Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα τον Ιούλιο του 2025 ήταν 8% του εργατικού δυναμικού. Αυτή η μείωση του ποσοστού ανεργίας τον Ιούλιο του 2025 προκάλεσε συγκρίσεις με τις Σκανδιναβικές χώρες, την Σουηδία και την Φιλανδία, οι οποίες τον Ιούλιο του 2025, σημείωσαν υψηλότερα ποσοστά ανεργίας από την Ελλάδα και συγκεκριμένα η Σουηδία 8,9% και η Φιλανδία 9,9%.
Αυτή η συγκυρία στο εσωτερικό της χώρας μας παρουσιάστηκε ως επιτυχία που οφείλεται σε δύο λόγους. Πρώτον στο γεγονός ότι η Ελλάδα είχε περισσότερους πόρους από το Ταμείο Ανάκαμψης λόγω μεγαλύτερων επιπτώσεων από την πανδημία του Covid-19 και δεύτερον στο γεγονός ότι η αγορά εργασίας στις συγκεκριμένες χώρες χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό ρύθμισης, με συλλογικές συμβάσεις εργασίας, σταθερότητα και ασφάλεια στην εργασία, κ.λ.π., ο οποίος κατά την άποψη των υποστηρικτών της απορρύθμισης της αγοράς εργασίας στην χώρα μας καθιστά τη συγκεκριμένη αγορά άκαμπτη στις αλλαγές του οικονομικού περιβάλλοντος. Αντίθετα στην Ελλάδα, που έχουν εφαρμοστεί και εφαρμόζονται πολιτικές πλήρους απορρύθμισης της αγοράς εργασίας, υποστηρίζεται λανθασμένα ότι διευκολύνεται η προσαρμογή στο νέο οικονομικό περιβάλλον με την ταχύτερη απορρόφηση του εργατικού δυναμικού. Το επιχείρημα αυτό, γνωστό από τη σχετική διεθνή βιβλιογραφία ως η άποψη της Σχολής του Σικάγου, θεωρεί ότι το αίσθημα ασφάλειας και σταθερότητας στην εργασία αποτελεί τροχοπέδη για την μείωση της ανεργίας ενώ αντίθετα η απελευθέρωση και η ελαστικότητα της αγοράς εργασίας, η κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και η διευκόλυνση των απολύσεων οδηγεί σε μείωση της ανεργίας. Όμως στην Ελλάδα μετά το υψηλό επίπεδο ανεργίας(27,5%) λόγω των ασκούμενων Μνημονιακών πολιτικών ήταν αναμενόμενο ότι μετά την έξοδο από τα Μνημόνια και την διευθέτηση του χρέους το επίπεδο της ανεργίας σταδιακά θα μειώνονταν. Αντίθετα, η Σουηδία και η Φιλανδία μέχρι το 2020 είχαν πολύ χαμηλή ανεργία ακόμα και σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρώπης (Διάγραμμα 1).
Διάγραμμα 1

Πηγή: Eurostat Database, 2025
Η απότομη αύξηση της ανεργίας σε αυτές τις δύο σκανδιναβικές χώρες, που παρατηρείται κυρίως τα δύο τελευταία χρόνια, οφείλεται στις μεγάλες μεταναστευτικές ροές που δέχονται αυτές οι χώρες κυρίως κατά την τελευταία δεκαετία, όπως αποτυπώνεται στο Διάγραμμα 2. Ειδικότερα, στο Διάγραμμα 2, παρατηρούμε ότι η Σουηδία και η Φιλανδία παρουσιάζουν πολύ υψηλότερο μεταναστευτικό ισοζύγιο από την Ελλάδα η οποία μέχρι και το 2020 παρουσίαζε κατά μέσο όρο αρνητικό μεταναστευτικό ισοζύγιο. Ενώ ακόμα και κατά τη περίοδο 2022 – 2024 που η Ελλάδα παρουσίαζε ένα θετικό μεταναστευτικό ισοζύγιο η Φιλανδία που έχει τον μισό πληθυσμό από την Ελλάδα, είχε σχεδόν διπλάσιο θετικό μεταναστευτικό ισοζύγιο από την χώρα μας.
Διάγραμμα 2

Πηγή: Eurostat Database, 2025
Έτσι, η Φιλανδία έχοντας τον μισό πληθυσμό από την Ελλάδα (Διάγραμμα 3), δέχονταν υψηλές μεταναστευτικές ροές και αντίστοιχα η Σουηδία δέχονταν πολύ μεγάλες μεταναστευτικές ροές αυξάνοντας τον πληθυσμό της από τα 9 εκατ. άτομα το 2008 σε 10,5 εκατ. άτομα το 2024, υπερβαίνοντας την Ελλάδα (10,4 εκατ. άτομα) από την οποία ο πληθυσμός της Σουηδίας το 2008 υπολείπονταν κατά 2 εκατ. άτομα. Σημειώνεται ότι η Σουηδία κατά τη περίοδο 2010-2024, αποτέλεσε τον τρίτο μεγαλύτερο μεταναστευτικό προορισμό για τους Έλληνες μετανάστες μετά την Γερμανία και την Ολλανδία.
Διάγραμμα 3

Πηγή: Eurostat Database, 2025
Επιπλέον αυτές οι δύο χώρες έχουν τον υψηλότερο δείκτη απασχόλησης στην Ευρώπη κατά την τελευταία δεκαετία, ο οποίος είναι σημαντικά υψηλότερος από το μέσο όρο του συνόλου των χωρών της Ευρώπης. Συγκεκριμένα, όπως αποτυπώνεται στο Διάγραμμα 4, τόσο η Σουηδία όσο και η Φιλανδία παρουσιάζουν διαχρονικά τα τελευταία 15 έτη σημαντικά υψηλότερο δείκτη απασχόλησης από το μέσο όρο των χωρών της Ευρώπης ο οποίος προσεγγίζει τα υψηλότερα (περίπου 80%) παρατηρούμενα ποσοστά. Αντίθετα, στην Ελλάδα, σε σύγκριση με αυτές τις δύο Σκανδιναβικές χώρες, ο δείκτης του ποσοστού απασχόλησης ακόμα και κατά τη περίοδο που παρουσιάζει χαμηλότερο ποσοστό ανεργίας, ο δείκτης απασχόλησης είναι σημαντικά χαμηλότερος (63,3%) τόσο από την Σουηδία (76,7%), όσο και από την Φιλανδία (72,6%), με τον μέσο όρο της Ευρώπης να είναι στο επίπεδο του 70,8%.
Διάγραμμα 4

Πηγή: Eurostat Database, 2025
Παρόμοια είναι και τα στοιχεία σε σχέση με τον δείκτη συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό (participation rate), όπου στη Σουηδία παρουσιάζεται ο υψηλότερος δείκτης στην Ευρώπη (83,6%) και στην Φιλανδία να προσεγγίζει το 80% (79,2%), όταν η Ελλάδα παρουσιάζει δείκτη 69,8%, σημαντικά χαμηλότερο από αυτές τις δύο χώρες. Τούτων δοθέντων αναδεικνύεται ότι η αύξηση της ανεργίας σε αυτές τις δύο χώρες τα τελευταία δύο χρόνια δεν οφείλεται στη ρυθμισμένη αγορά εργασίας, στο υψηλό ποοσοστό συλλογικών συμβάσεων εργασίας, στην προστασία από τις απολύσεις και την εργασιακή ασφάλεια, όπως λανθασμένα υποστηρίζεται, αλλά στο γεγονός ότι είναι χώρες οι οποίες είχαν διαχρονικά πολύ υψηλά ποσοστά απασχόλησης και χαμηλή ανεργία και ταυτόχρονα δέχονταν πολύ μεγάλες μεταναστευτικές ροές, με αποτέλεσμα τα δύο τελευταία χρόνια να συσωρεύονται μετανάστες που δεν βρίσκουν εργασία αφού ήδη το ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό και το ποσοστό απασχόλησης είναι πολύ υψηλό. Έτσι, αυτές οι μεταναστευτικές ροές αυξάνουν τον πληθυσμό των ανέργων και το ποσοστό ανεργίας.
Άρα, η μείωση της ανεργίας στην Ελλάδα, δεν οφείλεται στην χαρακτηρισμένη «μεταρρυθμισμένη» απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, αλλά στο γεγονός ότι η Ελλάδα έχει ακόμα αρκετά χαμηλά ποσοστό απασχόλησης και συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό.
Διάγραμμα 5

Πηγή: Eurostat Database, 2025
Των
Σάββα Γ. Ρομπόλη
Ομότ. Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου
Βασίλειου Γ. Μπέτση
Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου