Γράφει η Ιστορικός, Δρ. Αφροδίτη Καμάρα
Ακούγονται και γράφονται πολλά για την πτώση των βάσεων αλλά και του αριθμού των εισακτέων στις σχολές ανθρωπιστικών σπουδών, και ιδιαίτερα στα Ιστορικά-Αρχαιολογικά της χώρας. Οι ξιφασκίες στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης δίνουν και παίρνουν. Οι αιτίες πολλές, φυσικά, η κυριότερη πάντως, σύμφωνα και με τις επιλογές των ίδιων των εξεταζομένων, ότι οι ανθρωπιστικές σπουδές θεωρούνται πλέον «σπουδές πολυτελείας», αφού δεν οδηγούν σε κάποιον ορατό και απτό επαγγελματικό στόχο, παρά σε πολλά «αν» και «εφόσον».
Προερχόμενη από μια τέτοια σχολή, και μάλιστα από τη «ναυαρχίδα», το Ιστορικό-Αρχαιολογικό του ΕΚΠΑ, κι έχοντας διανύσει μια ιδιαίτερη διαδρομή, όχι αναγκαστικά καλή ή εύκολη, αναζητώ κι εγώ, μέσα μου πια, τις αιτίες της αποστροφής των νέων παιδιών προς τις ανθρωπιστικές επιστήμες. Και είναι καιρός τώρα που μουρμουράω την απάντηση, χωρίς να τολμήσω να τη φωνάξω:
Οι Ανθρωπιστικές Σπουδές μας δεν έχουν Ανθρωπισμό.
Τι σημαίνει αυτό;
Σημαίνει ότι, αν και προέρχονται από τις ουμανιστικές καταβολές της Αναγέννησης, όπου η στροφή στον άνθρωπο συνοδευόταν από την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης, αλλά και από μια ακράδαντη πίστη στις νοητικές ικανότητες και δεξιότητες του ανθρώπου, από μια διάθεση εξερεύνησης πέρα από τα όρια που έθετε η θρησκεία, κι από μια επιστροφή στο κλασικό παρελθόν που απέπνεε, στα υλικά κατάλοιπά του τουλάχιστον, μια χαρά ζωής και μια αναγνώριση της ανθρώπινης ομορφιάς, σήμερα οι ανθρωπιστικές σπουδές έχουν φτάσει να σημαίνουν τον άκρατο ακαδημαϊσμό και την απομάκρυνση από την πραγματική αποστολή τους, δηλαδή την εξύψωση του πνεύματος.
Ο τελευταίος τροχός της αμάξης
Η καταστροφή άρχισε να συντελείται ήδη στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Η τότε νεόδμητη «Φιλοσοφική» Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών φιλοξένησε τους πρώτους φοιτητές της σε ένα τσιμεντένιο κέλυφος χωρίς καμία υποδομή, με σπασμένα τζάμια, απουσία νερού και κλιματισμού και μπόλικη σκόνη. Σταδιακά, και με τη συνδρομή μας, άρχισε να παίρνει μορφή, να στήνονται τα σπουδαστήρια, να βγαίνουν τα βιβλία από τις κούτες, να δημιουργούνται κάποιες φιλόξενες γωνιές για όσους ήθελαν να μάθουν. Βοήθησαν σ’ αυτό και μια γενιά φωτισμένων και νέων καθηγητών, που ξεχώριζαν μέσα στο γενικό συντηρητικό κλίμα της Σχολής, και αγωνίστηκαν για να μας δείξουν ο καθένας το δρόμο του, ο οποίος όμως ήταν άρρηκτα δεμένος με την alma mater του καθενός, το πανεπιστήμιο όπου είχαν εκπονήσει τη διδακτορική τους διατριβή. Κι έτσι, αν και το ίδιο το πανεπιστήμιο ήταν αρχικά ερμητικά κλειστό προς το εξωτερικό, αφού και τα Erasmus ακόμη στην πορεία των σπουδών μας εμφανίστηκαν, με την παρουσία των ανθρώπων αυτών μπορούσαμε να γνωρίσουμε όλες τις ξένες σχολές σκέψης: τη γαλλική, τη βρετανική, τη γερμανική, ακόμη και την αμερικάνικη. Παρ’ όλα όμως τα μικρά θαύματα που συντελούνταν στις σεμιναριακές αίθουσες, βγαίνοντας από αυτές νιώθαμε ξανά την περιφρόνηση του κράτους προς αυτό που είχαμε επιλέξει να κάνουμε. Καθηγητές που απαιτούσαν να «πιάνεις στασίδι» αχάραγα στα μεγάλα αμφιθέατρα, γιατί ήθελαν να διδάσκουν σε τρία τμήματα ταυτόχρονα, καθηγητές που ζητούσαν ως εργασία μεταφράσεις άρθρων για να τα χρησιμοποιήσουν για δικές τους δημοσιεύσεις, επαγγελματικές «μαθητείες» που συνίσταντο στο να βγάζεις φωτοτυπίες. Το τελικό χτύπημα, το τελικό τράβηγμα του χαλιού κάτω από την πόρτα, ήταν η κατάργηση της επετηρίδας, στην οποία όλοι μας είχαμε ευλαβικά γραφτεί πριν φύγουμε στο εξωτερικό, πολλοί με ίδια έξοδα, για τις μεταπτυχιακές σπουδές μας.
Το μακρύ χέρι της πολιτικής
Όσοι φύγαμε από την Ελλάδα ζήσαμε μια άλλη ακαδημαϊκή εμπειρία: πανεπιστήμια όπου οι φοιτητές είχαν μεν πολιτικές απόψεις αλλά δεν ήταν «πολιτικοποιημένοι» ή ακόμη χειρότερα «κομματικοποιημένοι». Το ελληνικό μοντέλο, όπου έπρεπε να φιλήσεις το χέρι κάποιας παράταξης, βλέπε κάποιου κόμματος, για να υπάρξεις ως φοιτητής και ως μελλοντικός επαγγελματίας ή ακαδημαϊκός, ευτυχώς υποχώρησε για λίγο, για να επανακάμψει βέβαια δριμύτερο με την επιστροφή στην πατρίδα. Κι εκεί, ήρθε το δεύτερο σοβαρό χτύπημα: το ήθος, η εργατικότητα, η εξυπνάδα ή τα προσόντα δεν είχαν κανέναν αντίκτυπο στο πολιτικό χρηματιστήριο των θέσεων στο δημόσιο. Όσοι τελικά άντεξαν την αναμονή για το διορισμό ήταν αυτοί που είχαν την πίστη ότι «το σύστημα θα τους απορροφήσει», όσοι δηλαδή, μέσα και από την πολιτική ενασχόληση, είχαν αντιληφθεί πώς λειτουργούσε αυτό το σύστημα. Ο ανταγωνισμός στο πεδίο αυτό ήταν και είναι τόσο άγριος, με «χτυπήματα κάτω από τη μέση», που δεν θυμίζει σε τίποτε το ανθρωπιστικό υπόβαθρο των σπουδών. Πρόκειται συχνά για ένα αγοραίο doutdes, με αμφίβολα αποτελέσματα ως προς την τελική επικράτηση και σίγουρα με δημιουργία ενός ζοφερού κλίματος εντός πανεπιστημίων και υπουργείων. Στην επίδραση της πολιτικής, δε, θα πρέπει να προστεθεί και η κάθε μορφής ναρκισσιστική διαταραχή πολλών διδασκόντων, που εκμεταλλεύονται τη θέση τους (ακόμη και εν έτει 2025) για να γοητεύσουν ή να εκμεταλλευθούν τους φοιτητές τους και πάντως να δημιουργήσουν κάποιας μορφής «αυλή» γύρω από το πρόσωπό τους.
Σπουδές για δουλειά
Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι οι σχολές ανθρωπιστικών σπουδών, που ως τα τέλη της δεκαετίας του 1980 ήταν περιζήτητες γιατί θεωρούνταν «καθηγητικές σχολές» και τροφοδοτούσαν όχι μόνο την αρχαιολογική υπηρεσία αλλά, κυρίως, την εκπαίδευση, μεταλαμπαδεύοντας ήθος, κριτική σκέψη και ικανότητα έκφρασης στις νεότερες γενιές, άρχισαν στη συνέχεια να θεωρούνται σχολές που οδηγούσαν στην ανεργία και την υποαπασχόληση. Οι λόγοι είχαν να κάνουν και με τις ίδιες τις σπουδές , που παρέμεναν προσανατολισμένες στον κόσμο του 20ού αιώνα, αλλά και με τον επαγγελματικό τους χώρο, που μετασχηματιζόταν «επί το χείρον» μεταβαλλόμενος σε ένα στίβο επαγγελματικής ταλαιπωρίας, με γνώμονα την εξοικονόμηση πόρων στο δημόσιο κορβανά και όχι την αποτελεσματική επιτέλεση των έργων. Όσοι παρέμειναν στην πεπατημένη, έπρεπε να αποδεχτούν ότι θα παραμείνουν για το μεγαλύτερο μέρος του εργασιακού τους βίου «συμβασιούχοι». Είτε στις αρχαιολογικές εφορείες είτε στην εκπαίδευση, οι συμβάσεις έγιναν η εργασιακή πραγματικότητα, βυθίζοντας στο άγχος τους νέους εργαζόμενους μέχρι που δεν ήταν πια και τόσο νέοι.
Η κατάσταση αυτή δημιούργησε την ευρέως διαδεδομένη συνειρμική σύνδεση μεταξύ «ανθρωπιστικών σπουδών» και ανεργίας. Επίσης δημιούργησε την βαθιά ριζωμένη πλέον πεποίθηση ότι οι ανθρωπιστικές σπουδές είναι αποκομμένες από τη σύγχρονη πραγματικότητα. Κι ενώ ο ψηφιακός μετασχηματισμός και η παντοδυναμία της οικονομίας εξαπλώνονταν, οι ανθρωπιστικές επιστήμες στην Ελλάδα εξακολουθούσαν να είναι αγκυλωμένες. Έτσι, οι απόφοιτοι των ανθρωπιστικών σχολών, αν και διέθεταν «δεξιότητες» βγαίνοντας στην αγορά εργασίας, είχαν την εντύπωση ότι δεν διέθεταν τίποτε, ότι είχαν απλά χάσει τέσσερα-πέντε χρόνια από τη ζωή τους με όμορφες αλλά άχρηστες γνώσεις.
Κάποιοι, συνήθως όσοι είχαν εμπειρία του εξωτερικού, μπόρεσαν να παντρέψουν τις αξιόλογες αυτές γνώσεις και δεξιότητες με τις σύγχρονες απαιτήσεις, στρεφόμενοι είτε προς τις ψηφιακές ανθρωπιστικές επιστήμες και την ψηφιακή πολιτιστική κληρονομιά ή προς τους χώρους των ΜΜΕ, των εκδόσεων, του τουρισμού και της πολιτιστικής διαχείρισης. Παράλληλα, κάποια από τα «παραδοσιακά» τμήματα, μπολιάστηκαν ή δημιούργησαν νέα, για να αντιμετωπίσουν τη νέα ζήτηση για πιο πολυσχιδείς και σίγουρα ταλαντούχους αποφοίτους. Άλλα όμως, αν και είχαν τις υποδομές εξαρχής για κάτι διαφορετικό, προτίμησαν το πισωγύρισμα, υπακούοντας στη βούληση των διδασκόντων και της συγκλήτου τους, που δεν ήθελε να «μιανθεί» από σύγχρονες τεχνολογίες. Αναφέρομαι εδώ στην ανεκδιήγητη περίπτωση του τμήματος Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Νέων Τεχνολογιών του πάλαι ποτέ Πανεπιστημίου Δυτικής Ελλάδος που προτίμησε, απορροφούμενο από το Πανεπιστήμιο Πατρών, να γίνει ένα απλό Ιστορικό-Αρχαιολογικό.
Οι παλινωδίες αυτές, σε συνδυασμό με τις πολύ χαμηλές αποδοχές όσων αποφασίζουν εν τέλει να στραφούν στις ανθρωπιστικές σπουδές, τις απάνθρωπες συχνά συνθήκες δουλειάς με τις συμβάσεις ή την παραπαιδεία, και την γενική υποβάθμιση της κλασικής παιδείας σε μια χώρα που έχει μετατραπεί σε μια απέραντη καφετέρια κι ένα διαρκές μπιτσόμπαρο, συνιστούν τη συνταγή της αποτυχίας του κλάδου μας. Η κατάσταση πρέπει να μας προβληματίσει και να μας κινητοποιήσει. Και τους πανεπιστημιακούς αλλά και όσους επιλέξαμε να ανοίξουμε νέους δρόμους. Οι ανθρωπιστικές σπουδές θα πρέπει άμεσα να συνδυαστούν και με άλλα γνωστικά αντικείμενα και να καλλιεργήσουν στους αποφοίτους τους δεξιότητες πέρα από θεωρητική σκέψη, προκειμένου να μη χαθεί εντελώς το παιχνίδι του ανθρωπισμού στη χώρα που τον γέννησε.