρωσία δοκιμάζει τις αντοχές
Μέσα σε αυτό το κλίμα, οι ρωσικές κινήσεις δεν άργησαν να έρθουν. Μαχητικά MiG-31 παραβίασαν τον εναέριο χώρο της Εσθονίας για περίπου δέκα λεπτά, πριν αναχαιτιστούν από ιταλικά F-35. Η Μόσχα διέψευσε την παραβίαση, μιλώντας για πτήσεις πάνω από διεθνή ύδατα. Ωστόσο, το περιστατικό αυτό, μαζί με τις πρόσφατες ρωσικές δραστηριότητες κοντά σε πολωνικές ενεργειακές εγκαταστάσεις και τις πτήσεις drones πάνω από την Πολωνία, ενισχύει την αίσθηση ότι η Ρωσία τεστάρει την αποφασιστικότητα του ΝΑΤΟ.
Η αμερικανική απάντηση και οι αντιφάσεις
Η αντίδραση της Ουάσινγκτον υπήρξε περιορισμένη. Ο Τραμπ χρειάστηκε ώρες για να σχολιάσει το περιστατικό, αρκούμενος να πει ότι μπορεί να αποτελεί «μεγάλο πρόβλημα». Το μοτίβο αυτό επαναλαμβάνεται: από τη μία, απειλές για κυρώσεις κατά της Ρωσίας, από την άλλη, μια χλιαρή διπλωματική στάση που αφήνει περιθώρια στον Βλαντίμιρ Πούτιν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η σύνοδος με τον Ρώσο πρόεδρο, η οποία δεν έφερε πρόοδο, αλλά μάλλον επιβάρυνε το Κίεβο, αφού ο Τραμπ δήλωσε ότι η εκεχειρία στην Ουκρανία δεν είναι απαραίτητη προϋπόθεση για μια «διαρκή ειρήνη».
Από την παγκόσμια διαμεσολάβηση στην εσωστρέφεια
Η θητεία Τραμπ ξεκίνησε με φιλοδοξία να διαδραματίσει ρόλο μεσολαβητή σε διεθνείς κρίσεις, από τον πόλεμο στην Ουκρανία έως την αιματηρή σύγκρουση στη Γάζα. Τους τελευταίους μήνες όμως, η εικόνα αλλάζει: η αμερικανική διπλωματία δείχνει να υποχωρεί, ενώ η ατζέντα του Λευκού Οίκου επικεντρώνεται σε εσωτερικά ζητήματα όπως η ασφάλεια, η καταπολέμηση του εγκλήματος και η αναθεώρηση της διαδικασίας βίζας.
Ευρώπη υπό πίεση
Το μήνυμα προς τους Ευρωπαίους είναι σαφές: αν θέλουν να ασκηθεί ουσιαστική πίεση στη Μόσχα, πρέπει οι ίδιοι να επιβάλουν αυστηρότερες κυρώσεις στους αγοραστές ρωσικού πετρελαίου. Ο Τραμπ προχώρησε ακόμη πιο πέρα, προτείνοντας την επιβολή δασμών 100% σε Κίνα και Ινδία λόγω των συναλλαγών τους με τη Ρωσία, παρουσιάζοντας μάλιστα το μέτρο αυτό ως προϋπόθεση για αμερικανική δράση. Η προσέγγιση αυτή ενισχύει την αίσθηση ότι η Ουάσινγκτον δεν προτίθεται να αναλάβει το μεγαλύτερο βάρος της αντιπαράθεσης με το Κρεμλίνο.
Η στάση απέναντι στο Ισραήλ και η Γάζα
Παρόμοια αμφισημία διακρίνεται και στη Μέση Ανατολή. Ενώ αρχικά η αμερικανική κυβέρνηση επεδίωξε εκεχειρία μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς, το τελευταίο διάστημα η Ουάσινγκτον δείχνει αδιαφορία για ενέργειες του Ισραήλ που δυσχεραίνουν τις ειρηνευτικές προοπτικές. Από τον βομβαρδισμό γραφείου της Χαμάς στο Κατάρ έως την επιχείρηση στη Γάζα, οι ΗΠΑ αρκέστηκαν σε φραστικές διαμαρτυρίες χωρίς να προβούν σε μέτρα.
Απρόβλεπτη ηγεσία, κουρασμένοι διπλωμάτες
Η αστάθεια της αμερικανικής στάσης προκαλεί έντονη κόπωση στους Ευρωπαίους εταίρους. Όπως παραδέχονται διπλωμάτες στην Ουάσινγκτον, δυσκολεύονται πλέον να αξιολογήσουν την αξιοπιστία των αμερικανικών δεσμεύσεων. Ορισμένοι εκφράζουν ανοιχτά τον φόβο ότι η διστακτική στάση απέναντι στη Μόσχα μπορεί να δώσει στον Πούτιν το περιθώριο να προχωρήσει σε πιο επιθετικές ενέργειες.
Το αβέβαιο μέλλον της συμμαχίας
Η μείωση της αμερικανικής στρατιωτικής στήριξης στις Βαλτικές χώρες δεν είναι ένα μεμονωμένο περιστατικό. Αποτελεί κομμάτι μιας ευρύτερης στρατηγικής που αναδιαμορφώνει τον ρόλο των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ και τη σχέση τους με την Ευρώπη. Η συμμαχία δοκιμάζεται, καθώς οι Ευρωπαίοι καλούνται να καλύψουν το κενό που αφήνει η Ουάσινγκτον, την ώρα που η Ρωσία εντείνει τις προκλήσεις της.