Στις 14 Σεπτεμβρίου 1960 έφυγε από τη ζωή ένας από τους πιο ιδιοσυγκρασιακούς και τολμηρούς Έλληνες πεζογράφους, ο Μ. Καραγάτσης. Με αιχμηρή πένα, ορμή και ρεαλισμό που ξένισε την εποχή του, κατάφερε να αφήσει ανεξίτηλο αποτύπωμα στα ελληνικά γράμματα.
Το πραγματικό του όνομα ήταν Δημήτριος Ροδόπουλος, όμως η λογοτεχνική του περσόνα έμελλε να είναι για πάντα «Μ. Καραγάτσης».
Γεννημένος στην Αθήνα το 1908, ο Καραγάτσης πήρε το ψευδώνυμό του από ένα δέντρο πτελέας –ή καραγάτσι– στη Ραψάνη Θεσσαλίας, όπου περνούσε τα καλοκαίρια της εφηβείας του διαβάζοντας κάτω από τη σκιά του. Το γράμμα «Μ.» αποτέλεσε πηγή συζητήσεων: άλλοι υποστήριζαν ότι σήμαινε «Μίτια», ρωσική παραφθορά του Δημήτρης εμπνευσμένη από τους «Αδελφούς Καραμαζόφ» του Ντοστογιέφσκι, ενώ σύμφωνα με την κόρη του, Μαρίνα Καραγάτση, παραπέμπει τελικά στο όνομα «Μιχάλης». Το μυστήριο δεν διαλευκάνθηκε ποτέ πλήρως – γεγονός που φαίνεται να ταίριαζε στην εκρηκτική και αντισυμβατική προσωπικότητά του.

Ένα παιδί της Αθήνας με σαρκασμό και αυτοσαρκασμό
Ο Καραγάτσης μεγάλωσε σε ένα από τα γωνιακά σπίτια της Ακαδημίας και της Θεμιστοκλέους, ενώ αργότερα έζησε στην οδό Σπάρτης, κοντά στην πλατεία Αμερικής. Ο ίδιος συνήθιζε να αστειεύεται ότι αρνείται να αποκαλύψει το ακριβές σπίτι όπου γεννήθηκε για να «μπλέξει» όσους θελήσουν να τοποθετήσουν αναμνηστική πλάκα. Αυτό το πνεύμα φαρσέρ και η ειρωνική του διάθεση διέτρεχαν τη ζωή και το έργο του.
Σπούδασε στη Νομική, αλλά γρήγορα άφησε τη δικηγορία για να αφοσιωθεί στη λογοτεχνία. Συμφοιτητές του υπήρξαν προσωπικότητες όπως ο Άγγελος Τερζάκης και ο Οδυσσέας Ελύτης. Ο ίδιος δεν έκρυβε ποτέ το ταλέντο και τη φιλοδοξία του, ούτε δίσταζε να σατιρίσει τον λογοτεχνικό κόσμο στον οποίο ανήκε, προβλέποντας με κυνισμό την «πολυπληθή» κηδεία του, όπου οι συνάδελφοί του θα πήγαιναν «να πεισθούν ιδίοις όμμασι ότι πήγε στο διάολο».
Ένας συγγραφέας που σόκαρε και γοήτευσε
Το έργο του Καραγάτση χαρακτηρίζεται από ακατέργαστο ρεαλισμό, ψυχογραφική δεινότητα και αφοπλιστική ειλικρίνεια. Στα μυθιστορήματά του, όπως ο «Γιούγκερμαν» και ο «Συνταγματάρχης Λιάπκιν», δημιούργησε εμβληματικές φιγούρες που ενσάρκωναν την εσωτερική πάλη, την αμφισβήτηση, την παρακμή αλλά και τη δύναμη της ζωής. Δεν δίστασε να αγγίξει ταμπού θέματα, να περιγράψει με τολμηρή ερωτική φόρτιση ή να απογυμνώσει χαρακτήρες και κοινωνικές τάξεις από τον καθωσπρεπισμό τους.
Πέρα από μυθιστοριογράφος, υπήρξε θεατρικός συγγραφέας, δημοσιογράφος, μεταφραστής και, για μια φορά, σκηνοθέτης κινηματογραφικής ταινίας («Καταδρομή»). Το στίγμα του όμως ανήκει κυρίως στην πεζογραφία.
Ο θάνατος και η υστεροφημία
Ο Μ. Καραγάτσης πέθανε αιφνιδίως στις 14 Σεπτεμβρίου 1960, σε ηλικία μόλις 52 ετών. Η απώλειά του συγκλόνισε τον πνευματικό κόσμο της χώρας, που έχανε μια σπάνια φωνή, ταυτόχρονα αιχμηρή και ποιητική. Ο ίδιος είχε συνοψίσει τη φιλοσοφία του για τη ζωή με τη χαρακτηριστική του λακωνικότητα:
«Το βασικό είναι να ζει κανείς. Τα άλλα είναι φιλολογία.»
Σήμερα, 65 χρόνια μετά τον θάνατό του, το έργο του παραμένει ζωντανό και προκλητικά επίκαιρο. Ο Καραγάτσης δεν υπήρξε απλώς ένας συγγραφέας· υπήρξε ένας παρατηρητής του ανθρώπινου πάθους, ένας ανατόμος της ελληνικής κοινωνίας του 20ού αιώνα και ένας δημιουργός που δίδαξε ότι η λογοτεχνία δεν οφείλει να είναι βολική.