Η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης (ΔΕΘ) είχε κατακτήσει ένα σημαντικό εμπορικοοικονομικό εκτόπισμα, τουλάχιστον σε περιφερειακό διεθνές επίπεδο, αλλά και ευρύτερα. Στην πορεία, προφανώς σε συνάρτηση με το πρώτο, κατέστη ένα κορυφαίο πολιτικό γεγονός για την εσωτερική πολιτική (και όχι μόνο).
Του Γρηγόρη Ζαρωτιάδη
Δυστυχώς, η αδυναμία προσαρμογής στην εξέλιξη του θεσμού των εκθέσεων και των τάσεων των αγορών διεθνώς την υποβάθμισε σε χώρο επικοινωνιακής άσκησης κατά κύριο λόγο των φορέων του δημοσίου τομέα και των ολιγοπωλίων της ενέργειας, των τηλεπικοινωνιών και του χρηματοπιστωτικού τομέα, συνδυαζόμενα όλα αυτά με ποπ μουσικές βραδιές. Προφανώς το αναπτυξιακό διακύβευμα αυτής της διεργασίας είναι οριακά άνω του μηδενός, ενώ, μάλλον μοιραία, ανάλογη πορεία ακολούθησε και ο πολιτικός χαρακτήρας της ΔΕΘ. Τη θέση των άλλοτε σημαινόντων ομιλιών των πολιτικών αρχηγών πήρε η επιφανειακή παροχολογία.
Ο κος Μητσοτάκης τερμάτισε την πίστα της εκμετάλλευσης του παραπαίοντος θεσμού της Θεσσαλονίκης. Επί των ημερών του η παρουσία του στη ΔΕΘ εξελίχθηκε στην κορύφωση μιας καλά προετοιμασμένης επικοινωνιακής καμπάνιας, στην οποία βεβαίως οι πρόθυμοι των ΜΜΕ αναλαμβάνουν πειθήνια τον ρόλο που τους αναλογεί. Μια έντεχνη, είναι αλήθεια, κοπτοραπτική παροχών και ελαφρύνσεων με τον διττό σκοπό, αφενός να επιβεβαιωθεί το αφήγημα της αποδίδουσας οικονομικής πολιτικής που μοιράζει το πλεόνασμα που διασφάλισε και αφετέρου να ξεχαστούν, έστω και για λίγο, τα καίρια προβλήματα που αντιμετωπίζει ο λαός και η χώρα.
Τι κι αν ο οικογενειακός προϋπολογισμός θα επιστρέψει πολύ γρήγορα στα αδιέξοδά του; Τι κι αν οι κοινωνικοοικονομικές και πολιτικές διαρθρωτικές αδυναμίες παραμένουν διατηρώντας της διαφθορά και τη διασπάθιση εθνικού πλούτου και την οικονομική και πολιτική υποχώρηση της Ελλάδας στο διεθνές σκηνικό; Η παρέλαση του πρωθυπουργού και των κυβερνητικών στελεχών διασφαλίζουν ένα τριήμερο επικοινωνιακού καταιγισμού και αυτού δεδομένου την απαραίτητη πίστωση χρόνου για να συνεχιστεί το κυβερνητικό έργο.
Η φετινή ΔΕΘ δεν αποτέλεσε εξαίρεση, αλλά αντιθέτως το «αριστούργημα» (μέχρι το επόμενο) αυτής της πρακτικής. Ο κος Μητσοτάκης παρουσίασε το για μήνες διαφημιζόμενο πακέτο, το οποίο αν και σκόρπισε χαμόγελα ευτυχίας στα μέλη της κυβέρνησης, άφησε τους πολίτες, τους εργαζόμενους, τους αγρότες και τις μικρομεσαίες με την απορία «ποιος κοροϊδεύει ποιον».
Η παροχολογία του πρωθυπουργού επικέντρωσε στους εξής άξονες: (α) πολύτεκνοι -ες και νεολαία, (β) περιφέρεια και μικροί οικισμοί, (γ) συνταξιούχοι και (δ) σώματα ασφαλείας.
Πράγματι το δημογραφικό και η χωρική ανισορροπία με την ελληνική περιφέρεια να συνεχίζει την κοινωνικοοικονομική της κατάπτωση αποτελούν βασικά διαρθρωτικά προβλήματα της χώρας. Μάλιστα αξίζει με την ευκαιρία να πούμε ότι αυτά τα δύο συνδυάζονται, καθώς το δημογραφικό στην Ελλάδα δεν είναι μόνο ζήτημα υπογεννητικότητας, αλλά ακόμη περισσότερο ζήτημα χωρικής κατανομής και συνεχούς υπερσυγκέντρωσης του πληθυσμού στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Όμως κάπου εδώ τελειώνει η θετική ανάγνωση των ανακοινώσεων του κυρίου Μητσοτάκη. Το βασικό εργαλείο για την επίτευξη των ανωτέρω είναι η έμμεση ενίσχυση μέσω φορολογικής ελάφρυνσης, και ειδικότερα στους συνταξιούχους μέσω της «προσωπικής διαφοράς» και την εισοδηματική ενίσχυση στους ένστολους. Όμως όλα αυτά θα έχουν στην πραγματικότητα μικρό αποτέλεσμα καθώς συναθροίζονται στο 1,7 δισεκατομμύριο, υποπολλαπλάσιο της έμμεσης υπερφορολόγησης που προηγήθηκε (και θα ενταθεί μέσω του ΦΠΑ αν προκύψουν νέες πληθωριστικές πιέσεις), ενώ η όποια, έστω μικρή επίπτωση στο διαθέσιμο εισόδημα θα αρχίσει να εμφανίζεται από τα μέσα του 2026 ως το 2027. Από την άλλη, οι εν λόγω ανακοινώσεις μπορεί να στοχεύουν σε συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες, έχουν όμως ακόμη πιο ισχνό αναδιανεμητικό αποτύπωμα, καθώς εφαρμόζονται οριζόντια και έτσι δεν απαντούν στο άλλο βαθύ διαρθρωτικό ζήτημα της ελληνικής οικονομίας που είναι η προκλητικά βαθαίνουσα οικονομική ανισότητα.
Ανάλογα μπορεί να σχολιάσει κανείς και τις ανακοινώσεις που αφορούσαν στην περιφερειακή ανάπτυξη και τη στεγαστική κρίση. Η ιδεολογική εμμονή της κυβέρνησης στην έμμεση παρέμβαση στο κοινωνικοοικονομικό γίγνεσθαι και η αποφυγή ενεργών πολιτικών, οδηγεί σε επιλογές που, ακόμη κι όταν είναι στην σωστή κατεύθυνση έχουν τόσο μικρή εμβέλεια που εν τέλει καθίστανται κοροϊδία. Για παράδειγμα δεν μπορώ να χαρακτηρίσω διαφορετικά τη σταδιακή κατάργηση του ΕΝΦΙΑ σε λίγες, ιδιαιτέρως υστερούσες περιοχές της χώρας (ο οποίος είναι πράγματι ο πλέον αντιοικονομικός και αντιαναπτυξιακός φόρος), καθώς δεν θα έχει ουσιαστικό αποτέλεσμα στην αποκέντρωση, όσο το λαϊκό εισόδημα, ειδικά στην επαρχία, καθιστά απαγορευτική την αγορά ακινήτων και όσο λείπουν τα κίνητρα και οι ενεργές πολιτικές δημοσίων επενδύσεων για τη βιώσιμη παραγωγική της ανάπτυξη.
Καταλήγω εκεί από όπου ξεκίνησα: όπως και η οικονομική ουσία της σημερινής ΔΕΘ αναζητείται, έτσι αναζητείται και δεν βρίσκεται η πολιτική ουσία στις κυβερνητικές εξαγγελίες. Μηδενική ουσιαστικά επίπτωση στο διαθέσιμο εισόδημα, απούσα η όποια αναδιανεμητική επίδραση, ισχνό το αποτέλεσμα στη χωρική / περιφερειακή εξισορρόπηση. Με άλλα λόγια πολύ φασαρία για το τίποτα ή μηδέν εις το πηλίκον.
Συμπέρασμα; Πρέπει να αλλάξουμε τη ΔΕΘ και πρέπει να αλλάξουμε την πολιτική.
*Καθηγητής Τμήματος Οικονομικών Επιστημών και Μέλος ΣΔ ΑΠΘ
Διευθυντής του Διεπιστημονικού Εργαστηρίου Παρευξείνιων και Μεσογειακών Μελετών (ΔΕΠΑΜΕΜ)
Μέλος της Παγκόσμιας Ακαδημίας Τεχνών και Επιστημών (WAAS)
Πρόεδρος της Ένωσης Οικονομικών Πανεπιστημίων Νότιας, Ανατολικής Ευρώπης και Παρευξείνιας Ζώνης (ASECU)